Πέμπτη 18.04.2024
More

    Μανώλης Χιώτης και Μίκης Θεοδωράκης

    Συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατο του Μανώλη Χιώτη (1921-1970), μιας μέγιστης προσωπικότητας του λαϊκού μας τραγουδιού, της ελληνικής μουσικής και του ελληνικού πολιτισμού γενικότερα, που έζησε και έδρασε τον προηγούμενο αιώνα, «φεύγοντας» τόσο νέος (ήταν μόλις 49 ετών).  

    Υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που μπορεί να γραφτούν για τον Μανώλη Χιώτη, άλλα γνωστά σε περισσότερους, άλλα σε λιγότερους. Να μνημονευθούν, ας πούμε, οι μέγιστες επιτυχίες του, που τραγουδιούνται και θα τραγουδιούνται αιώνια, οι καινοτομίες που εφάρμοσε στην τέχνη του, στα όργανα, στα παιξίματα, στις ενορχηστρώσεις, να αναλυθούν οι εξω-ελληνικές αναφορές του, ο τρόπος που προσάρμοσε πάνω στα νέα δεδομένα τις φωνές (εκείνη της Μαίρης Λίντα βασικά), να διερευνηθεί το πώς σφράγισε με τον ήχο τού μπουζουκιού του το νεότευκτο, στις αρχές του ’60, «έντεχνο τραγούδι», να μελετηθεί το πώς μάγευε ως παρουσία πάνω στο πάλκο (κάτι που το γνωρίζουμε όλοι μας, από τις διάφορες ταινίες στις οποίες συμμετείχε) κι ένα σωρό άλλα, που να αφορούν στην τέχνη ή την προσωπικότητά του.

    Μανώλης Χιώτης και Μίκης Θεοδωράκης βρίσκονται μαζί για πρώτη φορά το 1960 και μέχρι το 1962 η συνεργασία τους αυτή είναι πάρα πολύ στενή. Μέσα απ’ αυτή τη συνεργασία θα βγουν μόνον αριστουργήματα.

    Ανάμεσα σε όλα αυτά εν τω μεταξύ είναι ήδη καταγραμμένα και ορισμένα περιστατικά, όχι πολύ γνωστά, στη σύντομη ζωή του μεγάλου λαϊκού τραγουδοποιού και βιρτουόζου οργανοπαίκτη, διηγήσεις, εννοούμε, που φανερώνουν άλλες, όχι διαδεδομένες, πτυχές του χαρακτήρα του. Σ’ ένα από αυτά τα περιστατικά, που σχετίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη, θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Πριν όμως…

    Μανώλης Χιώτης και Μίκης Θεοδωράκης βρίσκονται μαζί για πρώτη φορά το 1960 και μέχρι το 1962 η συνεργασία τους αυτή είναι πάρα πολύ στενή. Μέσα απ’ αυτή τη συνεργασία θα βγουν μόνον αριστουργήματα. Ας τα θυμηθούμε κάπως πιο αναλυτικά…

    1.

    Κατ’ αρχάς ο «Επιτάφιος» (1960) σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, η δεύτερη έκδοση στην Columbia (η πρώτη ήταν με την Νάνα Μούσχουρη, σε ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι, για την Fidelity), που ηχογραφήθηκε στις 15 & 17 Σεπτεμβρίου 1960. Τέσσερα δισκάκια συνολικά (δηλαδή οκτώ τραγούδια), που με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση (και της Καίτης Θύμη) και το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη έγραψαν ιστορία.

    Οι τίτλοι των τραγουδιών: «Πού πέταξε τ’ αγόρι μου», «Χείλι μου μοσκομύριστο», «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες», «Βασίλεψες αστέρι μου», «Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός», «Στο παραθύρι στεκόσουν», «Να ‘χα τ’ αθάνατο νερό», «Γλυκέ μου συ δεν χάθηκες».   «Επιτάφιος» ξανά με Μανώλη Χιώτη, αλλά αυτή τη φορά με ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα. Η τρίτη, μέσα σε λίγο καιρό, έκδοση του έργου, με τον Μανώλη Χιώτη σε σόλο μπουζούκι φυσικά. Δύο δισκάκια EP (πάντα στην Columbia), με τέσσερα τραγούδια το καθένα, που πρέπει να κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1961.

    2.

