Όταν ήμουν παιδί ρωτούσα συχνά τους άλλους για τα μικροατυχήματα που παθαίναμε παίζοντας. Πόσο πολύ πονάει η πληγή; Σε πόση ώρα σταμάτησε το αίμα να τρέχει; Ρωτούσα, ρωτούσα, ρωτούσα και σημείωνα στο μυαλό μου την απάντηση.
Θυμάμαι λοιπόν ότι από ‘κείνες τις απαντήσεις είχα φτιάξει ένα προφίλ πρακτικού θεραπευτή και πλέον με αποκαλούσαν: «Μικρέ γιατρέ!!» Στην αρχή μου φάνηκε περιπαιχτικό. Όμως δεν μπορούσα να κόψω τη συνήθεια. Όποιο παιδί πάθαινε κάτι τον ρωτούσα για το πρόβλημά του.
Μπορώ ακόμα και σήμερα να σας πω ότι ένα έγκαυμα που βγάζει και φουσκάλες και έχει και πολύ διαξιφιστικό πόνο, ο πόνος αυτός περνάει οριστικά μετά από τέσσερις ώρες. Όταν κάποιο παιδί έκανε εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας , μου είπε ότι τον πονούσε δεξιά η κοιλιά και λίγο το δεξί πόδι ψηλά. Επίσης μου είπε πως όπου και να πατούσαν την κοιλιά του οι γιατροί ο πόνος παρέμενε δεξιά. Μετά την εγχείρηση ενώ περιμένεις ότι όλα τελείωσαν και είσαι καλά πλέον, μου είπε ότι την πρώτη μέρα πονάς πολύ και δεν μπορείς να σηκωθείς από το κρεβάτι. Αν αντέχεις τον πόνο, μετά από μία μέρα σηκώνεσαι και περπατάς μικρές αποστάσεις μέσα στο δωμάτιο. Αν όμως είσαι φοβητσιάρης το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να δοκιμάσεις να σηκωθείς μετά από δύο μέρες.
Έτσι λοιπόν επειδή συνέχιζα τις ερωτήσεις στον τομέα της υγείας, αλλά έδινα και απαντήσεις σε όποιον ζητούσε ρη γνώμη μου, το κοροϊδευτικό «μικρέ γιατρέ» μου έμεινε. Και μπορώ να πω ότι …δεν με ενοχλούσε πλέον. Κάπου στο βάθος των ονείρων μου για το μέλλον το θεωρούσα και τίτλο τιμής.
Πάμε τώρα σ’ εκείνο το καλοκαίρι των 10 χρόνων. Είχαν έρθει σπίτι μας συγγενείς από Αθήνα και είχαν μαζί τους το γιό τους που ήταν 5 χρονών. Έμειναν εκείνη τη μέρα σπίτι μας, όπου το παιδί προσπαθούσε να παίξει μαζί μου και εγώ σαν μεγαλύτερος τον βαριόμουν. Όμως για να μη ξεχάσω τους καλούς μου τρόπους τον ανεχόμουν. Οι γονείς του ανακάλυψαν μέσα σ’ αυτό το πρώτο εικοσιτετράωρο το παρατσούκλι μου και το «μικρέ γιατρέ» επαναλήφθηκε πολλές φορές , χωρίς όμως να με ενοχλεί, όπως σας έχω ήδη ενημερώσει.
Την επόμενη μέρα ήθελαν να επισκεφθούν ένα φίλο μας ομοιοπαθητικό και θα τους συνόδευαν μέχρι το ιατρείο οι γονείς μου, οπότε μου είπαν, για μία δύο ώρες το πολύ να προσέχω το γιο τους, που τον άφησαν σπίτι μαζί μου.
Το παιδί ήταν αρκετά έξυπνο ώστε να καταλάβει ότι τον είχα ήδη βαρεθεί και άρχισε να εξερευνά το σπίτι. Του είπα να μη βγει με τίποτε στο μπαλκόνι και μετά ξάπλωσα στον καναπέ και βυθίστηκα για τέταρτη ή πέμπτη φορά στο ίδιο κόμιξ που είχα αγοράσει λίγες μέρες πριν.
