Ακολουθώ την κόκκινη και την πράσινη γραμμή, αναγνωρίζω ονόματα και περιοχές που τα ξέρω από τις ειδήσεις, αισθάνομαι τη σιγουριά ότι μετακινούμαι σε μία γραμμή που θα με οδηγήσει στον προορισμό. Στην Αθήνα ξέρω να μετακινούμαι με τις γραμμές των τρένων και όσα μπορώ να περπατήσω. Δεν την ξέρω την Αθήνα. Και μου φαίνεται αδιανόητο συχνά πώς μπορεί να λειτουργεί με αυτούς τους δρόμους για αυτοκίνητα.
Παίρνω τον ηλεκτρικό από την πλατεία Βικτωρίας για να φτάσω στο ΣΕΦ και το συνέδριο της Νέας Αριστεράς. Στέκομαι όρθιος και παρατηρώ τον κόσμο όπως πάντα. Το βλέμμα μου έχει χάσει με τα χρόνια την σπίθα της περιέργειας. Καλύτερα. Την περιέργεια τη βρίσκω πια λίγο αγενή. Στέκομαι όσο γίνεται πιο μαλακά στις πλάτες των ανθρώπων, ακούω της φωνές τους, αν κάποιος γελάει μου προκαλεί το ενδιαφέρον. Μ’ αρέσει να αναρωτιέμαι γιατί γελάει, ψάχνω τότε το δικό του βλέμμα. Αν γελάει κι αυτό υπάρχει μια μικρή χαρά μες το βαγόνι. Καλή είναι η χαρά.
Οι άνδρες απλώνουν τα πόδια τους και χειρίζονται τον χώρο, οι γυναίκες στέκουν πιο ίσια, σε έναν δικό τους αυτοπεριορισμό. Πολλά νεότερα παιδιά βλέπουν με σταθερότητα μπροστά, προς την αυτονομία της δικής τους ελευθερίας.
Η ώρα είναι 6 το απόγευμα, ίσως να καθυστέρησα. Παρασκευή. Έξω το τοπίο αρχίζει και σκληραίνει νομίζω. Μέσα στέκομαι σε δύο γυναίκες που πάνε ή έρχονται από τη δουλειά, μια μάλλον σκληρή δουλειά όπως κρίνω από τα αδιόρατα σημεία στα χέρια τους και τη στάση του σώματος ή τις τσάντες που κρατάνε. Νομίζω ότι μιλούν ρώσικα, δεν κοιτάνε κανέναν, κάποια στιγμή μιλάνε σπαστά ελληνικά, κάποια άλλη ακούω κάτι ζεστότερο στο κινητό. «Έρχομαι», «μου έλειψες», «έφαγες;», ποιος ξέρει; Μπορεί και τίποτα από όλα αυτά. Μπορεί όλα αυτά τα «νομίζω» που λέω και σκέφτομαι να είναι εικασίες και κατασκευές δικές μου. Βλέπουμε ό,τι θέλουμε να δούμε.
Σκέφτομαι την απόσταση. Στην αριστερά, σε όλες τις αριστερές, λέμε ότι χάσαμε την εργατική τάξη. Γιατί δεν παλεύουμε για αυτήν, γιατί δεν σηκώνουμε τα θέματά της. Μάλλον έτσι είναι. Αλλά γιατί σκεφτόμαστε με όρους σαν το «εμείς οι αριστεροί»; Γιατί μία ταυτότητα πρέπει να διαφοροποιείται από τις άλλες; Μήπως ακριβώς εκεί δημιουργείται μία απόσταση; Γιατί δεν μπορώ να μιλήσω με μια καθαρίστρια από μία παλιά σοσιαλιστική χώρα, για τον μισθό μας που μπορεί να μην έχει και τόσες μεγάλες διαφορές πια; Γιατί δίνουμε τόση μεγάλη σημασία στο να ορίζουμε συνέχεια ταυτότητες και σύνορα;
Ίσως γιατί έχουμε χάσει τον τόπο και τον τρόπο της συνάντησης.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