Τις τελευταίες ημέρες με φόντο τις δραματικές εξελίξεις με την τραγωδία των Τεμπών, αλλά ίσως και ακριβώς λόγω αυτών, υπήρξε και μία επιτάχυνση στο πολιτικό σκηνικό. Τα κόμματα φάνηκε ότι προετοιμάζονται για έναν σκληρό προεκλογικό αγώνα έχοντας αναθεωρήσει τους στόχους τους και προσδιορίζοντας με μεγαλύτερη ακρίβεια τις επιδιώξεις τους.
Η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιβεβαίωσαν ότι ο κεντρικός στόχος είναι η αυτοδυναμία και η ισχυρή κυβέρνηση. Για αυτό και θεωρούν δεδομένη την δεύτερη κάλπη με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που θα εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η λογική πίσω από αυτόν τον στόχο δεν είναι παρά η μέγιστη συσπείρωση όλων των δυνάμεων, όχι μόνο όσων επιλέγουν σταθερά τη ΝΔ, αλλά και όσων δεν θα ήθελαν να δουν τον ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέφει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μεριά του στοχεύει στο να είναι πρώτο κόμμα στις εκλογές κάνοντας παράλληλα κάλεσμα για μία «δημοκρατική, προοδευτική» διακυβέρνηση ανοίγοντας πεδίο συνεργασιών. Στόχος η κινητοποίηση όσων δυνάμεων δεν θέλουν τη σημερινή κυβέρνηση, με την επιλογή αυτό να εκφραστεί με την ψήφο στο κόμμα, αλλά και την πίεση στα άλλα κόμματα να συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έθεσε από τη μεριά του τον στόχο ενός ισχυρού διψήφιου ποσοστού για το ΠΑΣΟΚ –Κίνημα Αλλαγής ώστε να μπορεί να αποτελέσει και τον κρίσιμο παράγοντα για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Σε αυτή την περίπτωση έθεσε και το θέμα της πρωθυπουργίας από άλλο πρόσωπο, πλην των αρχηγών των δύο άλλων κομμάτων επιδιώκοντας έτσι να δημιουργήσει έναν «χώρο» μεγαλύτερο από αυτόν που αφήνει σήμερα η ισχυρή πόλωση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ.
Λέμε συχνά για τις εκλογές ότι κρίνονται από το πόσο ελκυστικό είναι το πρόγραμμα ενός κόμματος προς τους ψηφοφόρους. Ισχύει και αυτήν την φορά αυτό, όμως αναδεικνύεται και η σημασία που θα έχει ο συσχετισμός δύναμης. Θα μετρήσει και το ποσοστό που θα πάρει το κάθε κόμμα, και ο αριθμός των βουλευτών που θα δείχνει πώς θα σχηματιστεί το 151, αλλά και ποιοι θα είναι αυτοί οι βουλευτές, τι αντιλήψεις θα έχουν για τις συμμαχίες και τη διακυβέρνηση.
Το πιο ενδιαφέρον πάντως σε αυτή τη φάση είναι ότι δεν προκύπτει αυτοδυναμία από τις δημοσκοπήσεις. Θα μπορούσε αυτό να σημάνει άραγε, αν διατηρηθεί ως τις εκλογές ότι η ρευστότητα συμμαχικών σχημάτων θα φέρουν και μία ρευστότητα πολιτικών εξελίξεων ένα και δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Μαΐου; Μπαίνουμε σε μία νέα περίοδο κατά την οποία οι κάλπες θα είναι απλώς ο πρώτος σταθμός;
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