Φαίνεται ότι έχει επιστρέψει η συζήτηση για τα επιδόματα. Το τελευταίο τρίμηνο άκουσα πολλές φορές, περισσότερες από όσες τον τελευταίο χρόνο, ότι θα πρέπει να σταματήσουν τα επιδόματα και το να περιμένει πολύς κόσμος να ζήσει από αυτά.
Σε αυτές τις συζητήσεις που έκανα η κριτική αυτή προς την κυβέρνηση προερχόταν από κόσμο της αγοράς, ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρηματίες. Κι έχω την αίσθηση ότι επηρεάστηκε μεν από τη νέα φορολόγηση με τα τεκμαρτά εισοδήματα, αλλά φάνηκε να εκφράζει και μία κούραση, τις πολλές δυσκολίες που έχουν συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια στον κόσμο της αγοράς. Κάπως έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί άλλωστε και η χαμηλή εκλογική επίδοση της ΝΔ στις τελευταίες ευρωεκλογές.
Παλιότερα πάντως, στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, είχε αναπτυχθεί επίσης μία αντίθεση στην επιδοματική πολιτική, που έδειχνε όμως ως «ένοχο» τότε τις προοδευτικές δυνάμεις που «δεν βλέπουν την αγορά και την απελευθέρωση της οικονομίας», αλλά μόνο την «προστασία» των κοινωνικών στρωμάτων που δεν εργάζονται παραγωγικά κλπ κλπ. «Παίρνουν τα επιδόματα ανεργίας και δεν δουλεύουν» ήταν η μόνιμη επωδός για όσους θυμούνται. Και υπήρχαν και κάποιες προσθέσεις, ανάλογα με το ακροατήριο για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες «που τρώνε τα λεφτά μας», κλπ. Εκείνη η συζήτηση ευνοούσε την επικοινωνιακή πολιτική της ΝΔ και μικρότερες δυνάμεων που υμνούσαν την φιλελεύθερη οικονομία που με το μαγικό της χέρι θα μπορούσε να λύσει όλα τα κοινωνικά προβλήματα.
Γιατί όμως επανέρχεται πάλι αυτή η συζήτηση, αφού πλέον λειτουργεί χωρίς περιορισμούς η οικονομία και υλοποιείται θεωρητικά τουλάχιστον μία πολιτική που ευνοεί τις μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις και την ανάπτυξη της αγοράς;
Σίγουρα, υπήρξε αύξηση των επιδομάτων κατά την περίοδο της πανδημίας όταν και ήταν λογικό να πρέπει να υποστηριχθούν κλάδοι που είχαν πληγεί σε μεγάλο βαθμό. Δεν νομίζω ότι ο κόσμος ενοχλείται από αυτό.
Περισσότερο είναι, η κατανόηση ενός κρίσιμου σημείου στο οποίο βρίσκεται η κυβερνητική πολιτική σήμερα. Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι για την κυβέρνηση πρέπει να μειωθεί ο κλάδος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και να αυξηθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν δυνατότητες ανάπτυξης και επενδύσεων.
Είναι μία πολιτική επιλογή που ταιριάζει και με διεθνείς τάσεις από πολιτικές δυνάμεις τουλάχιστον με ανάλογο πολιτικό σχεδιασμό και ιδεολογικές τάσεις σαν την ελληνική.
Και σίγουρα, γίνεται αντιληπτό από μέρος των μικρομεσαίων ότι δεν είναι εύκολα τα πράγματα για τους ίδιους και ότι δεν ανοίγουν προοπτικές για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Έχω όμως την αίσθηση ότι η κριτική σε αυτήν την πολιτική της κυβέρνησης, δεν ασκείται πια μόνο από προοδευτικές θέσεις, από την πλευρά όσων είναι περισσότερο κοντά στις προστατευτικές κοινωνικές πολιτικές και τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους.
Μπορεί να εκφράζουν πια και δυνάμεις που έστω και ασυνείδητα ευνοούν έναν κοινωνικό αυτοματισμό που θέλει τον «αδύναμο» και τον «αντιπαραγωγικό», εκτός σχεδιασμού.
Θέλει μια προσοχή συνεπώς.
Γιατί ανεξάρτητα των πολιτικών επιλογών που γίνονται και με τις διαφωνίες και τις συμφωνίες που μπορεί να έχουμε, δεν πρέπει να αφήσουμε και ανοιχτό παράθυρα σε σκληρές αντιλήψεις για τις κοινωνικές αντιθέσεις. Υπάρχουν πολλοί πια που έχουν ανάγκη από τη στήριξη της κυβέρνησης μέσα από πολιτικές που άλλοι τις χαρακτηρίζουν «επιδοματικές» κι εμείς θα προτιμούσαμε να τις ορίζουμε ως κοινωνικές. Το πρόγραμμα απασχόλησης για τις ηλικίες άνω των 55 για παράδειγμα δεν μπορείς να το χαρακτηρίσεις ένα απλό επίδομα αφού επαναφέρει στην εργασία και την παραγωγική διαδικασία, ανθρώπους με εμπειρίες και δεξιότητες, που έχει ανάγκη η αγορά. Για αυτό και αντέδρασαν οι δήμοι στην περικοπή του προγράμματος, βλέποντας ότι θα χάσουν χρήσιμο προσωπικό.
Από την άλλη πλευρά, η λογική της χρηματοδότησης των λογαριασμών ρεύματος από μόνη της, δεν αποδίδει όσο δεν υπάρχουν πολιτικές εξοικονόμησης της ενέργειας και στήριξης της θέρμανσης ευάλωτων νοικοκυριών». Με άλλα λόγια το ζήτημα είναι να στηρίζεται το σύνολο της κοινωνίας ώστε να προχωράμε όλοι μαζί, μέσα από συνθέσεις που ευνοούν το δημόσιο και συλλογικό συμφέρον. Γιατί παρά τα όσα έλεγε μια παλιά πρωθυπουργός, λαός υπάρχει ακόμα. Και είναι ο πυλώνας της οικονομικής και κοινωνικής προόδου.
Γράφει ο ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ
fkaramitsos@yahoo.gr