Σάββατο 20.04.2024
More

    Driving home for Christmas

    Ένα διήγημα του Θεόδωρου Πρίντζη

    Το χιόνι πέφτει στο παρμπρίζ ενώ απομακρύνομαι από το στρατόπεδο. Είναι ένα είδος ξαφνικής ελευθερίας. Μια «παγωμένη ελευθερία» θα την έλεγα. Όπως το σπουργίτι που το έχεις αιχμαλωτίσει στο ζεστό δωμάτιο μια κρύα μέρα του χειμώνα και ξαφνικά ανοίγεις το παράθυρο και το αφήνεις να φτερουγίσει έξω στο χιόνι.

    Δεν με χαλάει ο στρατός. Ξέρω τι θέλω και τι με υποχρεώνουν να κάνω. Κάποιοι περνάνε καλύτερα και κάποιοι χειρότερα. Όμως αυτό το «μάθημα» το ξέρω από πολύ μικρός. Είμαι υιοθετημένος. Τι απέγιναν οι γονείς μου; Ααααα μη περιμένετε να σας οδηγήσω σε ένα χριστουγεννιάτικο μελό. Ως εδώ.

    Υπάρχουν κάποια γεγονότα που με ακολουθούν επίμονα. Είναι πράγματα που δεν μ’ αφήνουν να ησυχάσω τα καλοκαίρια, δεν μπορώ να ησυχάσω όταν πλησιάζουν μέρες όπως οι τωρινές… έρχονται ξανά τα Χριστούγεννα.

    Αυτό το ταξίδι απόψε μέσα στο χιόνι που πέφτει είναι… είναι κάτι που το κρύβω κι από τον εαυτό μου, είναι κάτι που έχει να κάνει με τον εγωισμό μου… είναι …είναι η Λώρα.

    Το είχα προσέξει όταν παίζαμε τα ξαδέρφια ότι κάποιοι με κοίταζαν κάπως. Σταματούσαν το παιχνίδι και ψιθύριζαν κάτι… κάτι που δεν έπρεπε να ακούσω. Εγώ με την αφέλεια του παιδιού περίμενα να τελειώσουν μ’ αυτά «τα μυστικά» για να συνεχίσουμε. Το έκαναν και οι γονείς τους. «Τι κάνει ο Μάνος ;» ρωτούσαν με ένα ενδιαφέρον και μια συμπόνια μαζί.

    Είμαι το θετό παιδί ενός ζευγαριού όχι και τόσο ισορροπημένου. Ο πατέρας κυνήγησε με πάθος το θέμα της υιοθεσίας μου, σίγουρος ότι το μητρικό φίλτρο θα την κάνει να μου αφιερώνει πάρα πολύ χρόνο και έτσι να είναι ευτυχισμένη. Η μητέρα πάλι είχε μεγάλο «κόλλημα» με τη χειροτεχνία και συχνά με έβαζε να τη βοηθάω όταν «δημιουργούσε». Θα το πω αυτό που σκέφτομαι τώρα γιατί στο στρατό εξοικειώθηκα ακόμα περισσότερο με την ρεαλιστική πλευρά της ζωής. Λοιπόν, πολλές φορές νόμιζα ότι η μητέρα αγαπούσε τα αντικείμενά της περισσότερο από μένα. Αρχίζει ξανά το μελό όμως, το μελό με παιδάκια που υποφέρουν και κρυώνουν τις παγωμένες μέρες των Χριστουγέννων και εγώ δεν θα κυλήσω σ’ αυτά. Όχι, όχι… εγώ στο μυαλό μου έχω μόνο τη Λώρα. Τα καλοκαίρια με τη Λώρα, τις νύχτες, τα όνειρα, τις φαντασιώσεις μου.

    Το ξέρω πως απόψε θα τη συναντήσω. Είναι κάτι οικογενειακό. Θα μαζευτούμε όλοι στο σπίτι της γιαγιάς. Η γιαγιά είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος που από τότε, από παιδί την ένοιωθα τόσο στοργική, με έναν άλλο τρόπο στοργική, σαν να είχε απομονώσει ένα κομμάτι της καρδιάς της μόνο για μένα, σαν να με ξεχώριζε με ένα δικό της τρόπο από τα άλλα εγγόνια.

    Περίμενα μέρες αυτήν την βραδιά. Μετά το φαγητό θα καθίσουμε όλοι κάτω για χαρτί, για συζητήσεις με τους άλλους, Πώς περνάς εκεί; Πώς είναι ο στρατός; Πώς είναι το πανεπιστήμιο; Έχεις κορίτσι; Πώς είναι;

    Δεν φοίτησα σε καμία σχολή. Περιπλανήθηκα μέχρι να τελειώσει η αναβολή μου σε διάφορες χαζές επιλογές. Προσπάθησα να γίνω μπάρμαν, άλλαξα σχολή και δοκίμασα μηχανές αυτοκινήτων, και πάλι πήγα σε ένα ΕΠΑΛ γιατί γνώρισα ένα κορίτσι που ήθελε να γίνει προπονήτρια βόλεϊ. Βγαίναμε, πηγαίναμε στη σχολή, διαβάζαμε μαζί, κάναμε σεξ και διαρκώς μου πιπίλιζε μια καραμέλα: «Είσαι αλλού. Δεν είσαι μαζί μου είσαι αλλού.». Δεν νομίζω ότι θα καταφέρω να έχω νορμάλ σχέση με άλλη γυναίκα όσο το μυαλό μου είναι κολλημένο στη Λώρα. «Όσο η ψυχή μου είναι δοσμένη σ’ αυτήν.»

