Ένα από τα Γιαννιώτικα έθιμα ήταν, όταν άρχιζε η νηστεία των Χριστουγέννων, στα σπίτια να φτιάχνουν τη Φάτνη.
Κάποια σπίτια έφτιαχναν εντυπωσιακή φάτνη. Στο δικό μας σπίτι φτιάχναμε μια χάρτινη, μικρή Φάτνη και τη στολίζαμε με ζωγραφιές που φτιάχναμε μόνοι μας.
Τη χρονιά του 1953, μιας και τα οικονομικά μας ήταν πιο καλά από τα προηγούμενα χρόνια, αγοράσαμε μια αρκετά πιο μεγάλη χάρτινη φάτνη. Η μάνα μου έφτιαξε από χοντρό χαρτί, μερικά εντυπωσιακά βράχια, για να φαίνεται σαν σε πραγματικό σπήλαιο, τα έβαψε καφετιά και τα πασπάλισε με σκόνη ώχρας και φούμο. Εμείς βοηθούσαμε, κάναμε τις παρατηρήσεις μας, φροντίζοντας να ξεπεράσουμε σε ομορφιά και διάκοσμο τις φάτνες που είχαμε δει και μας είχαν εντυπωσιάσει. Στήσαμε και δυο κλαριά δάφνης, που ενώνονταν οι κορυφές τους, στο πάνω μέρος της φάτνης και των βράχων. Ξανοίξαμε βαμβάκι και το σκορπίσαμε γύρω από τη βάση της φάτνης, στα κλαριά δάφνης και στα βράχια.
Στο βάθος της σπηλιάς στρώσαμε άχυρα. Η φάτνη είχε στη μέση το βρέφος, την Παναγιά μας γονατιστή, που όλο έγνοια και στοργή κοίταζε μέσα στα μάτια το Θείο Βρέφος και τον Ιωσήφ όρθιο, που φαινόταν να κοιτάζει μια το Χριστούλη και μια τη Μαρία.
Από ένα άνοιγμα του βράχου μπαίνανε οι τρεις μάγοι: Ο Γκασπάρ (Ινδός ή Άραβας σοφός), ο Μελχιόρ (Πέρσης σοφός) κι ο Βαλτάσαρ (Βαβυλώνιος σοφός), που κρατούσαν τα δώρα για το Μεσσία Χριστό.
Πίσω πρόβαλαν ένα βόδι και ένα γαϊδουράκι, που άχνιζαν για να ζεστάνουν το Θείο Βρέφος και γύρω βοσκοί, με τα πρόβατά τους, προσκυνούσαν, όπως τους είχε πει ο άγγελος. Με μια λεπτή κλωστή ήταν κρεμασμένοι δυο ολόσωμοι άγγελοι, ένα ντυμένος στα ροζ και ο άλλος στα χρυσαφί, πάνω από το άνοιγμα του σπηλαίου. Οι δυο άγγελοι βαστούσαν μια κορδέλα που έγραφε: «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ ».
Πιο ψηλά το αστέρι που οδηγούσε τους μάγους.
Δεν χόρταινα να βλέπω τη φάτνη. Την ώρα που διάβαζα, κάθε τόσο πήγαινα και την καμάρωνα. Το ίδιο έκανα και όταν έπαιζα στη γειτονιά μας.
Τα παιδιά της γειτονιάς, συγγενείς και φίλοι, όταν την έβλεπαν, έμεναν με ανοιχτό το στόμα τους.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, όσοι περνούσαν κι έλεγαν τα κάλαντα, μας ρωτούσαν από πού την αγοράσαμε και πόσο.
Παραμονή Χριστουγέννων βγήκαμε και είπαμε τα κάλαντα τ’ αδέλφια μου, κι εγώ χωριστά. Μετά το μεσημέρι μαζευτήκαμε στο σπίτι και μετρήσαμε τα χρήματα. Οι δυο μικρότεροι είχαν μαζέψει πιο πολλά απ’ ό,τι εμείς οι μεγαλύτεροι.
Ανάψαμε τρία μαγκάλια με κάρβουνα πουρναρίσια και ετοιμαστήκαμε για τη λειτουργία στην εκκλησία, που γίνεται χαράματα.
Πολύ νωρίς το πρωί στον ουρανό λαμποκοπούσαν τ’ αστέρια, όμως νιώθαμε ένα παγωμένο αεράκι να φυσά πότε απ’ εδώ και πότε απ’ εκεί.
