Τον είδα να απομακρύνεται από το πλήθος που ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε, έλεγε τι ωραία που τα λέει, όλα σωστά τα κάνει, πόσο έξυπνος είναι, …
Τον ρώτησα γιατί δεν πήγε με τους άλλους!
Με κοίταξε με απορία και είπε.”Αυτοί τρώνε, γεμίζουν τις μακριές, ως τον αστράγαλο, τσέπες τους με χρήματα που δεν τους ανήκουν. Πληρώνονται για εργασία, που δεν κάνουν! Έχουν τα στόματά τους μπουκωμένα. Κάθε φορά που καταπίνουν και μια γερή μπουκιά, δώσε του επαίνους, λιβανίσματα… Όσα κακά, όσα ανάποδα και να κάνει, όλα είναι καλά καμωμένα. Βλέπεις είναι ορκισμένοι υμνητές! Κάθε μπουκιά και καημός, κάθε καημός και χρήμα! Όταν τυχαίνει να γίνει κάτι καλό, το έκανε Αυτός! Τα δεινά τα μετακυλά στα θύματα, … Πάντα στους άλλους! Ο ναρκισσισμός μας, δε μας αφήνει να ζήσουμε με αγάπη. Απορώ γιατί αυτοί που έχουν, επιβάλλεται να έχουν πιο πολλά και όσοι έχουν λίγα, απαιτείται να έχουν λιγότερα;”
Κανένας δεν άκουσε τον ομιλητή, μόνο ζητωκραύγαζαν, υμνούσαν όταν είπε: “Εγώ τους βρίζω, τους κόβω την μπουκιά, τους κλέβω, … και αυτοί με αποθεώνουν! Είναι βλάκες;”
Η καρδιά χτυπάει για αγάπη, τρέχει σαν το χρόνο. Η ζωή μια εξοχή, περιβόλι, άλσος με αηδόνια. Γεμίζουν οι χούφτες μου Ήλιο. Γεμίζουν οι κήποι, τ’ αμπέλια με φως. Το φως ομορφαίνει πιο πολύ τις γαλήνιες κοιλάδες, γαληνεύει τις καρδιές, για να σκορπίσουν και θα σκορπίσουν, όλα τα σκοτάδια.
Γιώργος Μακρίδης