    Αυτή η μεγάλη οικογένεια που περιέχει και τους θετούς γονείς μου, κάνει συχνά πολυπληθείς συναντήσεις. Έτσι όλα τα παιδιά βρισκόμαστε στη θάλασσα το καλοκαίρι, στη γιαγιά τα Χριστούγεννα, στο κτήμα του πατέρα της Λώρας το Πάσχα. Όπως σας έχω πει ήδη, είμαι μέλος του club, αλλά πώς να το πω: υπό προϋποθέσεις. Το νιώθω αυτό το μεγάλο αόρατο ερωτηματικό που αιωρείται πάνω από το κεφάλι μου. Τι θα πει υιοθετημένος; Και …και οι κανονικοί γονείς του που βρίσκονται τώρα; Δεν τον ψάχνουν; Μήπως έχουν πεθάνει; Μήπως ο θείος και η θεία τον βρήκαν στα συντρίμμια κανενός τρακαρισμένου αυτοκινήτου να κλαίει ανάμεσα στα αίματα των γονιών του; Πονάει η ψυχή του όταν τους σκέφτεται;

    Τα ξέρω όλα αυτά, τα φαντάζομαι χωρίς να τα ακούσω. Έχω βρει έναν τρόπο παραλλαγής μες την ομάδα. Δεν πρωτοστατώ, δεν μιλάω πολύ. «Εσύ γιατί δεν μιλάς;» Με ρωτάει η Λώρα. «Προτιμάω να ακούω» λέω. Δεχόμουν κάποιες ξαφνικές ερωτήσεις από τα παιδιά, που είτε από αθωότητα, είτε ένεκα αυτής της αμήχανης παιδικής κακίας προσπαθούσαν να με αιφνιδιάσουν. «Που είναι οι γονείς σου τώρα; Γιατί δεν είναι εδώ;». Για ποιους γονείς με ρωτάνε, σκεφτόμουν. Οι γονείς μου έλλειπαν συχνά από τις διακοπές μας, γιατί ο πατέρας είχε δουλειά και για τη μητέρα το καλοκαίρι ήταν σεζόν για να προωθεί τα χειροποίητα κοσμήματά της. Πήγαινα μόνος στο club κι αυτό έκανε τους άλλους να απορούν και να αναρωτιούνται ακόμη περισσότερο για την περίπτωσή μου.

    Δεν μιλούσα πολύ. Άκουγα εξυπνάδες, όνειρα, σκέψεις, τα αγόρια μιλούσαν περισσότερο για τους υπολογιστές τους και τα κινητά τους. Δεν υπάρχει κανείς χωρίς i phone, Τα κορίτσια μουσική, ντύσιμο, σειρές … Δεν μιλούσα όπως σας είπα. Άκουγα. Άκουγα και καραδοκούσα. Περίμενα μία και μοναδική ευκαιρία. Κατά κάποιον τρόπο είχα σχεδιάσει τις κινήσεις μου. Και μία μέρα έγινε. Είχα απομακρυνθεί. Δεν είχα πιάσει ποτέ στα χέρια μου ένα τζιτζίκι. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό το καλοκαίρι. Περπάτησα μέσα στα δέντρα μόνος μου. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ένα μοναδικό τζιτζίκι όταν ακούγονται όλα μαζί.

    Όπως προσπαθούσα να συγκεντρωθώ άκουσα βήματα. Η Λώρα. Ήρθε για μένα; Την πλησίασα από πίσω με ταχύτητα. Με είδε ξαφνικά και τρόμαξε. «Τι θέλεις εδώ;» με ρώτησε ανήσυχη. Δεν απάντησα. Ήμουν ήδη πολύ κοντά της. Είχε τόση αυτοπεποίθηση μαζί μου. Μάλλον είχε τόση αυτοπεποίθηση με όλους, όχι μόνο με μένα τον «αμίλητο υιοθετημένο», που ακούμπησε την πλάτη της σ’ έναν κορμό και μου είπε: «Εδώ είμαι, ορίστε, περιμένω να δω τι θα μου κάνεις». Την πλησίασα, την ακινητοποίησα και χωρίς να το περιμένει , χωρίς να μπορώ ούτε εγώ να συγκρατηθώ , την κοίταξα στα μάτια και τη φίλησα στο στόμα. Κράτησε την αναπνοή της, κοκκίνισε και βάζοντας δύναμη με έσπρωξε. Είχε μια γεύση τσίχλας με μια δόση άρωμα λουλουδιών. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό» είπε. Χαμογέλασα με ένα χαμόγελο υπεροχής -για πρώτη φορά όλα αυτά τα χρόνια – και δεν απάντησα. «Δεν έπρεπε…» μου είπε ξανά με θυμό και χωρίς να το καταλάβω έφαγα ένα χαστούκι. Συνέχισα να γελάω και έφυγε τρέχοντας.

    Ήμουν 14 χρονών. Την είδα να τρέχει και δεν ήξερα τι να συγκρατήσω πιο πολύ στην μνήμη των αισθήσεων: «Τη γεύση της; Την επαφή στο μάγουλο; Το απαλό άρωμα ρίγανης μαζί με αγριολούλουδα; Τα μάτια της; Την έκπληξη που με κοίταζαν; Τη θυμωμένη φωνή της;

    Σταμάτησε να με κοιτάζει τις επόμενες μέρες, όταν είμαστε όλοι μαζί. Με απέφευγε διακριτικά. Εκείνο το καλοκαίρι έγινα ακόμα πιο σκεφτικός και απόμακρος όταν ήμουν με τους άλλους. Τα Χριστούγεννα που ακολούθησαν στη γιαγιά, καθόταν συνέχεια μακριά μου. Πέρασαν κι άλλες χρονιές για να αρχίσουμε να μιλάμε. Αφήναμε μια υπόνοια ό ένας στον άλλο, ότι «έχουμε ξεχάσει» .

