Με μία εξαιρετική συναυλία, το Δημοτικό Ωδείο Ιωαννίνων έκλεισε ουσιαστικά το βράδυ της Τετάρτης τη σπουδαστική χρονιά και καλωσόρισε τον Ιούλιο.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φετινής συναυλίας η ενότητα που αφιερώθηκε στον Σοπέν, και η επιβεβαίωση του υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικής δουλειάς που γίνεται στο Ωδείο σε όλα τα τμήματα.
Έχοντας την εμπειρία 15 χρόνων που βλέπω αυτή τη δουλειά εκ των έσω, γνωρίζω τον μόχθο των καθηγητών και των ανθρώπων του Ωδείου και αναγνωρίζω τις προσπάθειες των μαθητών τους, οι οποίοι φέτος αντιμετώπισαν για δύο μήνες περίπου και τη μοναξιά και την απομόνωση στο σπίτι, το μάθημα μέσα από διαδικτυακές εφαρμογές και τη μοναχική αναζήτηση των μουσικών τους δρόμων.
Γι’ αυτό και ίσως η βραδιά της Τετάρτης, σε αυτόν τον χώρο των Παλιών Σφαγείων που γίνεται όλο και πιο φιλόξενος και εμβληματικός για την πόλη, ήταν μία θερμή, φωτεινή και ουσιαστική βραδιά πολιτισμού.
Και κάτι ακόμα. Το σκέφτηκα αν πρέπει να το πω τελευταίο, αλλά νομίζω ότι χρειάζεται κι αυτό. Ήταν ίσως και η μουσική βραδιά εκείνη που έλειπε η συντριπτική πλειοψηφία των Αρχών της πόλης. Πιθανόν να είναι και κάποιου είδους ρεκόρ.
Έλειπε όλο το δημαρχείο, όλο το δημοτικό συμβούλιο, το Πνευματικό Κέντρο (πλην συγκεκριμένων ελαχίστων εξαιρέσεων που τους βλέπω, γυναίκες και άντρες και σε άλλες πολλές εκδηλώσεις). Κι έλειπε και η Περιφέρεια, το Πανεπιστήμιο, όλο το τοπικό πολιτικό δυναμικό, αριστερό, δεξιό και κεντρώο. Ειδικά για τον Δήμο είναι αξιοπερίεργο να μην ενδιαφέρεται για τα δικά του παιδιά.
Και ξέρω ότι τυχαίνουν σε όλους μας πολλά κάθε μέρα, αλλά κάτι βαθύτερο σημαίνει αυτή η ηχηρή απουσία. Σημαίνει ίσως ότι μεταξύ των εκπροσώπων της πόλης και της τοπικής κοινωνίας λείπουν πλέον κρίσιμοι δεσμοί και στην περίπτωση του πολιτισμού απαιτήσεων, λείπουν πια οι συνταυτίσεις, εκλείπει η ταυτότητα της πόλης.
Ας ελπίσουμε ότι έξοδος από την κρίση να μας βρει σταδιακά όλους και όλες καλύτερα και του χρόνου να χειροκροτήσουμε ακόμα πιο πολύ τα παιδιά της πόλης μας που παλεύουν μέσα στους δρόμους της μουσικής και τα καταφέρνουν τόσο, μα τόσο καλά.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