    Η επόμενη συνεργασία Μίκη Θεοδωράκη – Μανώλη Χιώτη συμβαίνει στο έργο «Λιποτάκτες», που βασιζόταν σε ποίηση Γιάννη Θεοδωράκη (αδελφός του συνθέτη). Παίζει κιθάρα ο Δημήτρης Φάμπας, ενώ τραγουδά και διευθύνει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης. Τυπώνεται ένα EP με τέσσερα τραγούδια στην Columbia, που κυκλοφορεί προς τα τέλη του 1960 ή στις αρχές του 1961. Τα τραγούδια ήταν τα: «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας», «Χάθηκα». Τέσσερα εκπληκτικά άσματα, με το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη να συγκλονίζει.

    3.

    Ακολουθεί η «Πολιτεία», με τέσσερα τραγούδια σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη και άλλα τέσσερα σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου. Τα δύο πρώτα τραγούδια είναι τα θρυλικά «Μάννα μου και Παναγιά», «Δραπετσώνα», που ηχογραφούνται πρώτα με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και μετά με την Μαίρη Λίντα και που κυκλοφορούν τέλη ’60 ή αρχές ’61 σε δύο διαφορετικά δισκάκια της His Master’s Voice. Τα υπόλοιπα έξι («Έχω μι’ αγάπη», «Σαββατόβραδο», «Βράχο βράχο τον καϋμό μου», «Παράπονο», «Μετανάστης» «Καϋμός») ακούστηκαν μέσα στο 1961 από τους Στέλιο Καζαντζίδη-Μαρινέλλα, σε τρία διαφορετικά 45άρια (επίσης σε His Master’s Voice). Σε όλα, φυσικά, το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη αστράφτει.

    4.

    Η επόμενη συνεργασία Μίκη Θεοδωράκη-Μανώλη Χιώτη αφορά στο «Αρχιπέλαγος», έναν κύκλο δώδεκα τραγουδιών σε στίχους Νίκου Γκάτσου, Γιάννη Θεοδωράκη, Π. Κοκκινόπουλου, Οδυσσέα Ελύτη, Μίκη Θεοδωράκη και Δημήτρη Χριστοδούλου. Αυτά τα τραγούδια τα είπαν μέσα στο 1961 η Μαίρη Λίντα (έξι 45άρια στην Columbia) και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (σε κάποια μαζί με τον Αντώνη Κλειδωνιάρη και την Καίτη Θύμη) (τέσσερα 45άρια στην Columbia).

    Και στις δύο εκδοχές το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη πρωταγωνιστεί. Ας θυμηθούμε τους τίτλους αυτών των δώδεκα κλασικών τραγουδιών. «Μυρτιά», «Είχα φυτέψει μια καρδιά», «Η λειτουργία», «Σε πότισα ροδόσταμο» (σε στίχους Νίκου Γκάτσου – σημειώστε αυτό το τραγούδι για τη συνέχεια της ιστορίας μας), «Μαργαρίτα-Μαργαρώ», «Ροδιά τετράκλωνη», «Ανάμεσα Σύρο και Τζιά» «Το παλληκάρι», «Θ’ αφήσω τη μαννούλα μου», «Φεύγω μακριά πατρίδα μου», «Η απαγωγή», «Πάμε μια βόλτα στα Χανιά».

    5.

    Υπάρχει και κάτι ακόμη από τη συνεργασία Θεοδωράκη-Χιώτη μέσα στο 1961, είναι το δισκάκι «Η νήσος των Αζορών / Η ρομβία» [Columbia] σε στίχους Μέντη Μποσταντζόγλου (Μποστ). Κι εδώ το μπουζούκι του Χιώτη ακούγεται λαμπερό

     

    6.

    Επίσης Θεοδωράκης-Χιώτης συνυπάρχουν στο πασίγνωστο τραγούδι «Βάρκα στο γιαλό», από το δισκάκι «Βάρκα στο γιαλό / Τι να την κάνω τη χαρά» [Columbia, 1963], που προερχόταν από το θεατρικό Μαγική Πόλις (οι στίχοι ήταν του Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδούσε η Μαίρη Λίντα).

    Οι δύο καλλιτέχνες δεν συνεργάζονταν φυσικά μόνο στη δισκογραφία, μα ακόμη στο θέατρο και στα ρεσιτάλ. Για παράδειγμα βρέθηκαν μαζί στις περίφημες συναυλίες στο θέατρο Κεντρικόν, τον Μάρτιο του 1961 – με Στέλιο Καζαντζίδη-Μαρινέλλα, Μαίρη Λίντα, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Τέρη Χρυσό και την Συμφωνική Ορχήστρα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ενώ Χιώτης-Λίντα είχαν εμφανισθεί το καλοκαίρι του 1962 και στην Όμορφη Πόλη (σκηνοθεσία Μιχάλης Κακογιάννης, μουσική Μίκης Θεοδωράκης), στο θέατρο Παρκ.