    Λώρα. Οδηγώ μέσα στο χιόνι και δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο. Μόνο που… εδώ, τώρα που ξεκίνησε ο χείμαρρος των αναμνήσεων, πρέπει να το πω, έχουμε ένα θεματάκι, ασήμαντο μεν, αλλά υπάρχει. Έχετε πάει στρατό; Έχετε φορέσει άρβυλα; Ναι; Ε λοιπόν όσες φορές και να πλύνεις τα πόδια σου υπάρχει θέμα με τους μύκητες. Σκέφτομαι πως θα καθίσω σταυροπόδι δίπλα στους άλλους στο στρωμένο δάπεδο της γιαγιάς για ένα απολαυστικό παιγνίδι με τραπουλόχαρτα, χωρίς να υπάρχει πρόβλημα. Έχω πάρει μαζί μου 2 ζευγάρια στρατιωτικές κάλτσες. Κάθισα και τις έπλυνα μέσα στο κρύο. Φύλαξα σκοπιά δίπλα στη σόμπα στο θάλαμο για να στεγνώσουν και τις έχω μαζί μου.

    Τι περιμένω να συμβεί; Νομίζω πως έχω κάποιο σχέδιο, αλλά δεν μπορώ να προβλέψω τις εκπλήξεις. Ξέρετε ο στρατός εκτός από τις εμπειρίες που σου προσφέρει, εκτός από τις δυνατότητες να μάθεις να ελίσσεσαι και να χειρίζεσαι τους άλλους προς όφελός σου, είναι και ένα πολύ καλό εργαστήριο για πειραματισμούς.

    Είναι ένα κλειστό σύστημα, απομονωμένο από το κοινωνικό περιβάλλον, αλλά από την άλλη έχεις να κάνεις με ζωντανούς ανθρώπους. Αυτό με τις λίγες γνώσεις που έχω από τη βιολογία είναι ένα πείραμα ανάμεσα στο in vivo και το in vitro.

    Αυτό που κάνω το έχω ονομάσει: «Πες μου το μυστικό σου». Κρατάω πάντα μια σοβαρή στάση με τα παιδιά, δεν συμμετέχω σε πειράγματα και αστειάκια και χοντράδες εις βάρος κάποιου, δεν μεταφέρω λόγια από τον έναν στον άλλο, δεν διασπείρω ειδήσεις του τύπου «Ράδιο αρβύλα». Παίζω με σιγουριά στην έδρα μου, γιατί από μικρός έχω μάθει να κρύβω το μυστικό μου, ξέρετε αυτό τη υιοθεσίας.

    Κρατάω μια στάση εσκεμμένης σιωπής, δημιουργώ ένα μυστήριο για το άτομό μου και κάθε καινούριος που έρχεται, τον προσεγγίζω να τον ενημερώσω, για όλα αυτά που πρέπει να ξέρει για τη μονάδα μας και παράλληλα προσπαθώ να εκμαιεύσω το μυστικό του. Υπάρχει λοιπόν σ’ αυτά τα παιδιά άλλος ένας υιοθετημένος, που όταν η συζήτηση προχώρησε, με δάκρια στα μάτια μου εκμυστηρεύτηκε ότι δεν τον συνόδευσε κανείς μέχρι το σταθμό όταν έφευγε για να παρουσιαστεί. Κάποιος άλλος μου είπε ότι ανησυχεί για τη σχέση του, γιατί υπάρχει ένας γνωστός της που την πολιορκεί στενά, εδώ και καιρό και τώρα που είναι μόνη της μπορεί να ενδώσει. Ένα παιδί από την Αθήνα έχει κάποιες δυσκολίες μέχρι να βρει, ποιος θα μπορούσε να τον προμηθεύσει κανένα τσιγαριλίκι, γιατί δεν θα αντέξει πολλές μέρες χωρίς αυτό και θα αναγκαστεί να ζητήσει αναβολή. Οι μορφωμένοι δεν θέλουν να πάνε σκοπιά και μαγειρεία γιατί το θεωρούν υποτιμητικό. Κάποια παιδία δεν έχουν χρήματα ούτε για έναν καφέ ή ένα σάντουιτς αν βρεθούν εξοδούχοι στη πόλη.

    Αυτό είναι το «Πες μου το μυστικό σου» και σκέφτομαι να βρω τον τρόπο να «στριμώξω» τη Λώρα., όχι για να κάνω τα ίδια όπως τότε… θα προσπαθήσω μόνο να…

    Πλησιάζω. Βλέπω τα φωτισμένα παράθυρα. Νομίζω ότι η καρδιά μου ξεκινάει ένα δικό της ρυθμό , όπως ξεκινάνε τα ντραμς και δεν ξέρεις ακόμη ποιο κομμάτι θ’ ακούσεις. Το σπίτι της γιαγιάς είναι μια αρχοντική μονοκατοικία και στην αυλή της υπάρχει αρκετός χώρος για να παρκάρουν όλοι. Μόνο που βλέπω ελάχιστα αυτοκίνητα. Δεν βλέπω το αυτοκίνητο της Λώρας , ούτε των γονιών της. Το χιόνι συνεχίζει να σκεπάζει τα δέντρα στην αυλή. Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Η καμινάδα βγάζει άρωμα κέδρου, από τα κούτσουρα που καίγονται στο τζάκι. Η καρδιά συνεχίζει το ντραμς. Δεν λέει να ακουστεί ακόμα το κομμάτι. Κατεβάζω το λουκάνικο με τα ρούχα μου.

