Πρωτοχρονιά 1953
Κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς γυρίζαμε από τα χαράματα πέντε ή έξι το πρωί και λέγαμε τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές ξυπνούσαν εκείνη την ώρα και ετοίμαζαν, φαγητά, γλυκά. Σε όλα τα σπίτια, οι κουζίνες είχαν φως και σε πολλά, τα ξύλα έκαιγαν τις γάστρες.
Δεν παραπονιόταν ούτε ένας, που τόσο πρωί άκουγε τα κάλαντα:
“Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, κι αρχή καλός μας χρόνος.
Άγιο-Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία.
Βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι…”
Όλοι, με ευχές, κάτι έδιναν σε όσους έλεγαν τα κάλαντα!
Πάντα θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Μέλπω, από τα Κοτύωρα, που μου έλεγε: “Δεν μπορείς να φανταστείς, πόσο μου αρέσει να ακούω τα κάλαντα. Γυρίζω εκεί που γεννήθηκα. Θυμάμαι πολλά, ξανανιώνω”!
Τώρα έτσι νιώθω και εγώ.
Ήταν απόγευμα της πρωτοχρονιάς, παίζαμε μπάλα στου Μπρόβα. Μια αλάνα με καρυδιές, κάτω από την πόρτα από την οποία έμπαινε ο Αλή-Πασάς, για το παλάτι του. Εκεί στην δίπλα γωνία ο Μιχάλης, που είχε γκρεμιστεί ένα μέρος, στο τείχος του Κάστρου, έβαζε τα πρόβατά του και έμενε αυτός, η κυρά του και τα δυο πανέμορφα παιδιά του, ένα αγόρι οκτώ χρονών και ένα κορίτσι έξι χρονών!
Ήταν λίγο πριν σκοτεινιάσει. Ο μαστρο -Γιάννης, πλησίασε στο άνοιγμα και τράβηξε την κουβέρτα, που έπαιζε το ρόλο της πόρτας!
Μέσα ήταν αναμμένη η λάμπα. “Μιχάλη” του είπε, “αύριο το μεσημέρι σε περιμένω στο σπίτι μου να φάμε όλοι μαζί”! Ο Μιχάλης, βγήκε έξω, δίστασε λίγο και απάντησε: ” Πώς να ‘ρθουμε, μαστρο-Γιάννη, εμείς, …” . “Δεν ξέρω τι θα κάνεις. Εγώ σας αγαπώ και θέλω να έρθετε. Αν δεν έρθετε στις δώδεκα το μεσημέρι, θα έρθω να σας πάρω με το ζόρι, και ξέρεις αυτός ο τρόπος δεν μου ταιριάζει” είπε ο μαστρο-Γιάννης. Ο Μιχάλης στάθηκε αμήχανος. Κοίταξε τον μαστρο-Γιάννη και ψέλλισε: ” Είμαστε τέσσερις… “. “Τέσσερις, δεκατέσσερις, να έρθετε, θα χαρούμε, εγώ θέλω να έρθετε, θα σας περιμένω”. Ο Μιχάλης έφερε το χέρι του κάτω από τα μάτια του και είπε: “Θα έρθουμε γιατί και εμείς σας αγαπάμε”.
Πρωτοχρονιά. Το μεσημέρι ακούστηκε η φλογέρα του Μιχάλη και τραγούδια. Η κυρά του μαστρο-Γιάννη ήταν πολύ καλή στους χορούς! Πήρε από το χέρι την κυρά του Μιχάλη και χόρευαν μαζί. Τα παιδιά, έξι και δύο, πιάστηκαν στο χορό!
Σε λίγο ήρθε ο μαστρο-Κώστας με το ούτι του! Μπλέχτηκαν τα ποντιακά με τα βλάχικα και γέμισε το σπίτι κόσμο! Όλοι παίνευαν, το κρασί, τα ωραία φαγητά της κυράς του σπιτιού, τα τυριά, το γάλα και το γιαούρτι της κυράς του Μιχάλη!
Πολλοί χόρεψαν, τραγούδησαν, μα σαν τραγούδησαν η κυρά του σπιτιού με την κυρά του Μιχάλη, δύο βλάχικα τραγούδια, τα χειροκροτήματα ακούστηκαν και έξω από το Κάστρο!
Πριν σουρουπώσει ο Μιχάλης και η κυρά του έφυγαν, είχαν και τα ζωντανά τους! Τα παιδιά τους ήρθαν και τα πήραν μετά δύο ώρες! Οι ευχές ήταν πολλές! Το γλέντι κράτησε ως αργά το βράδυ.
Στα πρόσωπα όλων ήταν ζωγραφισμένη η χαρά!
Μια καινούργια χρονιά, με ελπίδες χάραξε για όλους.
Τα κάλαντα δεν είναι ζητιανιά, ούτε φιλανθρωπία, είναι κάλεσμα, ένα κάλεσμα για τη μέρα που έρχεται, να μη ξεχαστούν τα έθιμα, να μη λησμονηθούν, να μη αφεθούν τα κάλαντα, στη φθορά του χρόνου!
Η κάθε μέρα που ξημερώνει, η κάθε χρονιά που έρχεται, ας μας γεμίζει με χαρές, όμως, ας θυμόμαστε και τους συνανθρώπους μας.
Όλοι έχουμε δικαιώματα στην αισιοδοξία, το χαμόγελο, στην αγάπη, τις χαρές, στη ζήση, τα όνειρα.
Καλή χρονιά με υγεία και πολλές χαρές για όλους μας.
Γιώργος Μακρίδης