Ήμουν τελείως αφοσιωμένος και απορροφημένος στον κόσμο των super ηρώων , όταν τον είδα να τρέχει κατά πάνω μου φωνάζοντας: « Μικλό γιατλό , μικλό γιατλό…» και ξέσπασε σε κλάματα. «Τι έπαθες; » ρώτησα. Μου έδειχνε το χέρι του , κάπου στα δάχτυλα και ανάμεσα σε λυγμούς και δάκρυα κατάφερε να πει: «Με τσίμπησε.» Έπιασα το χέρι. Το παιδί έκλαιγε και περίμενε από μένα βοήθεια. Σκέφτηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Στο σπίτι δεν είχαμε αμμωνία. Το ψυγείο ήταν ψηλό , για να τον κρατάω αγκαλιά και να φθάνει με το χέρι του την κατάψυξη.
«Γρήγορα στο μπάνιο» είπα. Άνοιξα τη βρύση και άφησα το νερό να τρέχει στο πονεμένο χέρι. Μόλις το νερό έγινε πιο δροσερό τον ρώτησα: «Πονάει λιγότερο;» Σταμάτησε να κλαίει και είπε: «Ναι…» Ωραία , κάπως ηρέμησα.
Του κράτησα το χέρι κάτω από το νερό , μέχρι που ένοιωσα και το δικό μου χέρι να παγώνει. Τον είδα να με κοιτάζει με δέος και θαυμασμό. «Πονάει;» ξαναρώτησα. «Όχι!» μου είπε τώρα. Του είπα ότι θα ρουφήξω με το στόμα μου το δηλητήριο. Βρήκα τη μικρή πληγή στο χέρι του και τη ρούφηξα. Ήταν τόσο παγωμένο που σκέφτηκα ότι δεν πονούσε πια. Μετά το έβαλα πάλι κάτω από τη βρύση.
Τέλος του σκούπισα το χέρι και του είπα «Αν σε ξαναπονέσει , βάλτο κάτω από το νερό.» Τώρα ήταν ήρεμος και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. Τον ρώτησα πώς έγινε. Για να πω την αλήθεια γνώριζα ήδη ότι σε κάποιο σημείο στο κάγκελο υπήρχε μια σφηκοφωλιά, τόση, όσο ένα μικρό αυγό. Συχνά παρακολουθούσα πίσω από το τζάμι τις σφήκες να μπαινοβγαίνουν στο «σπίτι τους» και πάντα ανέβαλλα την καταστροφή του . Βγήκε λοιπόν το παιδί στο μπαλκόνι γιατί – όπως ίσως γνωρίζετε – το πιο ελκυστικό μέρος για να παίξει κανείς είναι το απαγορευμένο. Ανακάλυψε τη σφηκοφωλιά, είδε κι αυτός τις σφήκες να μπαινοβγαίνουν «σπίτι τους» και πήγε πήρε ένα ποτήρι και τις σκέπασε προσπαθώντας να τις αιχμαλωτίσει. Όμως μία από αυτές ξέφυγε από την παγίδα και τον τσίμπησε.
Ήρθε η ώρα να καταστρέψω αυτήν τη σφηκοφωλιά σκέφτηκα. Όμως ήταν αργά το απόγευμα και σε λίγο θα έπεφτε το σκοτάδι και μπορεί να μου ξεφύγει και μένα καμία επικίνδυνη σφήκα.
Αποφάσισα να το αναβάλλω για αύριο. Με όλα αυτά – αυτήν την μίνι περιπέτεια – πέρασε η ώρα και επέστρεψαν οι γονείς από το γιατρό. Τους διηγηθήκαμε το συμβάν. Μας άκουγαν με προσοχή. «Μικλό γιατλό με έκανε καλά!» είπε το παιδί και με κοίταξε με θαυμασμό. Οι δύο άντρες είπαν να καταστρέψουν τη φωλιά με κάποιο εντομοκτόνο σπρέι, αλλά φοβήθηκαν τη νύχτα και το ανέβαλλαν για αύριο.
Εδώ θα κάνω μια δήλωση. Σ’ αυτήν τη μικρή περιοχή που αποτελούσε τη γειτονιά μου τότε, κανείς άλλος δεν γνωρίζει τόσο καλά τα έντομα όσο εγώ. Κατ’ αρχάς λόγω της ιδιότητάς μου του μικρού γιατρού, η μελέτη των εντόμων ήταν ένα σημαντικό κεφάλαιο του γνωστικού μου αντικειμένου εκείνη την εποχή.