    Στέκομαι μπροστά στην πόρτα. Χτυπάω το κουδούνι. Τα ντραμς συνεχίζουν ξέφρενα. Ακούω κάτι βηματάκια να πλησιάζουν από μέσα. Η πόρτα ανοίγει και “Merry Christmas, Mery Christmas…” είναι οι δύο δίδυμοι του μεγαλύτερου ξαδέλφου μου. Και μετά «Ο Μάνος! Ο Μάνος, γιαγιά ήρθε ο Μάνος από το στρατό.» Προσπαθώ να είμαι συγκρατημένος. «Πού είναι το όπλο σου; Δείξε μας το όπλο σου.» Γελάω, σέρνω το λουκάνικο μέσα για να κλείσει η πόρτα και τους παίρνω αγκαλιά και τους δύο. Έρχεται η γιαγιά και με αγκαλιάζει ενώ τους έχω ακόμη στα χέρια μου. «Μα πόσο δυνατός είσαι;» μου φωνάζουν. Περνάω στη σάλα και είναι όλοι εκεί. Δηλαδή όσοι έχουν φθάσει μέχρι τώρα.

    Ακούω ξανά και ξανά -όπως και τα προηγούμενα χρόνια- ευχές με μια δόση τυπικότητας, σαν ήρθε κάποιος, όχι ξένος, αλλά ούτε και πολύ δικός μας. Κάποιοι δεν σηκώνονται καν από τη θέση τους. Είναι εκεί λοιπόν οι γονείς των τρομερών διδύμων που δεν ξεκολλάνε από πάνω μου. Με ρωτάνε πάλι: «Πού είναι το όπλο σου» και τότε θυμούνται το λουκάνικο και τρέχουν προς τα κει . «Έχει κλειδωνιά, δεν ανοίγει, έχει κλειδωνιά.» φωνάζουν . «Δώσε μας το κλειδί» Χαμογελάω. «Δεν έχει όπλο εκεί, έχει μόνο τα ρούχα του» λέει η γιαγιά.

    Κάθομαι ανάμεσά τους. Η Λώρα δεν είναι εδώ. Λένε πως ο καιρός τους καθυστέρησε. Λένε κάτι που κάνει την καρδιά μου να αρχίσει να παίζει μια γλυκιά μελωδία. Λένε λοιπόν ότι θα έχουν έρθει όλοι μέχρι αύριο το μεσημέρι για το τραπέζι των Χριστουγέννων. Βάζουν ένα ποτήρι μπροστά μου και μου βάζουν κρασί. Πίνω μία γουλιά. Δεν μιλάω πολύ. Χαμογελάω ελάχιστα, μόνο αν είναι ανάγκη. Αρχίζω να μπαίνω στη λογική του πειράματός μου. Για να δούμε ποιο θα είναι το πρώτο πειραματόζωο.

    Είναι λοιπόν ο αδελφός της Λώρας με μία συμφοιτήτριά του και άλλες δύο από τις ξαδέλφες μου, που η μία κάνει μεταπτυχιακό και η άλλη σπουδάζει ακόμη. Είναι και οι γονείς τους. Κάποιος απ’ αυτούς με ρωτάει αν θα έρθουν και οι δικοί μου αύριο. Νομίζω πως δεν θα χάσουν αυτήν την οικογενειακή συγκέντρωση, προσπαθώ να πω με φυσικότητα. Μεταξύ μας πιστεύω ότι για κάποιο λόγο οι γονείς μου δεν θέλουν να συναντιόνται συχνά με τους υπόλοιπους της οικογένειας. Και είμαι σίγουρος ότι ακόμη κι αν έρθουν, θα μείνουν λίγες ώρες, θα μιλήσουν με τη γιαγιά, κάπως ψιθυριστά, κάπως συνωμοτικά, θα χαιρετήσουν τυπικά τους υπόλοιπους και μετά θα εξαφανιστούν.

    Πίνω μια μικρή γουλιά, ζητάω συγνώμη και σηκώνομαι, παίρνω το λουκάνικο και το πηγαίνω στο δωμάτιο μου. Είναι το ίδιο δωμάτιο που κοιμόμουν από τότε που ήμουν παιδί όταν πήγαινα στη γιαγιά. Βγάζω μερικά ρούχα από το λουκάνικο και τα βάζω σε μία κρεμάστρα να είναι έτοιμα για αύριο. Πηγαίνω στο μπάνιο, πλένω ξανά τα πόδια, βάζω καινούριες κάλτσες, πλένω επίμονα τις χρησιμοποιημένες στο χέρι, τις στραγγίζω καλά και πηγαίνω στο δωμάτιό μου.

    Τις βάζω σε μια στεγνή γκρι στρατιωτική πετσέτα και την απλώνω διπλωμένη στο καλοριφέρ ώστε να μη φαίνονται. Γυρίζω στο μπάνιο, βουρτσίζω τα δόντια μου και επιστρέφω στην παρέα. Πίνω μια μικρή γουλιά από το ποτήρι μου. Δεν ανησυχώ που δεν μου απευθύνουν το λόγο, σωπαίνω και περιμένω, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να απομονώσω το επόμενο πειραματόζωο.

