Η ιστορία με το Πάρκο Τεχνολογίας είναι μία κλασική υπόθεση εργασίας για το πώς μια καλή ιδέα μπορεί να μετατραπεί ενίοτε και σε μια πληκτική συζήτηση τοπικής εσωστρέφειας και επαρχιωτισμού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνονται τέτοιες συζητήσεις από όσους ενδιαφέρονται για τον εκσυγχρονισμό, την εξωστρέφεια και το μέλλον αυτού του τόπου.
Από αυτήν ακριβώς τη σκοπιά, ένας χώρος ώθησης της επιχειρηματικότητας της τεχνολογίας και της καινοτομίας, δεν είναι μία καλή ιδέα απλώς, αλλά και μια αναγκαία πρωτοβουλία. Κι αν δεν είχε ανοίξει η συζήτηση, θα την ανοίγαμε τώρα. Γιατί; Γιατί βλέπουμε όλοι μας, όσοι τουλάχιστον έχουμε μία κοινωνική και όχι κατ’ ανάγκη πολιτική γείωση, ότι αναπτύσσεται η οικονομία και η επιχειρηματικότητα στον τομέα της πληροφορικής και της ανάπτυξης λογισμικού, γιατί διευρύνεται αυτή η αγορά και με επιχειρήσεις εξ αποστάσεως τεχνολογικής βοήθειας, γιατί υπάρχουν οι δυνατότητες για υψηλού επιπέδου παροχή υπηρεσιών και παραγωγής προϊόντων στην τεχνολογία από τοπικές επιχειρήσεις. Και υπάρχουν θέσεις εργασίας, δημιουργούνται νέες, αναπτύσσεται σχέση με το τοπικό πανεπιστήμιο, έρχονται νέοι εργαζόμενοι, υπάρχει κίνηση εργασίας που κατ’ άλλα δεν τη βλέπουμε στην περιοχή μας. Να, γιατί.
Μιλώντας από εδώ και παλιότερα, είχαμε θέσει το θέμα του «χώρου» μιλώντας και την οπτική μίας διευρυμένης γεωγραφικής περιοχής μέσα στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων που θα δίνει κίνητρα για την εγκατάσταση επιχειρηματικών μονάδων. Αυτή είναι η ιδέα της «Τεχνόπολης», την οποία ας αναγνωρίσουμε ότι την έχει προωθήσει ο Σταύρος Καλογιάννης και είχε προχωρήσει σε ένα επίπεδο θεσμικού σχεδιασμού. Προέκυψε και η ιδέα του Αλέξανδρου Καχριμάνη για μία πιο εστιασμένη χωροθέτηση, μίας «στέγης», αυτήν ενός Πάρκου. Μια ιδέα που δεν μπορείς να την αρνηθείς αλλά εξ αρχής τέθηκαν και οι προβληματισμοί για το πώς θα εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση, ποιο θα είναι το μοντέλο βιώσιμης λειτουργίας κλπ. Σήμερα είμαστε ακριβώς στο σημείο που αυτοί οι προβληματισμοί τέμνονται με την πραγματικότητα που λέει ότι η διεκδίκηση των χρηματοδοτικών πόρων είναι ανταγωνιστική και υπάρχουν και άλλοι παίχτες στο τραπέζι, ενώ και η διαθεσιμότητα των πόρων στενεύει όπως στην περίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης. Λείπει δε και μια ευρύτερη συζήτηση τοπικά για την ιεράρχηση των αναγκών τοπικά και τις προτεραιότητες για τον σχεδιασμό του νέου ΕΣΠΑ με εκκωφαντική την απουσία των δήμων, των επιμελητηρίων, των φορέων κλπ.
Στο μεταξύ υπήρξαν και μερικές ενδιαφέρουσες φωνές για την ανάπτυξη του Τεχνολογικού Πάρκου, ή τις πολιτικές ανοιχτού λογισμικού, αλλά οι τοπικοί φορείς έδειξαν μικρό ενδιαφέρον από μεριάς τους.
Ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι το παλιό μοντέλο που έλεγε ότι οι τοπικές και κεντρικές σχέσεις εξουσίας μέσα από κομματικούς μηχανισμούς δεν αρκούν πια για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων και του εκσυγχρονισμού.
Το ερώτημα που έρχεται για μία ακόμα φορά στο προσκήνιο είναι απλό στη διατύπωση, αλλά δύσκολο να απαντηθεί: Θέλει, η κεντρική ή η τοπική διακυβέρνηση να οργανώσει ένα πλαίσιο ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού και με ποια εργαλεία σχεδιασμού μπορεί να το κάνει; Μέχρι να απαντηθεί, ας θυμούνται όλοι ότι το πρώτο και βασικό είναι πάντα η ανοιχτή διαβούλευση.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