Η Ημέρα της Ελευθερίας του Τύπου στις 3 Μαΐου μονοπωλήθηκε στην Ελλάδα από τη σύγκρουση μεταξύ κυβέρνησης και μείζονος αντιπολίτευσης για την πολύ χαμηλή κατάταξη της χώρας στην ετήσια έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF).
Μία κατάταξη που γίνεται και άλλες φορές ζήτημα αντιπαράθεσης τα τελευταία χρόνια. Είναι και προεκλογική περίοδος οπότε όλα παίρνουν άλλες διαστάσεις.
Πέρα όμως, από την πολιτική σύγκρουση υπάρχουν και δεδομένα και στοιχεία που δείχνουν ότι υπάρχει πρόβλημα με την ελευθεροτυπία και στην Ελλάδα και σε όλον τον πλανήτη.
Και δεν μιλάμε καν για το τεράστιο θέμα με τις δολοφονίες δημοσιογράφων που αποτελεί ένα διεθνές όνειδος και μία ντροπή για τις σύγχρονες κοινωνίες.
Από εκεί και πέρα έχει ενδιαφέρον ότι αναδεικνύεται πια ως κεντρικό θέμα οι κάθε είδους πιέσεις που ασκούνται στους δημοσιογράφους και τις εκδοτικές ομάδες ώστε να περιορίσουν την έρευνά τους και τις απόψεις τους. Η πιο χαρακτηριστική απειλή είναι οι αγωγές και η απειλή οικονομικής καταστροφής, από ανθρώπους ή φορείς που κατέχουν εξουσία είτε στην πολιτική είτε στις επιχειρήσεις. Πρόκειται για ένα δύσκολο στη λύση του πρόβλημα γιατί δεν είναι εύκολο να σταθμιστεί το δημόσιο συμφέρον που επικαλείται ο δημοσιογράφος και ο σεβασμός στην ιδιωτική ζωή των θιγόμενων. Στην πράξη όμως- και υπάρχουν πια στοιχεία πολλών δεκαετιών-, φαίνεται συχνά πολύ εύκολα πότε ένα δημοσιογράφος ερευνά για το κοινό καλό και ποια σημασία έχουν ακόμα και οι οξείες φράσεις στην κριτική του στα δημόσια πρόσωπα, κάτι που προκύπτει και από αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όταν δικαιώνει τους δημοσιογράφους.
Το θέμα των αγωγών ή Slapps όπως λέγονται διεθνώς, απασχολεί πια και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά υπάρχουν καθυστερήσεις στη λήψη βασικών αποφάσεων. Όπως αργές είναι οι εξελίξεις και στην Ελλάδα με τις κυβερνήσεις να μην προχωράνε στις θεσμικές αλλαγές που απαιτούνται για την προστασία των δημοσιογράφων που κάνουν τη δουλειά τους.
Ένα αποτέλεσμα της έλλειψης προστασίας δεν είναι μόνο ότι δεν διερευνάται επαρκώς η διαφθορά ή κακοδιοίκηση, ή η κατάχρηση εξουσίας, αλλά ότι βαθμιαία έχει επικρατήσει μία θα τη λέγαμε σιωπή στον δημόσιο χώρο, μία τάση ουδετερότητας και ανώδυνης προσέγγισης, μία επιδερμική ενημέρωση. Αυτή η απονεύρωση της δημοσιογραφίας μόνο απαισιόδοξα μηνύματα για το μέλλον μπορεί να στέλνει.
Το δεύτερο πρόβλημα που φαίνεται ότι επιτείνεται είναι η κάλυψη των καθαρών φωνών και των σημαντικών αποκαλύψεων ή δημοσιογραφικών προσεγγίσεων από έναν «θόρυβο» από τα λεγόμενα fake news, την παραπληροφόρηση και τον ανώνυμο τις περισσότερες φορές σχολιασμό σε παράλληλα μέσα, ενάντια σε όσους τολμούν να στέκονται διαφορετικά. Είναι και οι λεγόμενες «πολλαπλές πραγματικότητες» από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού που αρχίζουν και δίνουν το σήμα για μία άλλου τύπου δημοσιογραφία στην οποία το παράδοξο και το ψευδές μπορούν να γίνονται απλώς «εναλλακτικές εκδοχές» που «πρέπει να τις ξέρει ο κόσμος». Μία αντιστροφή της ελευθεροτυπίας που τη θεωρεί απλώς έναν «χώρο» για να ειπώνεται ακόμα και το ψέμα ισότιμα με την αλήθεια- αν έχει καταφέρει η αλήθεια να φτάσει βέβαια ως τον «χώρο».
Και τα δύο αυτά θέματα, οι αγωγές και η παραπληροφόρηση διαπιστώνονται πια διεθνώς αλλά υπάρχουν συγκεκριμένοι νομικοί και θεσμικοί τρόποι για να αντιμετωπιστούν. Φτάνει να το θέλουν όμως και οι οργανωμένες κοινωνίες.
Μπορεί άραγε να υπάρξει στις μέρες μας ενημέρωση και Τύπος που απλώς να υπηρετούν την αλήθεια έστω με τον δικό τους υποκειμενικό τρόπο μέσα σε ένα πλαίσιο ελεύθερης έκφρασης όλων; Αυτό είναι ένα από τα ζωτικά ερωτήματα της εποχής μας.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