    Η πιθανότερη για να ανιχνεύσω το μυστικό της είναι «το μεταπτυχιακό» της οικογένειας. Είναι η Έλενα. Έχω μία αρχική εντύπωση ότι τα παιδιά που συνεχίζουν τις σπουδές τους, που κάνουν μεταπτυχιακά και μάστερ και… και διάφορα άλλα τέτοια προχωρημένα, παραμελούν τον εαυτό τους και κατά κάποιον τρόπο αφοσιώνονται στην καριέρα τους εις βάρος της προσωπικής τους ζωής. Έτσι θεωρώ αυτά τα άτομα συναισθηματικά ευάλωτα που πολύ συχνά κάνουν λάθος επιλογές στους συντρόφους τους.

    Όπως σας είπα δεν μιλάω καθόλου και όπως το περίμενα η Έλενα με ρωτάει λεπτομέρειες για το στρατό. Οι αρχικές ερωτήσεις δείχνουν «αθώες» και μετά φαίνεται πως εντοπίζονται στο γενικότερο θέμα «Τι είδους άνθρωποι είναι οι μόνιμοι στρατιωτικοί;». Εδώ έχω μία πρώτη ένδειξη ότι πλησιάζω το μυστικό της.

    Ακολουθώ την τακτική μου. Όσα έχω μάθει αυτούς τους μήνες για τους ανθρώπους και για τα προβλήματά τους, αποκλεισμένος σε μια μονάδα στα βόρεια σύνορα, μαζί με άλλα παιδιά απογοητευμένα, στεναχωρημένα, με ένα παράπονο ότι ο στρατός δεν είναι ο ίδιος για όλους και ότι κάποιοι περνάνε προκλητικά καλύτερα τη στρατιωτική τους θητεία. Εδώ , πιστέψτε με εδώ, είναι το καλύτερο περιβάλλον για να μάθεις τους ανθρώπους. Να μάθεις τις αδυναμίες τους. Να τους αποδεχτείς όπως είναι και να τους συμπαρασταθείς στον πόνο τους, γιατί ψυχαναλυτής δεν θα γίνεις ποτέ, όμως αυτό που μαθαίνεις εδώ, είναι ότι όλοι οι άνθρωποι υποφέρουν, ακόμα και αυτοί που δείχνουν πιο δυνατοί, έχουν ένα αγκάθι στην καρδιά τους. Και το δικό μου αγκάθι το ξέρετε, το δικό μου αγκάθι είναι η Λώρα.

    Πάμε τώρα στα θέματα της Έλενας. Αρχικά πρέπει να πω ότι δεν μπορώ να της μεταβιβάσω όλες τις σκέψεις μου για τους μονιμάδες, τους καραβανάδες και άλλα κακά κοσμητικά επίθετα για τους επαγγελματίες του στρατού. Της τονίζω πως ο άνθρωπος που διαλέγει επαγγελματικά το στρατό, ποθεί μια σιγουριά, μία εξασφάλιση, μια κεραμίδα πάνω από το κεφάλι του όπως έλεγαν παλιότερα. Είναι άνθρωποι πρακτικοί που εξασφαλίζουν κατ’ αρχάς την επιβίωση. Το ότι βρίσκονται στο στρατό είναι μία επιπλέον ασφαλιστική δικλείδα για τη ζωή τους, γιατί ο στρατός δεν διώχνει κανέναν από τους κόλπους του , πριν κλείσουν τα χρονικά περιθώρια.

    Όπως καταλαβαίνετε δεν μπορώ να της εξηγήσω ότι οι στρατοί και οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα καρκίνωμα για κάθε κοινωνία και η πιθανότητα πολέμου χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς , περισσότερο για καταστολή των εσωτερικών αντιπάλων , παρά υφίσταται στην πραγματικότητα , ειδικά στα πολιτισμένα κράτη.

    Βαρύγδουπα ονόματα όπως Καραϊσκάκης, Κολοκοτρώνης, Αλέξανδρος, χρησιμοποιούνται μόνο εν καιρώ πολέμου, για να ενισχύουν το φρόνημα των ανδρών που διοικείς, με έναν τρόπο όπως θυμάσαι τα θέματα SOS για να δώσεις εξετάσεις και μετά τα ξεχνάς και συνεχίζεις τις δραστηριότητές σου. Κάπως έτσι και οι στρατιωτικοί, εν καιρώ ειρήνης, χτυπάνε το 8ωρό τους στο στρατόπεδο, κάνουν ρουτινιάρικα κάποιες ενέργειες προσποιούμενοι την ευθιξία, τη δύναμη κρούσης, την ετοιμότητα και ότι άλλο νομίζουμε εμείς ότι αντιπροσωπεύει ο στρατός και γυρνάνε το μεσημέρι σπίτι τους, για να βυθιστούν στα οικογενειακά τους προβλήματα και στις υποχρεώσεις τους, όπως όλοι μας. Και οι Καραϊσκάκηδες και τα άλλα παιδιά με τα μεγαλεία και τις εκστρατείες πέφτουν για ύπνο, μέχρι να ξανά -προκύψει θερμό επεισόδιο.

    Δεν θα τα πω όλα αυτά στην Έλενα, γιατί έχω το σκοπό μου. Θα πω λοιπόν ότι οι στρατιωτικοί είναι προσγειωμένοι άνθρωποι που κοιτάνε να εξασφαλίσουν την επιβίωση και θέλουν να είναι τυπικοί με το κράτος και τις υποχρεώσεις τους σαν πολίτες. Αυτό είναι το γενικό φάσμα. Όμως όσοι θέλουν να κάνουν μεταπτυχιακά είναι καριερίστες και άνθρωποι με φιλοδοξίες και είναι πράγματι ξεχωριστοί γιατί κινούνται πάνω από το μέσο όρο.

