Διήμερη συνάντηση των υπουργών Υγείας του G7 στη Βρετανία
Η παγκόσμια πρόσβαση στα εμβόλια και τα μέσα εντοπισμού υγειονομικών κινδύνων που συνδέονται με τα ζώα βρίσκονται στην ατζέντα των υπουργών Υγείας της G7, oι οποίοι θα συναντηθούν σήμερα και αύριο στη Βρετανία.
Σύμφωνα με το βρετανικό υπουργείο Υγείας, πρόκειται «να δεσμευτούν για την καταπολέμηση των μελλοντικών υγειονομικών απειλών, συνεργαζόμενοι για τον εντοπισμό των προειδοποιητικών σημάτων που προέρχονται από τα ζώα και το περιβάλλον», σύμφωνα με το βρετανικό υπουργείο Υγείας.
Επίσης, σκοπεύουν να υιοθετήσουν μια «νέα προσέγγιση για να αποφευχθεί η διάδοση ασθενειών», καθώς τρεις στις πέντε λοιμώξεις περνούν από τα ζώα στους ανθρώπους, διευκρίνισε το υπουργείο.
Σημειώνεται ότι οι υπουργοί Υγείας των επτά ανεπτυγμένων οικονομικά κρατών του πλανήτη (Γερμανία, Καναδάς, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία και Βρετανία) θα συναντηθούν εν μέσω αυξανόμενων αιτημάτων προς τις πλούσιες χώρες να κάνουν περισσότερα για να διευκολύνουν τον εμβολιασμό για τον κορωνοϊός στις φτωχές χώρες, στις οποίες οι δόσεις φτάνουν με το σταγονόμετρο.
Καλούνται επίσης να εξετάσουν έκθεση που προετοίμασε η βρετανική διπλωματία, αναφορικά με τις προόδους που έχει επιτύχει η G7 από το 2015 για να βελτιώσει την πρόσβαση σε εμβόλια στον κόσμο και για να βοηθήσει στον έλεγχο των μολυσματικών ασθενειών.
Οι χώρες της G7 έχουν ήδη δεσμευτεί να αυξήσουν την βοήθειά τους προς τον COVAX. Μάλιστα, ο υπουργός Υγείας της Βρετανίας Ματ Χάνκοκ δήλωσε ότι περισσότερες από μισό δισεκατομμύριο δόσεις του εμβολίου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και της AstraZeneca, έχουν παραδοθεί στον κόσμο, στην πλειονότητά τους σε φτωχές χώρες. Ωστόσο, τα αιτήματα να επιταχυνθεί ο διαμοιρασμός των εμβολίων κατά της COVID-19 πολλαπλασιάζονται.
Στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της G7, αύριο στο Λονδίνο, η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, θα παρουσιάσει ένα σχέδιο με μειωμένο κόστος που θα επιτρέψει να δοθεί τέλος στην πανδημία διευρύνοντας τον εμβολιασμό κατά της COVID-19.
Το σχέδιο αυτό εκπονήθηκε σε διαβούλευση με την Παγκόσμια Τράπεζα, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και «απαιτεί» πράγματι μια οικονομικά περιορισμένη προσπάθεια, 50 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που απέχει πολύ από τα 1.900 δισ. του πιο πρόσφατου σχεδίου τόνωσης της οικονομίας των ΗΠΑ.