Άρθρο της Μερόπης Τζούφη* στην εφημερίδα «Ελευθερία»
Εδώ και δυο χρόνια, οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί, οι οικογένειες, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια είναι όμηροι μιας πολιτικής που αποδιοργανώνει και συρρικνώνει το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Μέρα με τη μέρα και νόμο με το νόμο.
Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα κινείται ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση, στρέφοντας όλον τον κόσμο της εκπαίδευσης και τη νέα γενιά απέναντι στην κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και η κα Κεραμέως έχουν επιλέξει να πολιτεύονται με τις κατά παραγγελία δημοσκοπήσεις, παρουσιάζοντας ψευδή στοιχεία για τους αποφοίτους των πανεπιστημίων, δίχως συναινέσεις και ουσιαστικό διάλογο.
Ο κάτωθι πίνακας «ξεσκεπάζει» την προπαγάνδα της Κυβέρνησης περί δήθεν ποσοστού 10-30% αποφοίτησης από τα Α.Ε.Ι.
Τη στιγμή που η κα Κεραμέως άφησε σχολεία και πανεπιστήμια κλειστά για δύο χρόνια, φρόντισε, με την εκπαιδευτική κοινότητα – αλλά και την κοινωνία συνολικά – σε «καραντίνα», να περάσει κι άλλα αντιεκπαιδευτικά και αντικοινωνικά μέτρα, όπως την αύξηση του αριθμού των μαθητών στα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά, την επαναφορά της «Τράπεζας Θεμάτων», το «ξερίζωμα» των κοινωνικών και καλλιτεχνικών μαθημάτων από τα σχολεία, τη νομοθέτηση της ανήλικης και απλήρωτης μαθητείας. Παράλληλα, έκανε όλα τα χατίρια των ιδιοκτητών κολλεγίων και ιδιωτικών σχολείων, των μόνων που την υποστηρίζουν σθεναρά.
Δυστυχώς, οι διατάξεις και του τελευταίου νομοσχεδίου διαπνέονται ακριβώς από αυτήν την αντίληψη και κουλτούρα. Αγαπάει η Υπουργός Παιδείας να μισεί τη δημόσια εκπαίδευση και το δημόσιο σχολείο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως στο νομοθέτημά της φρόντισε να ενσωματώσει όσα ζητούσαν κι από τον ΣΥΡΙΖΑ οι δανειστές κατά την περίοδο των μνημονίων και της λιτότητας. Παράλληλα, νομοθετεί σαν να μην υπήρξε ποτέ η πανδημία και αδιαφορεί για τις συνέπειές της στην εκπαίδευση. Και βέβαια, δεν προετοιμάζεται για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων το Σεπτέμβριο, ενώ βαφτίζει μεταρρύθμιση τον πόλεμο με την εκπαιδευτική κοινότητα.
Όσον αφορά στο θέμα της «αξιολόγησης» των εκπαιδευτικών, ενώ διαβεβαίωνε η Υπουργός ότι δεν πρόκειται για τιμωρητική διάταξη, μετά το τέλος της δημόσιας διαβούλευσης, πρόσθεσε άρθρα στο νομοσχέδιο, τα οποία προβλέπουν πειθαρχικά μέτρα, περικοπές μισθών και μη μισθολογική εξέλιξη.
Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε αποτελεί μια εκλεπτυσμένη εκδοχή του νόμου Αρβανιτόπουλου-Μητσοτάκη, που οδήγησε το 2013 στη διαθεσιμότητα-απόλυση 2.500 εκπαιδευτικών της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Οι διατάξεις δεν βελτιώνουν τίποτε προς την κατεύθυνση της ποιότητας, της αποτελεσματικότητας και της δημοκρατίας. Αυταρχισμός, γραφειοκρατία και συγκεντρωτικά σχήματα θα οδηγούν τα σχολεία στην αγκαλιά της αγοράς και των κανόνων της. Αυτό είναι εξάλλου και το όραμα της ΝΔ για την αυτονομία των σχολικών μονάδων. Ετερονομία στη χρηματοδότηση και αναζήτηση χορηγιών για να ανταπεξέλθουν.
Ακόμα και οι διατάξεις για την Εκκλησιαστική εκπαίδευση έχουν πολλαπλά προβλήματα και δημιουργούν αντιδράσεις. Δεν έπεισε κανέναν η ΝΔ για το «λουκέτο» που βάζει στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία της Βελλάς και της Θεσσαλονίκης, αλλά κυρίως δεν έπεισε τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Παρόμοια και για τη Ριζάρειο Σχολή. Η κυρία Κεραμέως δεν μας είπε ούτε το γιατί, ούτε με ποια κριτήρια προχώρησε στο κλείσιμό τους, τη στιγμή μάλιστα που η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, την «δείχνει» ως απόλυτα υπεύθυνη για αυτήν την απόφαση.