    Την βλέπω να ενθουσιάζεται και αρχίζει να μου λέει ότι υπάρχει ένας ενδιαφέρων τύπος που κάνει μεταπτυχιακό δίπλα της και της έχει κινήσει το ενδιαφέρον, γιατί έχει καταπληκτικές επιδόσεις στα τεστ και είναι πολύ μεθοδικός στη δουλειά του. Για να προσωποποιήσω την πληροφορία την ρωτάω να μου πει το όνομά του μήπως έχω ακούσει κάτι γι αυτόν στο στρατόπεδο. Μου το λέει και να που φθάσαμε στο πρόσωπο. Τώρα πρέπει να πάμε στις λεπτομέρειες.

    Εδώ πρέπει να γίνει μια ντρίπλα. Δεν ασχολούμαι άλλο με τον τύπο και τη ρωτάω για να απομακρυνθώ από το θέμα μας, άλλα πράγματα για τη ζωή της στην Αθήνα. Αν βγαίνει, πού πηγαίνει, πώς περνάει τον καιρό της. Σας έχω πει τι κάνω. Δεν τρελαίνομαι να μάθω. Τηρώ τις αποστάσεις. Δεν με νοιάζει ποιος είναι ο τύπος. Και ενώ η συζήτηση περιφέρεται από club σε στέκια και σε πάρτι, ξαφνικά μου πιάνει τα χέρια και μου λέει ότι τα έχει φτιάξει μ’ αυτόν, ότι δεν το γνωρίζουν οι γονείς της, ότι οι συναντήσεις τους γίνονται στο σπίτι της, ότι αυτός έχει αφήσει τα ρούχα του και τις στολές του εκεί, ότι … Ναι καλά το καταλάβατε . Υπάρχουν και μερικά θέματα πιο επείγοντα. Όταν τελειώσει το μεταπτυχιακό, ο στρατός θα τον στείλει στις Βρυξέλλες και πρέπει να πάει μαζί του. Με ποιά δικαιολογία όμως;

    Ετοιμάζομαι να της πω ότι όταν προκύψουν αυτά τα θέματα να με ενημερώσει για να την βοηθήσω. Όμως οι δίδυμοι δεν έχουν σταματήσει να ενοχλούν τους πάντες, να ρωτάνε και να ζητάνε απαντήσεις και όλοι να έχουν κουραστεί και ξεκινάει μία γκρίνια, μια εορταστική γκρίνια. Αναλαμβάνω εγώ, εγώ που νομίζω ότι ξέρω τους ανθρώπους και τους φωνάζω να τους μιλήσω για το στρατό. Σκέφτομαι Λώρα, σκέφτομαι, ναι … Λώρα, πόσους ρόλους θα χρειαστεί να παίξω απόψε μέχρι να σε ξαναδώ;

    Τους λέω να μου φέρουν ένα φουσκωτό μπαστούνι του Αϊ Βασίλη από το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τους περιγράφω πως είναι το όπλο. Έχει ένα κουμπί εδώ, κοντά στη σκανδάλη που όταν το γυρίζεις διαλέγεις αν θα ρίχνει μία -μία τις σφαίρες ή περισσότερες. Όταν διαλέγεις περισσότερες γίνεται πολυβόλο. Αν κάποιος εχθρός έρθει πολύ κοντά σου, μπορείς να βάλεις εδώ στην κάνη ένα μικρό ξίφος, που λέγεται λόγχη και το κάνεις κάτι σαν ακόντιο και μπορείς να τον χτυπήσεις μ’ αυτό. Και φυσικά μου το άρπαξαν από τα χέρια για να χτυπήσει ο ένας τον άλλο με τη ξιφολόγχη. Και μετά τους είπα το «πρηνηδόν» και ξάπλωσαν και οι δυο μπρούμυτα για να πυροβολούν χωρίς να τους βλέπει ο εχθρός. Και μετά κρατήσαμε το όπλο παρά πόδας και φυλάξαμε σκοπιά μέσα στη νύχτα, για να μη έρθουν οι εχθροί και ξυπνήσουν τους άλλους, τους φίλους μας που κοιμούνται τέτοια ώρα. Οι δίδυμοι είναι ακούραστοι και μόνον εγώ μπορώ να τους απασχολήσω για να μη ενοχλούν την υπόλοιπη παρέα με τις σκανδαλιές τους.

    Δεν ξαναμίλησα με την Έλενα. Κάποια στιγμή – η ώρα είχε περάσει – νυστάξαμε και πήγαμε για ύπνο. Ξάπλωσα ανάσκελα και δεν έσβησα το φως. Έχω ένα θέμα να σκεφτώ, έχω μια ανησυχία και δεν κοιμάμαι. Δεν ξέρω πόση ώρα περνάει χωρίς να κοιμάμαι. Ξαφνικά νομίζω ότι πιάνω μια μυρωδιά καπνού. Σηκώνομαι και βγαίνω από το δωμάτιο ξυπόλητος. Βλέπω πολύ καπνό να έχει πλημμυρίσει τον διάδρομο. Ακούω βήχα και πηγαίνω προς τα κει. Το τζάκι και τα μάλλινα που είναι στρωμένα κοντά σ’ αυτό φλέγονται. Προχωράω στη σάλα και ακούω μικρά βηχαλάκια από τα δίδυμα. Τους ανακαλύπτω κάτω από το τραπεζομάντιλο του μεγάλου τραπεζιού, να βήχουν και να κλαίνε φοβισμένοι. Θυμάμαι ότι είχαν δοκιμάσει και πριν να πλησιάσουν το τζάκι, αλλά τους αποτρέψαμε. Τους παίρνω αγκαλιά και τους απομακρύνω. Γυρίζω και πλησιάζω στο δωμάτιο της γιαγιάς που κοιμάται με ανοιχτή πόρτα. Βήχει ασταμάτητα και φαίνεται πως εισέπνευσε αναθυμιάσεις στον ύπνο της και έχει ζαλιστεί και δεν μπορεί να σηκωθεί. Την πιάνω από τις μασχάλες και προσπαθώ να την τραβήξω έξω από το δωμάτιο. Φθάνω με τη γιαγιά κοντά στην εξώπορτα και την αφήνω στο δάπεδο για να φωνάξω με όλη μου την δύναμη να με ακούσουν οι γονείς των παιδιών. Κάποιος φαίνεται να κατεβαίνει από τον επάνω όροφο και του λέω να καλέσει ασθενοφόρο. Η γιαγιά βήχει έντονα, έχει σπασμούς, σαν να μη τη φθάνει το οξυγόνο, βήχει ασταμάτητα, δεν προλαβαίνει να εισπνεύσει, φαίνεται έτοιμη να πνιγεί στο βήχα της.