Δηλώνω λοιπόν ενώπιόν σας ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να ακινητοποιήσεις ένα έντομο στην πρώτη επαφή μαζί του και μετά να το σκοτώσεις με όποιον τρόπο έχεις επιλέξει , είναι το οινόπνευμα.
Αυτό συμβαίνει γιατί, αν πέσει μια σταγόνα οινόπνευμα σε ένα έντομο και διεισδύσει στις μικροσωληνώσεις που αποτελούν το αναπνευστικό του σύστημα, είναι θέμα χρόνου η μερική ασφυξία, με αποτέλεσμα να απορυθμιστεί η πτητική του ικανότητα, καθώς και τα αμυντικά του συστήματα. Όταν πραγματοποιήσει αναγκαστική προσγείωση, είναι πλέον εύκολος στόχος για ψεκασμό με οινόπνευμα και οι επόμενες σταγόνες ολοκληρώνουν την καταστροφή δημιουργώντας μέθη, οπότε το έντομο είναι έρμαιο στα χέρια σου, έτοιμο να δεχτεί τη χαριστική βολή.
Εκείνη την εποχή το είδος του οινοπνεύματος που κυκλοφορεί ευρέως και σε προσιτή τιμή, είναι το μπλε οινόπνευμα και πουλιέται χύμα σε γυάλινα μπουκάλια.
Εγώ φυσικά όταν ήρθε η στιγμή γέμισα το νεροπίστολο.
Ξύπνησα νωρίς το επόμενο πρωί , γύρω στις 6.00 μόλις άρχισαν να φαίνονται οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Εκείνη την ώρα έχει τόση δροσιά, που κάποιες φορές αυτά τα δροσερά πρωινά του καλοκαιριού ανατριχιάζεις. Γνωρίζω ότι σε τέτοιες συνθήκες οι σφήκες και σχεδόν όλα τα έντομα λειτουργούν σαν ναρκωμένα. Είναι δυσκίνητα και δείχνουν να νυστάζουν ακόμα. Πλησίασα την κάνη του νεροπίστολου στο στόμιο της σφηκοφωλιάς και πάτησα τη σκανδάλη. Ακόμα και οι δύο πρώτες σφήκες που κατάφεραν να βγουν έπεσαν αναίσθητες. Οι υπόλοιπες πέθαναν από ασφυξία μέσα στη φωλιά τους. Περίμενα λίγο, έτοιμος να ξαναρίξω. Τίποτε. Καμία κίνηση από τη σφηκοφωλιά. Περιττό να σας πω, ότι το μπλε οινόπνευμα εκτός από το αλκοόλ έχει και κάποιες άλλες ουσίες , που το κάνουν ακόμα πιο δραστικό.
Δεν άφησα καθόλου τη φωλιά από τα μάτια μου. Μπήκα στο δωμάτιό μου, πήρα ένα χαρτοκόπτη και την ξεκόλλησα από το κάγκελο. Την τύλιξα σε ένα χαρτί μαζί με τα δύο πτώματα αυτών που προσπάθησαν να ξεφύγουν. Το ψέκασα με οινόπνευμα. Μετά δεύτερο περιτύλιγμα. Κι άλλο. Κι άλλο. Όταν έγινε μια μικρή μπάλα το έβαλα σε ένα κουτί από χαρτόνι και το έκλεισα με σιλοτέιπ.
Πέρασε καιρός . Διάβασα πολύ. Κουράστηκα. Κατάφερα να περάσω στην Ιατρική. Έγινα γιατρός. Δούλεψα για χρόνια και μάλιστα κατά διαστήματα είχα κι άλλες δραστηριότητες.
Ένα καλοκαίρι λοιπόν βρέθηκα να διευθύνω ένα μικρό στριτ-café με τέσσερα άτομα προσωπικό. Ικανοποιούσα το πάθος μου για τον espresso. Είχα μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και παρότι αρχάριος σ’ αυτόν τον τομέα, προσπαθούσα να προσελκύσω πελατεία κάνοντας ξεχωριστά πράγματα .