    Το 1964 ο Μανώλης Χιώτης (μαζί με την Μαίρη Λίντα) φεύγει ξανά για την Αμερική, για να επιστρέψει περί την άνοιξη του 1968, όταν στην Ελλάδα υπήρχε δικτατορία, με τον Μίκη Θεοδωράκη να βρίσκεται, ελεύθερος-πολιορκημένος, στο σπίτι του στο Βραχάτι και με τα τραγούδια του, ως γνωστόν, να είναι απαγορευμένα από παντού (δισκογραφία, συναυλίες κ.λπ.).

    Ο Μανώλης Χιώτης πέφτει σε μια φάση διαφορετική από εκείνην που είχε αφήσει πίσω του, πριν φύγει (για την Αμερική). Δεν ήταν μόνον η δικτατορία, ήταν και το γεγονός πως η διασκέδαση είχε αλλάξει.

    Προωθείται ένα άλλο είδος τραγουδιού, το ελαφρολαϊκό, νέα αστέρια βγαίνουν στις πίστες (Κόκοτας, Βοσκόπουλος κ.ά.) ή παλαιότερα που τώρα ξεκινούν τη δική τους καριέρα (Μαρινέλλα), ο Καζαντζίδης έχει σταματήσει να εμφανίζεται στα μαγαζιά και γενικώς τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα για το λαϊκό τραγούδι, καθώς οι συνθέτες παραμερίζονται σιγά-σιγά, με τους τραγουδιστές να παίρνουν κεφάλι.

    Ο Χιώτης σε συνεντεύξεις του αντιλαμβάνεται τι παίζει, νοιώθει φυσικά παραγκωνισμένος και μιλάει «για αμέτρητες φωνές» που «το 50% δεν λέει τίποτα», τα χώνει στις εταιρείες «που ανέδειξαν αρκετούς, που η αξία τους είναι κάτω του μετρίου» και ζητάει «να φύγουν τα παράσιτα από τη μέση» (συνέντευξη στο περιοδικό Πρώτο, τον Ιούλιο του 1968, όπως την σταχυολογεί ο Γιώργος Αλτής στο βιβλίο του Λαϊκά Πορτρέτα ΙΙ, Μετρονόμος, 2018)

    Βεβαίως δουλεύει συνεχώς, φτιάχνει προγράμματα σε χώρους και μαγαζιά (εν τω μεταξύ έχει χωρίσει με την Μαίρη Λίντα, παντρεμένος ων από το 1968 με την Μπέμπα Κυριακίδου), χωρίς πάντοτε την επιτυχία που θα άρμοζε στην ιστορία και στην κλάση του.

    Είναι κουρασμένος, στενοχωρημένος με πολλά και διάφορα και το (πρώτο) κακό δεν αργεί να έλθει. Μια καρδιακή προσβολή στις αρχές του 1970, ουσιαστικά τον βγάζει εκτός δουλειάς (παρότι ο ίδιος αντιστέκεται). Δεν ήταν, εξάλλου, ούτε κλεισμένα 49 ακόμη. Τέλος πάντων, μετά από διάφορες μικροδουλειές εγκαθίσταται στο εξοχικό του, στον Ωρωπό.

    Ο Μίκης Θεοδωράκης εν τω μεταξύ από τον Οκτώβριο του ’69 βρισκόταν κρατούμενος στο στρατόπεδο του Ωρωπού – κοντά, δηλαδή, η σχεδόν κοντά στο σπίτι του Χιώτη.

    Αλλά ας αφήσουμε από ‘δω και πέρα τον Μίκη Θεοδωράκη να μιλήσει. Ό,τι θα διαβάσετε προέρχεται από το βιβλίο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Το Χρέος/ Αυτοβιογραφία, τόμος Α [τελευταία έκδοση Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011].

    Ωρωπός, Άνοιξη 1970

    Η άνοιξη είναι αναποφάσιστη. Μια βρέχει, μια φυσά, μια κάνει λιακάδα. Σήμερα η μέρα είναι γιορτινή. Ο ήλιος λάμπει, η θάλασσα αστράφτει, τα πράσινα φύλλα ανατριχιάζουν.

    Μετά το μεσημεριανό φαγητό, ξεχυθήκαμε στον περίπατο πλάι στο σύρμα. Τα φέρι μπόουτ, κάτασπρα, έρχονται κατά πάνω μας λες και χορεύουν.