    Νιώθω τις πατούσες μου να καίνε υπερβολικά. Μόλις με πλησιάζει ο πατέρας των παιδιών επιστρέφω στο σαλόνι για να διαπιστώσω ότι το χαλί καπνίζει σαν τεράστιο τσιγάρο, χωρίς φλόγες, αλλά με μια καύτρα που παράγει πολύ καπνό. Φθάνω στο τραπέζι, αρπάζω ένα ανθοδοχείο με χριστουγεννιάτικα λουλούδια, τα βγάζω και αδειάζω το νερό στο χαλί. Πηγαίνω στο μπάνιο και το ξαναγεμίζω. Ρίχνω κι άλλες φορές νερό στο χαλί. Τα πόδια μου καίνε και το κάψιμο έχει γίνει πόνος.

    Ακούω το ασθενοφόρο να πλησιάζει. Έχουν ξυπνήσει όλοι και βρίσκονται δίπλα στη γιαγιά και στα παιδιά στην είσοδο του σπιτιού. Όταν μας βάζουν στο ασθενοφόρο συμβουλεύω όσους θα μείνουν σπίτι να μη καλέσουν πυροσβεστική γιατί αν μπει μέσα η μάνικα θα πέσει τόσο νερό που δεν θα μπορέσουν να κάνουν Χριστούγεννα αύριο.

    Πηγαίνουμε προς το νοσοκομείο. Στη διαδρομή οι δίδυμοι με ενημερώνουν ότι δεν είχαν ύπνο. Σηκώθηκαν, πήγαν στη σάλα, πλησίασαν το τζάκι, τράβηξαν το προστατευτικό κιγκλίδωμα, και έπαιξαν με τα φτυαράκια σκαλίζοντας τα κάρβουνα. Φαίνεται λοιπόν πως κάτι έπεσε στο χαλί, έγινε ανάφλεξη, τρομοκρατήθηκαν και κρύφτηκαν κάτω από το τραπέζι. Η μητέρα τους που είναι μαζί μου στο ασθενοφόρο τους ακούει τρομοκρατημένη, κρατώντας το χέρι της γιαγιάς που δεν έχει σταματήσει να βήχει.

    Φθάνουμε στο νοσοκομείο. Μας παίρνουν σε διαφορετικά ιατρεία. Με πηγαίνουν στα εγκαύματα. Έχω σοβαρά εγκαύματα στα πέλματα. Με ξαπλώνουν σε ένα χειρουργικό κρεβάτι και περιποιούνται τα πόδια μου. Ο πόνος αρχίζει να γίνεται αφόρητος. Μέχρι τώρα δεν έδινα σημασία γιατί είχα το μυαλό μου στα παιδιά και στη γιαγιά. Συνεχίζω να πονάω και το λέω στον τραυματιοφορέα που με πηγαίνει προς το θάλαμο. Ενημερώνει τις νοσοκόμες και μου περνάνε ορό για να μου χορηγούν ενδοφλέβια παυσίπονα. Νομίζω ότι θα μείνω άυπνος από τους πόνους, αλλά λίγο τα παυσίπονα, λίγο η κούραση , νοιώθω τα βλέφαρά μου να βαραίνουν και με παίρνει ο ύπνος.

    Ξυπνάω… Χριστούγεννα στο Νοσοκομείο. Μία συμπαθητική μελαχρινή με μεγάλα μαύρα μάτια, πού έχει την εφημερία της στο τμήμα εγκαυμάτων ανήμερα Χριστούγεννα μου χαμογελάει , μου κλείνει το μάτι και μου λέει: “Merry Christmas and the Happy New Year .”

