Ακόμα ένα σοβαρός κίνδυνος ελλοχεύει από το χρόνιο στρες, δίνοντας μας ακόμα ένα κίνητρο για να προσπαθήσουμε να το δαμάσουμε
Μικρές δόσεις στρες μπορεί να είναι και ευεργετικές σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν όμως το άγχος γίνεται χρόνιο, μπορεί να απειλήσει την ίδια τη ζωή και τη διάρκειά της.
Νεότερη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Population Health προειδοποιεί ότι όσοι βιώνουν χρόνιο στρες, αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο κατά 14%.
Πώς συνδέεται το άγχος με την εμφάνιση του καρκίνου; Όπως εξηγεί ο επικεφαλής συγγραφέας δρ. Justin Moore, επίκουρος καθηγητής στο πρόγραμμα πρόληψης, ελέγχου του καρκίνου και υγείας του πληθυσμού στο Ιατρικό Κολέγιο της Georgia στο Πανεπιστήμιο Augusta και στο Κέντρο Καρκίνου της Georgia στην Ατλάντα, η απάντηση γι’ αυτή τη συσχέτιση βρίσκεται σε μια έννοια γνωστή ως «αλλοστατικό φορτίο». Αυτό περιγράφει όλο το συσσωρευμένο βάρος που φέρει ο κάθε οργανισμός από τoυς στρεσογόνους παράγοντες της ζωής και αφορούν τόσο το σώμα όσο και την ψυχή.
Οι δείκτες που υπολογίζουν τον κίνδυνο
Τα επίπεδα του αλλοστατικού φορτίου μπορούν να μετρηθούν και γι’ αυτό, οι ειδικοί εξέτασαν διάφορους βιολογικούς δείκτες που συγκεντρωτικά φανερώνουν ακριβώς πώς το στρες επηρεάζει το σώμα, όπως ο υψηλός Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), οι υψηλές τιμές της αρτηριακής πίεσης, του σακχάρου ή της χοληστερόλης στο αίμα ή/και τα υψηλά επίπεδα στο αίμα μιας πρωτεΐνης που παράγεται από το ήπαρ και ονομάζεται αλβουμίνη. Στους ίδιους δείκτες περιλαμβάνονται επίσης τα υψηλά επίπεδα κρεατινίνης και τα υψηλά επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, μια ένδειξη φλεγμονής σε όλο το σύστημα.
Για να διαπιστωθεί πώς αυτοί οι δείκτες αλλά και το αλλοστατικό φορτίο στο σύνολό του θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον αριθμό των θανάτων λόγω του καρκίνου, η ερευνητική ομάδα εξέτασε δεδομένα από πανεθνικές έρευνες υγείας στις ΗΠΑ, που συλλέχθηκαν μεταξύ του 1988 και 2019 και αφορούσαν σε περισσότερους από 41 χιλιάδες ενήλικες διαφορετικών εθνικοτήτων.
Τα επίπεδα του αλλοστατικού φορτίου όλων των συμμετεχόντων υπολογίστηκαν σε μια κλίμακα από 0 έως 9, με τις βαθμολογίες 3 ή και περισσότερο να ορίζονται ως ενδεικτικές ενός «υψηλού αλλοστατικού φορτίου».
Συνολικά, σκιαγραφήθηκε το προφίλ όσων είχαν υψηλότερες τιμές στην κλίμακα, δηλαδή λίγο λιγότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες. Μεγαλύτερο αλλοστατικό φορτίο είχαν όσοι ήταν Αφροαμερικανοί, μεγαλύτεροι σε ηλικία, λιγότερο μορφωμένοι και σε δεινότερη οικονομική κατάσταση, σε σύγκριση με την ομάδα χαμηλού αλλοστατικού φορτίου.
Έπειτα, οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ του υψηλού αλλοστατικού φορτίου και του κινδύνου θανάτου από καρκίνο με διάφορους τρόπους.
Όταν εξετάστηκαν αποκλειστικά οι Αφροαμερικανοί και οι ισπανόφωνοι, η σύνδεση ήταν ασθενέστερη, αλλά οι ερευνητές δήλωσαν ότι ο σχετικά μικρός αριθμός των μειονοτήτων μπορεί να επηρέασε αυτό το μέρος της ανάλυσης.
Παρόλα αυτά, όταν αφαιρέθηκαν επίσης από την εξίσωση το φύλο, η φυλή, η ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο, ο υψηλότερος κίνδυνος θανάτου από καρκίνο προσδιορίστηκε στο 21%.
Μάλιστα, μειώθηκε σε 14%, αφού οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους και το ιστορικό των ασθενών σχετικά με το κάπνισμα, κάποια προηγούμενη καρδιακή προσβολή ή προηγούμενο ιστορικό είτε καρκίνου είτε συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.
Χωρίς όμως την επίδραση κάποιου παράγοντα, τα άτομα με υψηλότερο αλλοστατικό φορτίο είχαν 2,4 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρκίνο, σε σχέση με τα άτομα με χαμηλό αλλοστατικό φορτίο.
Για να ισοσταθμιστούν αυτές οι επιπτώσεις, ο δρ. Justin Moore σημειώνει ως σημαντικές τις στρατηγικές δημόσιας υγείας για τη μείωση του χρόνιου στρες και της φλεγμονής.