Η ζωή του ξεχωριστού μουσικού παραγωγού που ήταν ο άνθρωπος πισω από το μυθικό «Φλου» του Παύλου Σιδηρόπουλου και των «Σπυριδούλα»
Οι νύχτες στις Κάννες, η δισκογραφία και η διαδρομή ενός αυθεντικού ανθρώπου που έκανε πάντα αυτό που ένιωθε.
Το τραίνο από τις Κάννες έχει μόλις σταματήσει στον σταθμό του Σαν Ρέμο, οι πόρτες ανοίγουν και όλοι οι επιβάτες αρχίζουν να κατεβαίνουν και να βαδίζουν προς την έξοδο, εκτός από δύο άνδρες. Αυτοί αρχίζουν να τρέχουν σαν να τους κυνηγάνε, γελώντας και φωνάζοντας ο ένας στον άλλο με αυτό το ελληνικό ταμπεραμέντο, που δύσκολα το αφήνουμε πίσω μας. Το τρέξιμο για τον Θοδωρή Σαραντή και τον Βασίλη Λούκα είχε συγκεκριμένο σκοπό και αυτός ήταν ένα μικρό μαγαζί στο Σαν Ρέμο με 45άρια δισκάκια.
Ήθελε να φτάσει πρώτος για να διαλέξει τα singles που μάζευε ως φανατικός συλλέκτης, αφήνοντας τον φίλο του πίσω, σε μια άτυπη κούρσα ταχύτητας. Ο Σαραντής ήταν φανατικός εραστής του βινυλίου, αρνούμενος πεισματικά να εντρυφήσει στο cd, όταν κυκλοφόρησε, εξακολουθώντας να παίζει με πικάπ στις εκπομπές του. Η βελόνα στο αυλάκι της ζωής του κόπηκε χθες στα 76 του χρόνια από ανακοπή καρδιάς, σκορπίζοντας θλίψη για την φυγή ενός ανθρώπου που ήταν πάντα ο εαυτός του, ακόμη και ως executive στέλεχος της μεγαλύτερης δικσογραφικής εταιρίας στην Ελλάδα τότε.
Κάποιοι παλιοί του φίλοι τον θυμήθηκαν γράφοντας για τα εφηβικά του χρόνια στα τσιμεντένια γήπεδα του 6ου Γυμνασίου Αρρένων, στην περιοχή του Μετς. Ο Θοδωρής μεγάλωσε σε μια γειτονιά κοντά στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και ως πιτσιρικάς ήταν καλός στο μπάσκετ, διαθέτοντας γλυκό σουτ και μια ντελικάτη τρίπλα. Έτσι τον περιέγραψε ο Παναγιώτης Μήλας σε μια ανάρτηση, μια από τις εκατοντάδες που αναρτήθηκαν για έναν αυθεντικό άνθρωπο, που πάντα έλεγε αυτό που πίστευε.
«Ήταν εξω καρδιά ο Θοδωρής, ένα μεγάλο παιδί που αρνιόταν να μεγαλώσει, ευθύς και αληθινός» λέει ο γνωστός παραγωγός Βασίλης Λούκας.
Για πολλούς ο Σαραντής ήταν και η εξαίρεση στον κανόνα του executive στελέχους μιας δισκογραφικής εταιρίας, στην οποία ήταν διευθυντής στο τμήμα του διεθνούς ρεπερτορίου της. Ένας νεαρός δημοσιογράφος το κατάλαβε όταν μια μέρα βρέθηκε στα γραφεία της ΕΜΙ για να πάρει δίσκους-τα περίφημα «δείγμα δωρεάν»- και ζήτησε κάποια επιπλέον άλμπουμ που του άρεσαν. Το στέλεχος της εταιρίας του είπε ότι δεν μπορούσε να του τα βγάλει επειδή δεν είχαν έρθει πολλά κομμάτια και εκείνη την ώρα ο Θοδωρής Σαραντής μπήκε στο γραφείο.
Ο Παύλος, ο Keith και το μηχάνημα του διαβόλου
Χαιρέτησε τον δημοσιογράφο και όταν ο τελευταίος έφευγε και πέρασε μπροστά από το γραφείο του, τον φώναξε μέσα και του έδωσε ένα χαρτί για να κατέβει στην αποθήκη της EMI. Του είχε «κόψει» αυτός τους επιπλέον δίσκους που είχε ζητήσει, λέγονάς του μόνο ότι ήθελε να μείνει μεταξύ τους η ιστορία, για να μην «αδειάσει» τον συνεργάτη του που αρνήθηκε. Λάτρης της ξένης μουσικής, αγάπησε πολύ το ραδιόφωνο και μεγαλούργησε στον 9,84 για δεκαετίες με την εκπομπή «Τα καλύτερά μας χρόνια», η οποία είχε φανατικό κοινό.
