Ο μάστρο-Γιάννης ήταν ωραίος άνθρωπος.
Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, τις πιο πολλές μέρες, καθόταν και μερικές φορές κοιμόταν, στην κρεβάτα. Ένα στεγασμένο χώρο σα μπαλκόνι. Στη μια μεριά ανοιχτός προς την πέτρινη σκάλα και στις άλλες τα δωμάτια με τις πόρτες τους και από ένα ή δυο παράθυρα.
Εκεί άκουγε το κύμα της Παμβώτιδας και θυμόταν τα κύματα από τα ξερονήσια που τον είχαν στείλει. Πιο πολύ θυμόταν τον ήχο από τα κύματα της Μαύρης θάλασσας! Από εκεί έβλεπε τα βουνά. Άκουγε να χτυπά το ρολόι της πλατείας, τις καμπάνες των εκκλησιών. Αυτό που του άρεσε πιο πολύ ήταν να παρατηρεί τ’ άστρα! Μελετούσε την Πούλια και όλα τα μυστήρια τ’ ουρανού. Τα ίδια άστρα όπως εκεί στον τόπο που γεννήθηκε, στα Κοτύωρα στον Πόντο.
Κάποιες μέρες καθόταν στη σκάλα σχεδόν όλη τη νύχτα να παρατηρεί τ’ άστρα, να μιλάει μ’ αυτά.
Τα δάκρυα γέμιζαν τα μάτια του. Έστελνε με τον αέρα τους αναστεναγμούς του, τις ακτίνες των ματιών του και τις σκέψεις του, στον τόπο που γεννήθηκε.
Ήταν Χριστούγεννα. Κατέβηκε στην παραλία της Παμβώτιδας. Τα δάκρυά του πίκραναν το κύμα της. Οι αναστεναγμοί του σκόρπισαν στον αέρα. Φώναξε πολύ δυνατά: «Καλά Χριστούγεννα» και μετά, «Είμαι κοντά σας, σας αγαπώ, δε σας ξεχνώ»!
Πίστευε πως το μήνυμα θα φθάσει εκεί στον τόπο που γεννήθηκε, σε όσους έμειναν εκεί, σε όσα έμειναν εκεί!
Έσκυψε πήρε τρία κίτρινα φύλλα, τα πέταξε στη Παμβώτιδα, να ταξιδέψουν για τα Κοτύωρα!
Καλά Χριστούγεννα.
Γιώργος Μακρίδης