Την Παρασκευή το βράδυ είδαμε στο Odeon το «18», τη νέα ταινία του Γιαννιώτη σκηνοθέτη Βασίλη Δούβλη, η οποία ήδη έχει κάνει ένα κύκλο με βραβεύσεις διεθνώς και έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού.
Βγήκαμε από την αίθουσα με ένα αίσθημα πληρότητας μετά από μία σημαντική ταινία, η οποία φέρνει στο φως τη γένεση της νεανικής βίας και τη σχέση με τον φασισμό μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Το «18» είναι ένα καλλιτεχνικό κέντημα πραγματικό. Λεπτό προς λεπτό οικοδομεί χαρακτήρες και συνθήκες που σου αποκαλύπτουν το πώς οι νέοι άνθρωποι οδηγούνται στη βία, τον ναζισμό, αλλά και τα αδιέξοδα, την έλλειψη εμπιστοσύνης, τη μοναξιά.
Τοποθετώντας την ιστορία δε, στην αρχή της πανδημίας, θυμίζει και κάτι ακόμα, ότι δεν μαθαίνουμε από όσα δραματικά έγιναν στη χώρα μας και θα επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά ακριβώς γιατί δεν έχει αλλάξει τίποτα στις ζωές των ανθρώπων.
Είναι η οικογένεια, το σχολείο, το κράτος που πρέπει να κάνουν κάτι; Όλα αυτά μαζί και όλοι μας. Κάτι πρέπει να κάνουμε όταν βλέπουμε μπροστά μας το κακό. Αλλά και να προστατεύσουμε τους ανθρώπους από το κακό, να μην είμαστε αφελείς ότι «θα περάσει».
Το «18» είναι και απόλυτα κινηματογραφικό δημιούργημα. Αυτό είναι ο ρεαλιστικός κινηματογράφος σήμερα παγκοσμίως. Και είναι αψεγάδιαστο, ακόμα κι αν ξέρεις ότι είναι χαμηλού προϋπολογισμού. Αυτή η λούπα, περπατώ στο δρόμο, ανοίγω την πόρτα του σπιτιού, μπαίνω στο δωμάτιό μου, ανοίγω το κινητό, ψάχνω για λεφτά, αναζητώ με το βλέμμα τους δικούς μου ανθρώπους και τους φίλους, είναι ένα πραγματικό σκηνοθετικό επίτευγμα.
Δύο σημεία που πρόσεξα στην ιστορία:
Η απουσία των γονιών από τις ζωές των παιδιών. Ακόμα και οι καλύτεροι, χάνονται μέσα στον βιοπορισμό και την προσπάθεια να καλύψουν τις ανάγκες.
Αλλά και τα λίγα λεφτά που κυκλοφορούν στο σπίτι. Δεκάευρα, που λείπουν συνέχεια. Μόνο τα κινητά να έχουν μονάδες.
Τρομερά τα νέα παιδιά που παίζουν τους κεντρικούς ρόλους, αλλά να μνημονεύσουμε και τους γνωστούς ηθοποιούς που δίνουν πολύ βάρος αν και εμφανίζονται για λίγα λεπτά (η “υπηρεσία” του Γεωργάκη, το βλέμμα της Θ. Τζήμου κ.α).
Η ταινία μπορεί να παίζεται επί χρόνια σε όλον τον κόσμο σε πρώτο επίπεδο. Θα μπορούσε να γίνει και μέρος της εκπαίδευσης, ειδικά στα Λύκεια της χώρας. Οι πολιτικοποιημένοι επίσης χώροι και συλλογικότητες, αλλά και πολιτιστικά σωματεία, δήμοι κλπ θα μπορούσαν να το βάλουν σε προτεραιότητα.
Και τέλος, το «18» μαζί με άλλες ταινίες της πρόσφατης ελληνικής παραγωγής, έχει τη δύναμη να μας «επιστρέψει» στο σινεμά και τις αίθουσες, να ξαναβρούμε μετά από τρία χρόνια πανδημίας και απουσίας, για ποιους λόγους βλέπουμε ιστορίες στη μεγάλη οθόνη. Επειδή μας αφορούν.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