Μία μέρα είπα στα παιδιά να αγοράσουν φρέσκες φράουλες για να κάνουμε αυθεντικό μιλκ-σέικ και όχι αυτά τα προκάτ σμούθις-φράουλα που με μαζικό τρόπο σερβίρουν τα άλλα μαγαζιά. Μιλκ-σέικ με φράουλες , γάλα, ζάχαρη, βανίλια και παγάκια, που τα χτυπάμε όλα μαζί στο μπλέντερ. Σερβίρουμε σε ψηλό ποτήρι με χοντρό καλαμάκι.
Δοκίμασα μια φράουλα το πρωί όταν ήρθαν στο μαγαζί. Ήπια μετά ένα σφηνάκι μιλκ-σέικ για να δοκιμάσω το αποτέλεσμα και έφυγα για το ιατρείο. Το μεσημέρι επέστρεψα στο café για ένα σύντομο έλεγχο και ανοίγοντας το ψυγείο μύρισα το άρωμα από φρεσκοκομμένες φράουλες που περίμεναν εκεί δροσερές και λαχταριστές για να γίνουν smoothies. Δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα του ψυγείου και αρχίζω έναν ξερόβηχα που δεν έλεγε να σταματήσει. Πήρα ένα μπουκάλι νερό και κατάπια μία γουλιά. Τίποτε. Το πρόβλημα συνεχιζόταν και κάποια στιγμή ένοιωσα να κλείνει ο λαιμός μου. Δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Δοκίμασα λίγο νερό. Τίποτε. Ο βήχας επίμονος. Και …φθάσαμε σ’ αυτό που φοβόμουν. Ο λαιμός μου έκλεισε τελείως και δεν μπορούσα να πάρω αναπνοή. Οίδημα λάρυγγος σκέφτηκα. Στα όρια του αλλεργικού σοκ. Αλλεργία στις φράουλες που την ενεργοποίησα με την πρώτη επαφή με φράουλες το πρωί και τελικά την πυροδότησα μ’ αυτήν την τελική εισπνοή του αρώματος φράουλας, που αναδύθηκε μέσα από το ψυγείο.
Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Ήξερα ότι σε δύο με τρία λεπτά θα λιποθυμήσω από έλλειψη οξυγόνου και αυτό θα είναι μοιραίο. Έκλεισα τα μάτια και τότε άκουσα αυτήν τη φωνή που διέσχισε σαράντα …τόσα καλοκαίρια για να με συναντήσει: «Μικλό γιατλό» Είδα τον εαυτό μου των δέκα χρόνων να κρατάει το χέρι του παιδιού κάτω από τη βρύση. Ξέχασα και το μηχανισμό της αλλεργίας και την ανοσοαντίδραση και σκέφτηκα με την απλή λογική του δεκάχρονου εαυτού μου.
Τι είναι ο λαιμός; είπα. Ένας σωλήνας. Αν προσπαθήσω στρίβοντας τελείως αριστερά και μετά τελείως δεξιά το κεφάλι μου, μήπως από κάποια πτυχή περάσει λίγος αέρας;
Το δοκίμασα και στην πέμπτη προσπάθεια από κάπου πέρασε λίγος αέρας. Μετά ακόμη λίγο και ακόμη λίγο, ώσπου κατάφερα κάπως να μιλήσω. Ζήτησα να μου φέρουν μία τυποποιημένη σύριγγα- στυλό με κορτιζόνη για αλλεργίες. Μόλις έκανα την ένεση μπόρεσα να αναπνεύσω άνετα.
Τις επόμενες μέρες μίλησα με συναδέλφους για την περιπέτειά μου. Οι περισσότεροι έδειχναν να μη καταλαβαίνουν πόσο κινδύνεψα. Κάποιοι είπαν: «Α ναι; Ήταν τόσο απλό;» Δεν γράφτηκε τίποτε σε καμία βιβλιογραφία και δεν ανακοινώθηκε σε κανένα συνέδριο.
Ένα πρωί δεν πήγα για δουλειά. Έμεινα μόνος. Σκέφτηκα πολύ. Προβληματίστηκα. Γύρισα στο παρελθόν. Είχα μπροστά μου ένα κομμάτι του εαυτού μου τόσο καθαρό , τόσο διαυγές και ανεπηρέαστο από μετέπειτα εμπειρίες, τόσο άτρωτο…
Υποσχέθηκα να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με τον «μικλό γιατλό», τον ανήσυχο μικρό γιατρό των δέκα χρόνων και να τον καλώ στα επείγοντα.
του Θεόδωρου Πρίντζη