Το παράπονο του Χ, του φίλου μου
Μέρος Β
«Αργείς και ο καιρός περνάει! Πάμε, ξεκινάμε:
Να απολαύσουμε της καντάδες
Του Βαρλαμίτη με τη μεγάλη μύτη, για την…
Του Τόλη για την…
Του Τάκη για την … Του Βασίλη για την… Τις δικές σου για την… Τις δικές μου για την… Του… για την …
Να θυμηθούμε τα τραγούδια, τα δάκρυα για την “Όμορφη”. Κανένας δεν έλεγε το όνομά της. Όσοι κανταδόροι τραγουδούσαν, εκεί στο δρομάκι, στο Κουρμανιό, για την “Όμορφη”, είχαν μαζευτεί να την χαιρετίσουν όταν θα έφευγε στα δεκαοχτώ της. Την συνόδεψαν μέχρι …
Να θυμηθούμε τις καντάδες για την ομορφιά εκεί στην παραλία, απέναντι από τα καραβάκια, στο σπίτι που, δεν υπάρχει πια!
Στην γειτονιά σου για την… που ήταν κοντά στην πρωτιά, στα καλλιστεία …
Στην γειτονιά σου για την… που κέρδισε ο μουσικός …
Στην βρύση για την… που κλέφτηκε με τον Δημήτρη, που δεν τον ήθελε ο πλούσιος πατέρας της, γιατί ήταν φτωχός!
Στον Μάτσικα για την όμορφη Ποντιοπούλα. Στα βυρσοδεψεία για την… που άφηνε το λουλούδι της, για τον Γιώργο και αυτός για την όμορφη κοντούλα.
Να κάτσουμε στον Τενεκέ, να ακούσουμε τις καντάδες. Να δούμε τα καράβια να φεύγουν και να έρχονται. Να δούμε τις βάρκες να κουβαλάνε, κόσμο, προϊόντα και να αράζουν στα δυο λιμανάκια.
Να πούμε τραγούδια για όσους άφησαν την τελευταία τους πνοή, να εκεί σε αυτόν τον πλάτανο, σ’ εκείνον. Να πούμε τραγούδια για εκείνους που αφού τους μάζεψαν, με τα μπογαλάκια τους πήγαν μακριά,… στον φριχτό θάνατο.
Αργείς και θέλω να πούμε τραγούδια, να κάνουμε καντάδες, για ό,τι αγαπάμε.
Γιώργος Μακρίδης