    Και ίσως να τελείωναν όλα εδώ, όμως πρέπει να μείνω λίγες μέρες για θεραπεία. Οι πατούσες μου έχουν κάποιες φυσαλίδες και θα κάνω πολύ καιρό να ξαναφορέσω άρβυλα όπως μου λέει το κορίτσι. Σκέφτομαι ότι θα έχω απαλλαγή από τις σκοπιές και κάποιες υπηρεσίες και μάλλον μέχρι να απολυθώ θα περάσω πολύ ξεκούραστα. Ρωτάω τι γίνονται οι άλλοι που βρίσκονται, αλλά δεν ξέρει να μου απαντήσει. Πιάνω το κινητό μου και πριν το χρησιμοποιήσω με καλούν και είναι… η Λώρα. «Έλα Μάνο μου…» είπε «μου…» είπε «μου…» το ακούσατε κι εσείς έτσι; Δεν κάνω λάθος; Είπε «μου…» Με ρωτάει πώς είμαι. Της απαντάω όσο πιο ψύχραιμα μπορώ. Ναι, ναι φυσικά και είμαι καλά, δεν κινδυνεύω. Μου λέει ότι μόλις έφθασε και λυπήθηκε πολύ που δεν θα κάνουμε όλοι μαζί Χριστούγεννα. Έχει συνδυάσει κι εκείνη αυτές τις γιορτές κοντά στη γιαγιά και είναι πολύ στενοχωρημένη που θα μείνουμε στο νοσοκομείο. Τη ρωτάω αν ξέρει πού έχουν τη γιαγιά και σημειώνω το δωμάτιο. Με ρωτάει αν πονάω και της λέω ότι τα έντονα συμπτώματα έχουν αρχίσει να περνάνε. Με ενημερώνει ότι τα δίδυμα θα μείνουν ένα 24ωρο, δεν έχουν κάτι σοβαρό απλά θα τα κρατήσουν για προληπτικούς λόγους. Φαίνεται να έχει ενημερωθεί για την αυτοθυσία μου, να σώσω τη γιαγιά και τα παιδιά, πιάνω στην ατμόσφαιρα μία άλλη προσέγγιση… αλλά βιάζεται να κλείσει και με προσγειώνει ανώμαλα.

    Μένω μόνος μου. Φέρνω τη φωνή της στη σκέψη μου. Κλείνω τα μάτια και βάζω να παίξει το mp3 της ψυχής μου τη φράση: «Μάνο μου…» «Μάνο μου…» «Μάνο μου…» ξανά και ξανά και ξανά.

    Μετά από ώρα μπαίνει στο θάλαμο εκείνη η συμπαθής νοσηλεύτρια και με βλέπει να ψιθυρίζω το «μάντρα»: «Μάνο μου… Μάνο μου… Μάνο μου…» και να ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανεβαίνω. Αν υπάρχει πιο ψηλά κι από τον έβδομο ουρανό πρέπει να το έχω περάσει εδώ και ώρα αυτό το όριο.

    Ανοίγω τα μάτια μου και τη ρωτάω – έτσι για να κάνουμε λίγο διάλογο- γιατί είμαι μόνος μου στο θάλαμο. Δεν υπάρχουν άλλοι ασθενείς; Μου εξηγεί ότι τα εγκαύματα «είναι της μόδας» το Πάσχα με τα βεγγαλικά, τα κάρβουνα στο ψήσιμο και τις λαμπάδες στην εκκλησία. Τη ρωτάω πόσο κοντά είναι ο θάλαμος της γιαγιάς. Μου λέει ότι δεν θα μπορέσω να περπατήσω. Μήπως αν βρίσκαμε ένα αμαξίδιο; Προσφέρεται να με σπρώξει η ίδια. Φθάνουμε στη γιαγιά. Εκεί διαπιστώνω ότι όλη σχεδόν η οικογένεια βρίσκεται γύρω της και κάνουν διάφορα για να την ανακουφίσουν. Όλοι εκτός από τη Λώρα… Φυσικά και δεν καρφώνομαι να ρωτήσω που είναι. Η γιαγιά με σωληνάκι οξυγόνου στη μύτη και το προσκέφαλο ανασηκωμένο για να αναπνέει πιο άνετα, μας κοιτάζει και δείχνει ανακουφισμένη που μας έχει όλους τριγύρω της. Μόνο που… όταν με βλέπει στο αμαξίδιο δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

    Η νοσοκόμα μου, ανυπόμονη γιατί έχει εγκαταλείψει το πόστο της, ζητάει ευγενικά συγνώμη και με επιστρέφει στο θάλαμο μου. Με βοηθάει να ανεβώ και να ‘μαι πάλι εδώ ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα πόδια λίγο πιο υπερυψωμένα και χωρίς σκεπάσματα σε κοινή θέα τα καμένα πέλματα.

    Πλησιάζει το μεσημέρι. Έχουν σερβίρει το φαγητό, αλλά δεν έχω όρεξη. Εγώ έχω μόνο ένα πράγμα στο μυαλό μου και δεν υπάρχει περίπτωση να με αποσπάσει τίποτε άλλο από τις σκέψεις μου.

    Μπορεί και να είχα κλείσει για λίγο τα μάτια μου, μπορεί να άκουσα ένα θρόισμα γυναικείου ρούχου, μπορεί να έπιασα ένα άρωμα να διεισδύει ανάμεσα στα μόρια του αέρα. Βλέπω τη Λώρα στην πόρτα του θαλάμου. «Μάνο…» πλησιάζει και κοιτάζει τις φυσαλίδες στα πόδια μου. Θυμάται κανείς το θεματάκι που συζητούσαμε, για το στρατό, για τα άρβυλα…. Αυτό που ήθελα να κρύψω, αυτό και μόνον αυτό, βρίσκεται μπροστά της και μάλιστα με το δάχτυλο κάνει και μια κίνηση και αγγίζει τη μεγαλύτερη από τις φουσκάλες. Φαντάζομαι να καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να μιλήσω. Μόνο την κοιτάζω, την κοιτάζω και… κάνει ένα βήμα στο πλάι και έρχεται δίπλα μου, με αγκαλιάζει, σφίγγει τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό μου και μου δίνει ένα φιλί, τόσο δυνατό και τόσο ειλικρινές, σαν εκείνο το φιλί που έδωσα εγώ εκείνο το καλοκαίρι….

     

    Ιωάννινα 17-12-2020

    Θεόδωρος Πρίντζης

    teoprintzi@yahoo.gr

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