Τις τελευταίες 20 μέρες, από όταν μπήκαμε σε αυτόν τον σκοτεινό διάδρομο, μου κάνουν εντύπωση όσοι δεν τηρούν τα μέτρα προστασίας.
Εκείνοι που πολύ καθυστερημένα, τις τελευταίες μόνο μέρες, άρχισαν να ανησυχούν για τις συναθροίσεις, όσοι δεν ενδιαφέρονται για την απολύμανση των χεριών τους, όσοι κινούνται με την πίστη ότι δεν χρειάζονται και πολλά να κάνουν. Κυρίως με εντυπωσιάζουν, όσοι δεν έχουν την συναίσθηση του άλλου, δεν σκέφτονται ότι ο απέναντι μπορεί να είναι άρρωστος από χρόνιο νόσημα, ότι μπορεί να είναι ανήσυχος και να έχει πέσει σε μελαγχολία, ή έστω ότι έχει αρχίσει να κουράζεται και δεν έχει όρεξη για πολλά πολλά.
Εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται και πολύ για μέτρα προστασίας, αν το σκάψεις λίγο παρακάτω, είναι όσοι δεν έχουν την αίσθηση της κοινότητας και του συνανήκειν, δεν έχουν τη μετριοπάθεια που προσφέρει η εμπειρία της συνεύρεσης και της συναντίληψης.
Πολλά θα μπορούσαν να εξηγήσουν μία τέτοια στάση, που είναι τελικά και στάση ζωής. Πολλά και λίγα. Γιατί δεν έχει να κάνει τελικά με όσα μας συμβαίνουν μόνον αυτήν την περίοδο. Κανείς αυτές τις μέρες δεν θα σου πει εύκολα ότι αυτός δεν πιστεύει στη μετάδοση του ιού, κανείς δεν θα παραδεχτεί ότι δεν τον νοιάζουν και πολύ οι άλλοι, ότι αδιαφορεί. Δεν είναι της μόδας, δεν είναι πολιτικά ορθό, να δείχνεις αδιάφορος.
Είναι ο ίδιος όμως που βρίζει χρόνια τώρα από τον καναπέ του το κράτος και τις υπηρεσίες για ανικανότητα, είναι ο ίδιος που δεν μετέχει ποτέ και σε καμία περίπτωση σε κάτι κοινό, που δεν αναλαμβάνει κοινωνικές ευθύνες, που δεν βγαίνει μπροστά.
Παλιά λέγαμε ότι είναι η Ελλάδα του ωχαδερφισμού ή του καφενείου και του «κάντε μια μέρα πρωθυπουργό και θα σας δείξω εγώ…». Αυτές όμως ήταν μάλλον ήπιες και γραφικές ιστορίες. Όλο λόγια και μόστρα είναι κάμποσοι Έλληνες.
Με τα χρόνια όμως, με τη σκλήρυνση των πραγμάτων, με τη μεγάλη κρίση σίγουρα, ένα μεγάλο κομμάτι όλων αυτών και των διαδόχων τους, πέρασε και σε πιο σκοτεινές εκδοχές. Ο βαθύς ατομικισμός, καλυμμένος κάτω από δεκάδες στρώματα κοσμοπολίτικου μακιγιάζ ευπρέπειας και ψευτοϊδεολογικών σχημάτων και μετασχηματισμένος σε έναν τρόπο ζωής που δηλώνει έναν δήθεν αέρα επιτυχίας και ανεξαρτησίας, αυτή η βαθιά κυνική επίδειξη αυτονομίας, είναι τελικά η μετατροπή του πολίτη σε ατομικό υποκείμενο, αλλά και υποχείριο εξουσίας, είναι ο Έλληνας που κατάφερε επιτέλους να συγχρονιστεί με τον παγκόσμιο πρότυπο του «ζήσε σήμερα καλά κι ας πεθάνει ο κόσμος».
Παρ’ όλα αυτά, αυτός ο τύπος πολίτη, δεν έχει καταφέρει ακόμα να γίνει πλειοψηφία. Αντίθετα αυτές τις μέρες βλέπουμε τον θρίαμβο του «απλού» ανθρώπου, του γιατρού και νοσηλευτή, του υπαλλήλου, του εργάτη, του ανώνυμου καθημερινού Έλληνα, γυναίκα και άνδρας, που μέσα από τις αδυναμίες του, φτωχός και καθημαγμένος, αλλά φιλεύσπλαχνος και δοτικός, σταθερός και πιστός, κρατάει ακόμα την ελπίδα του, πλένει τα χέρια του, ακούει τις οδηγίες, περιορίζεται μέσα του και ετοιμάζεται να παλέψει ξανά για τον εαυτό του, για τους γύρω του, για τον τόπο.