Πώς μπορούμε, αλήθεια, να μιλήσουμε για βελτίωση της εκπαίδευσης, όταν η κυβέρνηση μέσα στο πρωτόγνωρο πλαίσιο της πανδημίας, επέβαλλε την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και έσπευσε να την εφαρμόσει, χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης, για τα χιλιάδες παιδιά που, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, προσπάθησαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Όλο αυτό το διάστημα, το βασικό επιχείρημα της ΝΔ ήταν να μην μπαίνουν οι μαθητές στα πανεπιστήμια με «λευκές κόλλες». Όλα αυτά κατέρρευσαν με τη δημοσίευση των ελάχιστων βάσεων για κάθε τμήμα και σχολή.
Με το σύστημα εισαγωγής της Κυβέρνησης, αποκλείονται ακόμα και άριστοι μαθητές από τις πρώτες τους επιλογές. Πολλοί, μάλιστα, στέλνουν στο Υπουργείο επιστολές, κινούνται δικαστικά, μαζεύουν υπογραφές και ζητούν την αναστολή του μέτρου και την παραίτηση της Υπουργού Παιδείας. Κι όμως, η κα Κεραμέως τους λέει με κυνισμό να ανατρέψουν τον οικογενειακό τους προγραμματισμό και προϋπολογισμό, ακόμα και αν έγραψαν 2.000 μόρια περισσότερα από πέρυσι. Ή τους προτείνει να πάνε στα ΙΕΚ, αναφέροντας ως μεταρρύθμιση, την υποβολή παράλληλου μηχανογραφικού, μολονότι η ρύθμιση εγγραφής στα δημόσια ΙΕΚ υπήρχε για κάθε απόφοιτο Λυκείου από το 1992. Αυτό που δεν ειπώθηκε, όμως, είναι ότι οι δημοφιλείς ειδικότητες των ΙΕΚ δεν είναι διαθέσιμες. Μόνο το 50% των ειδικοτήτων βρίσκονται στο «παράλληλο μηχανογραφικό» και το 1/3 των διαθέσιμων θέσεων, δηλαδή περίπου 6.000 θέσεις για περισσότερους από 24.000 υποψηφίους.
Ουσιαστικά, λοιπόν, ο σχεδιασμός της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής στόχευε στη μείωση του αριθμού των εισακτέων κατά 30%. Για να ανακατευθύνει χιλιάδες νέους και νέες είτε στα ιδιωτικά κολέγια είτε στα πανεπιστήμια του εξωτερικού είτε στα ιδιωτικά ΙΕΚ είτε και στη φτηνή κατάρτιση. Δηλαδή, ανάλογα με την ταξική θέση και τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός.
Για να αιτιολογήσει όλες αυτές τις αλλαγές, το υπουργείο Παιδείας διακινεί στατιστικά στοιχεία, παρερμηνεύοντας επίσημες στατιστικές της Eurostat και του ΟΟΣΑ, με τρόπο βολικό για το κυβερνητικό αφήγημα. Όμως, η πραγματικότητα των αριθμών τους διαψεύδει. Η χώρα μας κινείται απολύτως εντός των ευρωπαϊκών στόχων, αναφορικά με τον αριθμό των νέων που λαμβάνουν πτυχίο ΑΕΙ (πίνακας 1), όπως επίσης ο ρυθμός αποφοίτησης είναι παρόμοιος με την πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, με το σχέδιο της ΝΔ πρόκειται να αποκλίνουμε από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα και να επιστρέψουμε στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Μετά από δύο χρόνια έχει γίνει πλέον αντιληπτό πως η κυβέρνηση της Ν.Δ εχθρεύεται κάθε δημόσιο αγαθό. Ακόμα και την εκπαίδευση της νέας γενιάς την αντιμετωπίζει με όρους αγοράς, την τιμολογεί και την ξεπουλά σε χορηγούς και συμφέροντα που προσπαθούν να διευρύνουν τα εταιρικά τους κέρδη.
Όμως, η εκπαίδευση είναι δικαίωμα για όλους και όχι προνόμιο για λίγους. Τα παιδιά απαιτούν μόρφωση, καλύτερη ζωή, αξιοπρεπείς όρους εργασίας και μισθούς περηφάνειας. Τα παιδιά αποτελούν το μέλλον του τόπου μας και οφείλουμε να διαμορφώσουμε τις συνθήκες, ώστε να έχουν πρόσβαση σε όσο το δυνατόν καλύτερες εκπαιδευτικές υπηρεσίες, ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικής θέσης.
* Η Μερόπη Τζούφη, είναι Βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Ιωαννίνων, αναπληρώτρια τομεάρχης Παιδείας