Λάτρευε να δίνει το παρόν κάθε χρόνο στις Κάννες με αφορμή το MIDEM, το κορυφαίο event της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας και να «στροβιλίζεται» στα δεκάδες πάρτι που δίνονταν κάθε βράδι κατά μήκος της Κρουαζέτ. Με την ίδια άνεση που κυκλοφορούσε στην Κυανή Ακτή, κυκλοφορούσε και στην Πλατεία Εξαρχείων, εκεί που γνώρισε ένα βράδυ τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Δεκαετίες μετά σε μια συνέντευξή του δεν θυμόταν πως είχε γνωριστεί με τον κατά πολλούς Έλληνα Jim Morrison, ο οποίος τον προσέγγισε κάποια στιγμή την άνοιξη του 1978 λέγοντας του αν ενδιαφέρεται να ακούσει κάποια τραγούδια που ετοίμαζε με τους «Σπυριδούλα».
Ο Σαραντής πάει σε ένα νεοκλασσικό κάτω από την πλατεία Αμερικής και περνώντας την είσοδο βλέπει πολύ κόσμο μέσα στο σπίτι και το γκρουπ να προβάρει. Διαθέτοντας μουσικό αυτί επιστρέφει στην εταιρία και μιλάει με τον τότε διευθυντή της Γιώργο Πετσίλα, ένα ιδιοφυές στέλεχος με ανοιχτό μυαλό, που του δίνει το οκ να προχωρήσει. Αναλαμβάνει την παραγωγή του άλμπουμ, που θα ηχογραφηθεί μετά βασάνων και κόπων, επειδή ο Παύλος έχει μπει για τα καλά στον δρόμο της εξάρτησης από τα ναρκωτικά και η διάθεσή του αλλάζει συνέχεια.
Δεν θέλει να βλέπει πια τους άλλους όπως είπε ο Θόδωρος χρόνια μετά γι’ αυτό ο τελευταίος ως παραγωγός βάζει το συγκρότημα να ηχογραφεί την μουσική και όταν φεύγουν από το στούντιο, φέρνει τον Σιδηρόπουλο να τραγουδήσει. Το «Φλου» είναι ένας από τους δίσκους που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ελληνική ροκ σκηνή αν και όταν κυκλοφόρησε δεν πούλησε πολύ, όχι τουλάχιστον όσο θα ήθελε η εταιρία.
Ιδιαίτερα επιλεκτικός σαν παραγωγός, ο Σαραντής ανέλαβε τον δίσκο των Sharp Ties που σάρωσε όταν βγήκε με το «Get that beat», όμως η αγάπη του ήταν μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Λάτρης του πολυσυλλεκτικού ραδιοφώνου, έπαιζε συγκλονιστικά τραγούδια, πάντα στο πικάπ, αρνούμενος να εντρυφήσει στην έλευση του cd, που σάρωνε σταδιακά το βινύλιο.
Αποκαλούσε το cd player «μηχάνημα του διαβόλου», όμως «υποτάχθηκε» σε αυτό εξαιτίας ενός ζωντανά ηχογραφημένου άλμπουμ από τον μεγάλο πιανίστα της τζαζ Keith Jarret, το «The Koln Consert». Τα σκρατς που άκουγε όταν τον έβαλε στο πικάπ, αυτά που ενίοτε λάτρευε σε άλλους δίσκους, αυτή την φορά τον ενοχλούσαν σε μια ηχογράφηση με μόνο όργανο ένα πιάνο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε με προβλήματα υγείας, έχοντας ήδη ένα by pass από τα παλιά να ακολουθεί ως ενθύμιο έναν άνθρωπο που αρνήθηκε να αλλάξει και να εκμοντερνιστεί.
Έναν άνθρωπο που αγαπούσε να ακούει την Marian Faithfull, όσο και τον Bill Evans, λάτρης καλής μουσικής που μίσησε από την πρώτη στιγμή τις «λίστες» στα ραδιόφωνα. Όπως έλεγε μάλιστα σε μια ραδιοφωνική του συνέντευξη, κάθε μέρα πήγαινε σε συγκεριμένο καφενείο όπου η βελόνα τπου ραδιοφώνου ήταν πάντα κολλημένη στον ίδιο σταθμό. Ο συγκεριμένος έπαιζε λαϊκό ρεπερτόριο και ο Σαραντής σε δύο μέρες ήξερε ποιο τραγούδι ακολουθεί μετά, κάτι που γι’ αυτόν δεν ήταν ραδιόφωνο.
Η φυγή του πήρε μαζί της και «Τα καλύτερα μας χρόνια» άρρηκτα δεμένα με την εξαιρετική και βραχνή ενίοτε φωνή του, αλλά και τα «σκρατς» από τα βινύλια που έπαιζε στα πικάπ του.