Η αίσθηση που έχει σήμερα πολύς κόσμος είναι ότι είναι μόνος του μπροστά σε πολύ ισχυρά συμφέροντα. Και αυτή η αίσθηση μετατρέπεται σε βαθιά πεποίθηση σταδιακά, όσο τα εμπόδια που συναντά ο πολίτης στην καθημερινότητά του πολλαπλασιάζονται.
Στο κέντρο αυτών των προβλημάτων βρίσκεται η εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση όλων σχεδόν των πτυχών της ζωής. Κάτι που δεν συμβαίνει τώρα, αυτήν την περίοδο, αλλά εξελίσσεται σε δεκαετίες, παίρνοντας πολύπλοκες και συχνά αδιόρατες εκφράσεις. Για παράδειγμα, όλοι γνωρίζουμε ότι ιστορικά στη χώρα έπρεπε να πληρώσεις για να μάθουν περισσότερα τα παιδιά, όπως ξένες γλώσσες, φροντιστήρια κλπ ενώ είναι παγιωμένη πεποίθηση ότι πρέπει να πληρώσεις έναν γιατρό στο ιατρείο του για να έχεις καλή αντιμετώπιση. Παρ’ όλα αυτά, ισχυρές δημόσιες πολιτικές μετά το 1974 με μεγάλες επενδύσεις στην εκπαίδευση, όπως και η δημιουργία του εθνικού συστήματος υγείας, άμβλυναν αυτήν την αίσθηση στον πολίτη ότι χρειάζεται να βάζει το χέρι στην τσέπη και αύξησαν την εμπιστοσύνη του στο κράτος.
Αυτό όμως που άλλαξε ριζικά την εικόνα κυρίως μετά τη δεκαετία του ’90 και τη θεσμοποίηση της Αγοράς ως πυλώνα της πολιτικής για την οικονομία και τις κοινωνικές πολιτικές (με σταθμό την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ) είναι η είσοδος του ιδιωτικού σε κάθε πτυχή του ατομικού και συλλογικού βίου και η αποτίμησή του όχι μόνο με σχέσεις κόστους και οφέλους, αλλά κυρίως με δεδομένο ότι θα υπάρχει κέρδος. Δεν υπάρχει άλλωστε αγορά και επιχειρηματικότητα χωρίς ποσοστό κέρδους, ανεξάρτητα αν καταναλώνονται ιδιωτικοί ή δημόσιοι πόροι.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, είναι παρόμοιο με αυτό που αντιμετώπισαν ήδη εδώ και δεκαετίες και άλλες χώρες της Ευρώπης και ειδικά αυτές του Νότου. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία εκτεταμένη ιδιοποίηση των αγαθών, των υπηρεσιών και των δημόσιων πολιτικών από τις δυνάμεις της αγοράς. Το πρόβλημα δεν είναι οι ιδιωτικοποιήσεις απλώς, αλλά η παγίωση μίας αντίληψης που αποτιμά τα πάντα από το αν παράγουν κέρδος. Το φυσικό περιβάλλον, η υγεία, η εκπαίδευση, υπάρχουν όσο μπορούν να αποτιμώνται, με εξαιρέσεις κάποιων ίσως εστιών που το κράτος δείχνει να θέλει να προστατεύσει με αδύναμο συνήθως νομικό καθεστώς. Για αυτό και δεν νοείται σήμερα παραλία χωρίς «αξιοποίηση» και στο μισό μέτρο από το κύμα, για αυτό και δεν έχουν επαγγελματικά δικαιώματα φοιτητές δημοσίων πανεπιστημίων, αλλά μπορούν να έχουν απόφοιτοι κολλεγίων, για αυτό το νερό χρειάζεται «ρύθμιση» για τον ανταγωνισμό, για αυτό και το ρεύμα είναι προϊόν που πωλείται και πάει λέγοντας.
Προς τα πού οδηγεί το μοντέλο αυτό; Υπάρχει ήδη μία εμπειρία 40 χρόνων στην Ευρώπη και όλον τον κόσμο. Ήδη διαφαίνεται ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά με το περιβάλλον. Η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η Κλιματική Αλλαγή, η καταστροφή πολλών περιοχών, δείχνουν ότι κάτι πάει λάθος και δεν είναι εύκολο να αντιστραφούν οι τάσεις. Τα προβλήματα με την ακρίβεια τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά και οι αλλεπάλληλες κρίσεις, αφήνουν τρομερά εκτεθειμένα όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα. Το δε μέλλον της εξασφάλισης και της κοινωνικής ειρήνης μέσα από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας της εργασίας μοιάζουν πια για πολλούς με ένα παλιό όνειρο.
Οι αγορές μοιάζει να πάνε καλά στα νούμερα κάθε χρόνο, οι κοινωνίες όμως γίνονται όλο και πιο ευάλωτες. Και η χώρα μας παίρνει έναν δρόμο που ήδη έχει φτάσει σε αδιέξοδα.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