Σε λίγο το αεράκι μας φάνηκε δροσερό λες κι έβγαινε από τις φτερούγες των αγγέλων, που ζήλεψαν και κατέβηκαν από τον ουρανό στη γη και πετούσαν από εκκλησιά σ’ εκκλησιά να προσκυνήσουν κι αυτοί μαζί μας το Θείο Βρέφος.
Μετά τη Θεία Λειτουργία το σπίτι γέμισε. Οι πιο πολλοί ήταν άνθρωποι εργατικοί, του μόχθου, στενά δεμένοι μεταξύ τους από χαρές και λύπες, κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς, φίλοι και φιλοξενούμενοι, με τα χωρατά τους, τα όμορφα τραγούδια τους, τους χορούς τους, ομιλητικοί ακόμη και την ώρα που έτρωγαν. Η κάθε οικογένεια έφερνε φαγητά, γλυκά, ποτά, ζυμωτό ψωμί και ό,τι άλλο είχε.
Ένα κρεβάτι έγινε τραπέζι για μάς τα παιδιά. Τα δυο δίδυμα αδέλφια μου, που είχαν αρχίσει να περπατάνε έφερναν βόλτες γύρω από το τραπέζι, όπου εμείς γονατιστοί ή σταυροπόδι τρώγαμε τα νόστιμα φαγητά μας. Όλο και κάτι τους δίναμε να φάνε. Διάλεγαν ό,τι τους άρεσε. Ήταν από τις λίγες φορές που διαλέγαμε τι θα φάμε.
Οι πιο πολλοί για πρώτο πιάτο προτιμούσαν τα γιαπράκια της μάνας μου.
Με το κρασί από ντεμπίνα, με το τσίπουρο και με τα νόστιμα φαγητά όλοι κάτι έλεγαν, γελούσαν, χαίρονταν. Μετά άρχισαν τα τραγούδια και οι χοροί. Η μάνα μου με τις αδελφές της, τον αδελφό της, τις φίλες της χόρεψαν πρώτοι. Ο πατέρας μου απλά κρατούσε με το μαντήλι τη μάνα μου που χόρευε θαυμάσια, ακόμη και τους Ποντιακούς χορούς.
Για τους μεγάλους είχαν στρωθεί τέσσερα μεγάλα τραπέζια. Στην κορυφή του ενός τραπεζιού καθόταν δυο αντρόγυνα, που ήταν φιλοξενούμενοι και τρεις φίλοι που δεν είχαν οικογένεια και ζούσαν μόνοι τους. Χαμογελούσαν, αλλά κάπως ντροπαλά. Ο πατέρας μου τους κέρναγε κρασί, τσούγκριζε τα ποτήρια τους και τους έλεγε: «Στην υγειά μας κι ό,τι αγαπά η καρδιά μας».
Με το δεύτερο ποτήρι σηκωθήκαν, χόρεψαν, τραγούδησαν, γέλασαν και φανέρωσαν τη χαρά τους.
Μετά άρχισε ο θείο-Γιώργος να λέει ιστορίες, που ορκίζονταν ότι είναι πραγματικές και πείραζε τη γιαγιά μου τη Μέλπω, τον μπάρμπα Θεόφιλο και την κυρά του τη Μαρία, τη θεία-Ελπίδα, τον παππού μου τον Αλέξη και την γιαγιά μου τη Χάιδω, την κυρά του τη Βαγγελιώ και δυο τρεις άλλους. Η γιαγιά μου του έλεγε: «Νέπε Γιώρε παλαλός μ’ είσαι, κανέναν κι κομπόνς» ( Γιώργο μη είσαι παλαβός, κανέναν δε ξεγελάς).
Όμως όλοι και εμείς τα παιδιά γελούσαμε με την καρδιά μας, μ’ όσα έλεγε.
Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά όταν ήρθε ο Κώστας ο νεολούρ με το ούτι του, τα παιδιά του και την κυρά του την Ελισσώ, που τον μάλωνε όταν έπινε πολλά ρακιά. Δεν εύρισκες θέση να χορέψεις, να δεις.
Σαν έπαιζε το ούτι θαρρούσες πως κελαηδούσαν χιλιάδες αηδόνια. Όταν έπαιζε Ποντιακά τραγούδια η μάνα μου μας έβγαζε ασπροπρόσωπους. Η γιαγιά μου η Μέλπω δε χόρευε, μόνο δάκρυζε σαν έβλεπε τη μάνα μου να χορεύει Ποντιακούς χορούς. Έσκυβε το κεφάλι της, όταν ο Κώστας έπαιζε το ούτι, του και πολλοί τραγουδούσαν αμανέδες!
