Ο δημοσιογραφικός λόγος βρίσκεται για μία ακόμα φορά στο προσκήνιο αντιμετωπίζοντας μία ακόμα κρίση, αυτή τη φορά για την πανδημία και την παγκόσμια ανησυχία για την υγεία των ανθρώπων.
Μιλήσαμε, εξ αποστάσεως, με την Νικολέττα Τσιτσανούδη- Μαλλίδη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με αφορμή το βιβλίο της «Ο δημοσιογραφικός λόγος. Από τη μεταπολίτευση έως τα μνημόνια», που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg και το Center for Hellenic Studies του Πανεπιστημίου Harvard και μελετά τον δημοσιογραφικό λόγο και στους καιρούς της οικονομικής κρίσης. «Θα ήθελα να πω ότι όλη μου τη σκέψη και την έγνοια διατρέχει το πένθος για τα θύματα της πανδημίας, καθώς και η αγωνία για όσους έχουν νοσήσει και νοσηλεύονται. Με δυσκολία απομόνωσα τη σκέψη μου για να μιλήσω για αυτή τη δουλειά του βιβλίου, κι ας είναι ένας κόπος ετών. Δυστυχώς, σήμερα νιώθουμε ότι πολλά πράγματα καταρρέουν και χρειάζεται να αντλήσουμε από τα ψυχικά μας αποθέματα για να μπορέσουμε να σταθούμε όρθιοι για την επόμενη ημέρα, ελπίζοντας ότι έχουμε μάθει από αυτή την πολύ άσχημη κατάσταση στην οποία έχουμε ως ανθρωπότητα υποπέσει», σημειώνει η κα Τσιτσανούδη- Μαλλίδη, λίγο πριν ανοίξουμε τη συζήτηση.
Όπως φαίνεται κα Τσιτσανούδη οι εξελίξεις τρέχουν πολύ περισσότερο από όσο φανταζόμαστε ή θα θέλαμε και τώρα είμαστε μέσα σε μία άλλου τύπου κρίση με την πανδημία. Η οποία έχει κι αυτήν τις νέες λέξεις της: Κρούσματα, καμπύλες, μέτρα, περιορισμός κλπ. Πόσο επηρεάζουν οι λέξεις τον τρόπο που ζούμε ή τις σκέψεις μας;
Ασφαλώς και μας επηρεάζει αυτό το καινούριο γλωσσικό «ρεπερτόριο», το οποίο επιχειρεί να αναπαραστήσει και να αποτυπώσει τις καταιγιστικές και βίαιες αλλαγές που αφορούν τη ζωή και την καθημερινότητά μας σε ημέρες πανδημίας. Η ίδια η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή και πρωτοφανής, και αντίστοιχα οι περιγραφές της. Η πανδημία του covid 19 ανοίγει βίαια την πόρτα να εισρεύσουν καταιγιστικά, παλιά, αλλά και νέα, ερωτήματα σε σχέση με την ευάλωτη και ρευστή παγκόσμια πραγματικότητα. Ενόσω υφιστάμεθα από τη μία την απειλή της μόλυνσης και από την άλλη τα πρωτοφανή και παγκόσμιας εμβέλειας περιοριστικά μέτρα, αβίαστα αναδύονται ζητήματα που σχετίζονται με τη γλώσσα της πειθούς, της επιβολής, του ελέγχου.Πρόκειται για θέματα τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον, αλλά και με τα οποία κανείς οφείλει να ασχοληθεί με ψυχραιμία και όχι εν θερμώ.
Ποιο ήταν το κίνητρό σας για να ξεκινήσετε να γράφετε το βιβλίο σας «Ο δημοσιογραφικός λόγος από τη μεταπολίτευση έως τα “μνημόνια”»;
Όταν πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια, αποφάσιζα να αλλάξω λειτούργημα, αφήνοντας πίσω ένα ήδη συναρπαστικό, αυτό το δημοσιογραφικό, δεν διανοούμην τις δυνατές συγκινήσεις που θα αντλούσα από τον χώρο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Με δεδομένο το έξοχο προνόμιο της υπηρέτησης δύο – επιφανειακά – διαφορετικών κόσμων, αντιμετώπισα ως μείζονα την πρόκληση να επιχειρήσω να τους συνδέσω με όσο το δυνατό περισσότερο συστηματικό τρόπο. Παιδί αυτής της προσπάθειας είναι και αυτό το εδώ το βιβλίο, με την άκρη του μίτου να βρίσκεται στη διδακτορική μου διατριβή και τωρινή απόληξη, μία νεότερη κατάθεση στον μάλλον υποτονικό δημόσιο διάλογο για τον παιδευτικό χαρακτήρα των ΜΜΕ. Μία συζήτηση την οποία οι εμπλεκόμενοι διαμορφωτές της δημόσιας σφαίρας οφείλουν κατά την άποψή μου να εντείνουν. Ο σκεπτικισμός μου έντονος, αλλά χωρίς καμία διάθεση αφορισμού των μέσων ενημέρωσης, που εκτιμώ πως, όταν τροφοδοτούνται με ακαδημαϊκά ερείσματα, κατά κανόνα ανταποκρίνονται. Άρα είναι και δική μας ευθύνη να λειτουργούμε ως επικοινωνητές, δηλαδή ως εγκαινιαστές της επικοινωνίας μαζί τους, με ευρηματικούς τρόπους. Όσο κι αν μια τέτοια απόπειρα εμπερικλείει κάποιες «ηττημένες» στιγμές, αυτές δεν παύουν να επηρεάζουν το αποτέλεσμα.
