Μπορεί η πανδημία του κορωνοϊού να έχει καταστήσει απαγορευτικά τα ταξίδια και τις επισκέψεις σε εμβληματικά αξιοθέατα σε όλο τον κόσμο, ωστόσο υπάρχει η δυνατότητα να κάνει κάποιος εικονικές περιηγήσεις μέσω διαδικτύου, θαυμάζοντας, μεταξύ άλλων, το Μάτσου Πίτσου.
Το Μάτσου Πίτσου στο νότιο Περού αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του πολιτισμού των Ίνκα. Το «αρχαίο βουνό» – αυτή είναι η σημασία του στη γλώσσα Κετσούα – βρίσκεται σε υψόμετρο 2.700 μέτρων, σε μια περιοχή με τυπική τροπική χλωρίδα.
Η πόλη, η οποία χρονολογείται από τον 15ο αιώνα, είναι χτισμένη επάνω σε μια πολύ στενή κύρτωση του ορεινού όγκου της Σιέρρα. Ανακαλύφθηκε το 1911 από τον Αμερικανό ιστορικό και αρχαιολόγο Χίραμ Μπίνγκαμ και από το 1983 εντάχθηκε στη λίστα των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
Η δυσπρόσιτη θέση του Μάτσου Πίτσου έκανε αρκετούς να πιστέψουν ότι επρόκειτο για το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας, στον αγώνα τους εναντίον των Ισπανών. Ωστόσο, εκτιμάται πως χτίστηκε περί το 1460 και στην πραγματικότητα χρησίμευε ως αστρονομικό παρατηρητήριο, λατρευτικό κέντρο και θερινά ανάκτορα των βασιλέων.
Η πόλη χτίστηκε σε δυσπρόσιτο σημείο. Η πρόσβαση σήμερα γίνεται μέχρι το υψόμετρο των 2.350 μέτρων με τρένο, ενώ ακολούθως οι επισκέπτες καλούνται να κάνουν πεζοπορία.
Στο σημείο έχουν καταγραφεί περίπου 200 κτίσματα, με την πόλη να χωρίζεται σε αστικό και αγροτικό τομέα. Κυριότερα μνημεία της θεωρούνται ο Ναός του Ήλιου («Τορεόν»), η ιερή πλατεία με τρία μεγάλα κτήρια που τους έχουν δοθεί τα ονόματα «Ναός των τριών παραθύρων», «Κυρίως Ναός» και «Ναός του Ιερέα», ο γρανιτένιος λίθος «Ιντιουατάνα» που σημαίνει «εκεί που ενώνει ο ήλιος» και χρησιμοποιούνταν για αστρονομικές παρατηρήσεις, καθώς και το συγκρότημα του Κόνδορα ή αλλιώς Συγκρότημα των Φυλακών όπου ανακαλύφθηκαν πολλά κτίσματα στα οποία πιθανώς φυλάσσονταν τα ιερά ζώα προς θυσία.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από Guardian, Wikipedia