Όταν πήγα στα Κοτύωρα (Ορτού) στην Τουρκία και είδα το σπίτι, όπου ζούσε η γιαγιά μου η Μέλπω, το βουνό τους… μόνο τότε κατάλαβα γιατί η θλίψη ήταν φωλιασμένη στο όμορφο πρόσωπό της. Το ίδιο και στο πρόσωπο του πατέρα μου.
Μετά το μεσημέρι ο βοριάς θέριζε. Έριχνε χιονόνερο. Τα γνώριμα μέρη ήταν χαμένα μέσα στην καταχνιά. Το Μιτσικέλι, η Παμβώτιδα και τα γύρω βουνά ήταν φορτωμένα με μαύρα βαριά σύννεφα.
Είναι χιονορίχτης αυτός ο βοριάς, είπε κάποιος.
Πραγματικά, άρχισε να χιονίζει, στην αρχή μικρές νιφάδες και μετά από δέκα λεπτά, έριχνε χοντρές παπλαμούδες.
Το χιόνι έπεφτε ήσυχα, απαλά-απαλά, σαν κάποιοι ν’ άπλωναν άσπρα σεντόνια στους δρόμους. Η γειτονιά σκεπάστηκε με χιόνι και η πλατειούλα γέμισε παιδιά. Χωρίς σχέδιο χωριστήκαμε σε δυο ομάδες και ο χιονοπόλεμος κράτησε μέχρι που αποφασίσαμε να φτιάξουμε χιονάνθρωπο. Ήταν πολύ ωραίος και έγινε πιο ωραιότερος όταν ο κυρ-Νίκος του φόρεσε μια ρεπούμπλικα και ο πατέρας μου του έβαλε στο στόμα ένα τσιμπούκι που κάπνιζε.
Σιγά-σιγά και αραιά με τραγούδια, πολλές ευχές έφευγαν οι καλεσμένοι κάποιοι χορεύοντας, στο σπίτι έμειναν οι αδελφές της μάνας μου που έπλυναν τα πιάτα και καθάρισαν το σπίτι μας. Στο σπίτι μας είχαν μείνει ο Κώστας με το ούτι του, η κυρά του, τρία ξαδέρφια του και ο παππούς μου ο Αλέξης. Αυτοί έφυγαν όταν η Ελισώ, η κυρά του Κώστα με παρακάλια και φωνές κατάφερε να τον πάρει και να φύγουν. Χιονίζει του φώναζε. Και τι έγινε, κυρία Ελισάβετ, δίπλα είμαστε, στο Μέτσοβο θα πάμε; Απαντούσε αυτός.
Κάθε φορά που φέρνω στο μυαλό μου τις ομορφιές των κάθε Χριστουγέννων νιώθω τον εαυτό μου αλαφρό σα φτερό κι ακόμη πιο αλαφρό, σαν αέρα. Ξαφνικά, βρίσκομαι ξεκρέμαστος σ’ ένα τόπο χωρίς αρχή και τέλος, δίχως ταβάνι και πάτωμα. Είμαι ολομόναχος μέσα σε τρομερή απεραντοσύνη και τη βαθιά σιωπή. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, όπως η καρδιά του μικρού πουλιού που το ’χει χουφτιάσει ανθρώπινο χέρι. Κλείνω τα μάτια μου να μη βλέπω και βουλώνω τα’ αυτιά μου να μην ακούω. Όμως κάθε φορά, πάλι ξαφνικά, ανοίγω τα μάτια μου και ξεβουλώνω τ’ αυτιά μου σαν αισθάνομαι, σα βλέπω μια φάτνη και μέσα σ’ αυτή το νεογέννητο Χριστό, με αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι, με πέντε πληγές, μα μετά ν’ ανεβαίνει ψηλά, πολύ ψηλά, αφήνοντας σ’ εμένα την ελπίδα για μια όμορφη ζωή με πολλές πάρα πολλές χαρές. Μια ζωή που όλοι ν’ αγαπιόμαστε μεταξύ μας, φίλοι και ενάντιοι.
Στοχάζομαι πόσο μεγάλη και άγια είναι η νύχτα των Χριστουγέννων κι αγωνίζομαι να συλλάβω τη μεγαλοπρέπειά της και να μπω βαθιά στ’ ασύλληπτα μυστήριά της.
Γιώργος Μακρίδης
Χριστούγεννα 2024
Από την εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»