Μιλήστε μας για τα βασικά συμπεράσματα του βιβλίου σας…
Το βιβλίο συζητά τις μεταβολές στη μορφή και στους συμβολισμούς της γλώσσας των ΜΜΕ που συνδέθηκαν με τη λαϊκοποίησή της, από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Καταγράφει τις βλέψεις που τις συνόδευσαν, συμμετέχοντας σε έναν κοινωνικό διάλογο, με σκεπτικισμό για την ευχέρεια της γλώσσας όχι απλά ως προς την περιγραφή των επικοινωνιακών συμβάντων, αλλά ως προς την δυναμική της αναγωγή σε μία κοινωνική πρακτική.
Αποκαλύπτει το πώς η ελληνική γλώσσα απεικόνισε τις σημαντικές οικονομικοπολιτικές αλλαγές που καθόρισαν την πορεία της κοινωνίας τα τελευταία χρόνια. Μια γλώσσα που έγινε πιο λαϊκή, γιατί αυτό εξυπηρετούσε το κλίμα της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Προσέλαβε προοδευτικές υποδηλώσεις μέσα από την απομάκρυνσή της από την επισημοφάνεια, γιατί αυτό διευκόλυνε τις συσπειρώσεις σε κομματικά σχήματα και ήγειρε τις λαϊκές προσδοκίες. Εξελίχθηκε περισσότερο λαϊκότροπα όταν τα ιδιωτικά ΜΜΕ επιδίωξαν ανοίγματα στα μικρομεσαία οικονομικά στρώματα. Επηρέασε και επηρεάστηκε στον σφιχτό εναγκαλισμό πολιτικής και τηλεοπτικής/εκδοτικής εξουσίας. Έχασε και επαναπέκτησε τον εμβληματικό ρόλο της εκπροσώπησης των λαϊκών κινημάτων. Και στην εποχή των μνημονίων μετατράπηκε σε αιχμηρό εργαλείο ενοχοποίησης και χειραγώγησης, με στόχο την πειθαναγκαστική αποδοχή των μέτρων που επιβλήθηκαν. Έχασε τις σαφείς νοηματοδοτήσεις των λέξεων σε ένα κλίμα επιβολής, που με ομοφωνία εγκατέστησε μερίδα των ΜΜΕ. Και όλα αυτά στους φρενήρεις ρυθμούς της ψηφιακής εποχής, που καθιερώνει νέες σημασίες, οι οποίες ελέω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, παγιώνονται με fast track διαδικασίες.
Τέλος, το βιβλίο προκαλεί σε μια κριτική διαπραγμάτευση ερωτημάτων που αφορούν στο πόσο τελικά δημοκρατικές είναι οι δυνάμεις της διαμόρφωσης ενός λόγου με τόσο «μεροληπτική» προβολή, όπως ο δημοσιογραφικός. Αφήνει δε ανοιχτό το ερώτημα, πόσο παιδαγωγικός μπορεί να αναδεικνύεται ένας λόγος όταν υπονομεύεται από την προπαγανδιστική λειτουργία και χάνει τη δημοκρατικότητα του κοινωνικού αγαθού.
Στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης πολύς κόσμος αισθανόταν ότι η δημόσια ρητορική και φρασεολογία της πολιτικής εξουσίας από την Ελλάδα και την ΕΕ, δεν τον αφορούσε ή μπορεί να ήταν και εναντίον του. Πολλοί ένιωθαν να κινδυνεύουν από τις ανακοινώσεις…
Δεν έχετε άδικο ως προς αυτό. Θα σας αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που μελετώ αναλυτικά στο βιβλίο μου και αναφέρομαι στις συστηματικές αναγωγές στον πόνο και την ασθένεια, που παρατηρήσαμε να γίνονται στα χρόνια του μνημονίου. Ο οφειλέτης λαός παρουσιαζόταν τόσο στα μέσα μαζικής επικοινωνίας όσο και στον πολιτικό λόγο ως ένας άρρωστος, συχνά μάλιστα με πρωτόγονες αντιδράσεις απελπισίας. Η παρουσίαση του υπόχρεου ως ασθενούς υποστηρίζω ότι γινόταν σκόπιμα, ώστε ο βεβαρημένος δανειολήπτης να σφραγίζεται με κατωτερότητα και βιολογική τρωτότητα, οπότε και να στιγματίζεται ως υποδεέστερη οντότητα που χρήζει θεραπείας και «σωτηρίας». Επιδιωκόταν η σαφής εγκατάσταση της ιδεολογικής θέσης ότι ο δανειζόμενος έχει το πρόβλημα ως επίνοσος και όχι το πολιτικό σύστημα και οι τυχόν δικές του ασθένειες. Με αυτόν τον τρόπο η διά του λόγου κατωτεροποίηση του πολίτη επεδίωκε την κατασκευή μιας αντίστοιχης πραγματικότητας υποτέλειας και εξάρτησης του ασθενούς προς την εκάστοτε πολιτικο-οικονομική ιεραρχία.
Πώς βλέπετε τον δημοσιογραφικό λόγο συνολικά σήμερα στη χώρα μας; Βλέπουμε αυτές τις μέρες ένα αυξημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για πληροφόρηση. Τι θα θέλατε να αλλάξει;
Η ενημέρωση και η πληροφόρηση είναι ένα βασικό δημοκρατικό αγαθό. Όταν η ενημερωτική λειτουργία του Τύπου είναι πιο έντονη από την προπαγανδιστική και την εμπορευματική, τότε η έννοια της είδησης δεν χάνει τη δημοκρατικότητά της. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν κυριαρχεί η ιδεολογική χειραγώγηση και η κερδοσκοπική βλέψη. Αλλά αυτό αφορά κάθε πτυχή του δημόσιου βίου. Αυτό που εγώ θα επιθυμούσα και για το οποίο αγωνίζομαι μέσα από τις διάφορες ακαδημαϊκές δράσεις μου, είναι η σύνδεση του λόγου των ΜΜΕ με την εκπαίδευση. Θα επιθυμούσα μεγαλύτερη ένταση στην παιδαγωγική λειτουργία. Επιμένω, τέλος, ότι η όποια πρόταση θα πρέπει να περιλαμβάνει την καλλιέργεια και τον εμπλουτισμό της κριτικής σκέψης από την πλευρά των αναγνωστών. Απαιτείται όμως και ένα βήμα παραπέρα, κι αυτό κατά τη γνώμη μου, δεν είναι άλλο από την κατάκτηση της αυτοπεποίθησης από την κάθε μονάδα, την ευρηματικότητα και τη φαντασία, την πίστη με άλλα λόγια ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να επιφέρει βελτιώσεις στο status quo κάθε εποχής, ξεκινώντας από τον ίδιο τον μικρόκοσμό του. Και φυσικά, απαιτούνται ουσιαστικές συλλογικότητες.
Και να κλείσουμε με την εμπειρία σας από την πανεπιστημιακή διδασκαλία. Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια γεμάτα αμφιθέατρα και ενδιαφέρον για μεταπτυχιακές σπουδές και εξέλιξη…
Είναι πράγματι πολύ ενθαρρυντικό, σε μία εποχή που μας αποθαρρύνει… Οι νέοι άνθρωποι, ακόμη και για να βρουν ευκολότερα εργασία, επιλέγουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο. Αλλά και συμπολίτες πολύ μεγαλύτερων ηλικιών επιλέγουν τη δια βίου μάθηση. Στο τμήμα μας, όπως και σε όλο το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, προσφέρονται δωρεάν μεταπτυχιακά προγράμματα, εργαζόμαστε με πάθος και τα υπηρετούμε. Επιβλέπουμε σημαντικές και πρωτότυπες διδακτορικές έρευνες και ταξιδεύουμε κι εμείς μαζί με τους ερευνητές και τις ομάδες μας. Οφείλουμε να προσφέρουμε και να εμπνέουμε αισιοδοξία. Είμαστε καταδικασμένοι να επιτύχουμε και αυτή η άποψη μόνον μέσα από το όραμα της εκπαίδευσης μπορεί και έχει ελπίδες να κυριαρχήσει ως αδιαπραγμάτευτη στάση ζωής. Η παιδεία, ο πολιτισμός είναι το μεγάλο αντίδοτο σε κάθε κρίση, κάθε πανδημία, κάθε ανηφοριά.
Συνέντευξη ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