    Στα διακόσια μέτρα στρίβουν απότομα δεξιά και κρύβονται πίσω από το μόλο. Σήμερα δεν είχαμε «επισκέψεις».

    Μόνο μερικές παρέες στη μακρινή παραλία μάς κρυφοκοιτάζουν. Σιγά σιγά ο περίπατος αραιώνει. Όλοι μας νιώθουμε την ανάγκη να πλαγιάσουμε, να παραδοθούμε στη θαλπωρή αυτής τής ανοιξιάτικης μέρας.

    Δεν θα ‘χα κοιμηθεί μισή ώρα όταν με ξύπνησαν. «Στο μόλο μια παρέα τραγουδά τραγούδια σου και κοιτάζει κατά δώθε, θα ‘ναι τίποτα φίλοι σου». «Και οι φρουροί;» «Φαίνεται πως τους αρέσει. Χαζεύουν».

    Ντύθηκα πρόχειρα και βγήκα. Ο σιγανός άνεμος κουβαλά στα φτερά του το «Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι…». Είναι δύο, είναι τρεις φωνές. Φωνές γνωστές. Πλησιάζω και κρεμιέμαι στο σύρμα. Κάποιος με χαιρετά. Σηκώνουμε τα χέρια μας ακόμα πιο ψηλά και γραπώνουμε το σύρμα.

    Ο φρουρός σκύβει και μου λέει:

    «Δικό σας είναι το τραγούδι, κύριε Μίκη;». «Σαν ποιοι να ‘ναι;», με ρωτά ένας συγκρατούμενος. «Η φωνή του κάτι μου θυμίζει. Για κοίτα τον πώς περπατά. Είναι ο Μανώλης Χιώτης». Ο γνωστός ενωμοτάρχης που κυνηγά τους μακρινούς μας επισκέπτες ξεκίνησε από το διοικητήριο και βγήκε από την πύλη. Τους κάνουμε σήματα να φύγουν. Εκείνοι όμως συνεχίζουν αμέριμνοι το τραγούδι τους.

    Μίκης Θεοδωράκης, Το Χρέος/ Αυτοβιογραφία, τόμος Α Σε λίγο ο ενωμοτάρχης θα τους πλησιάσει, θα τους ζητήσει τα χαρτιά τους και θα τους οδηγήσει στο διοικητήριο κι από κει στη Διοίκηση Χωροφυλακής στη Νέα Ιωνία. Μερικοί φίλοι στο πλευρό μου σιγοτραγουδούν μαζί με τον Χιώτη: Της παγωνιάς αετόπουλο/ της ερημιάς γεράκι…

    Ανατριχιάζω. Οι τέσσερις φίλοι μας στο μόλο έχουν κάτι επίσημο. Κάτι ιερατικό. Βαδίζουν αργά. Στέκονται. Μας κοιτούν πάντα επίμονα. Ξαναπροχωρούν. Τραγουδούν με ακρίβεια, και ο γλυκός ανοιξιάτικος άνεμος άλλοτε φέρνει κοντά μας και άλλοτε απομακρύνει τους αέρινους ήχους. Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση με τον Χιώτη, στο μικρό δωματιάκι-στούντιο της Κολούμπια, στην οδό Λυκούργου, στα 1960.(…) Και τώρα ο Χιώτης ξανάρθε να με δει.

    Εγώ κλεισμένος στο σύρμα, σαν αγρίμι, σαν κακούργος ή σαν πουλί. Κι αυτός ήρθε απ’ όξω να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μας τραγούδι(…). Ο ενωμοτάρχης τους πλησιάζει. Όμως, φαίνεται, όταν έμαθε την ταυτότητα του Χιώτη αρκέστηκε σε μια απλή σύσταση. Έτσι η παρέα φεύγει αργά, επίσημα, ιερατικά.

    Πριν την κρύψει το μικρό άσπρο ψαράδικο δίχτυ της παραλίας, σηκώνουν τα χέρια και μας χαιρετούν. Αφήνουμε το σύρμα κι η καρδιά μας είναι βαριά σαν σίδερο. Λες και το κορμί μας άδειασε από ψυχή κι έμειναν μόνο το αίμα και τα κόκαλα. Δε μιλάμε. Πονάμε. Δεν κοιτάζουμε ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα. Μόνο τη γη. Την άλλη μέρα διαβάσαμε στον

    Τύπο τον αιφνίδιο θάνατο του Μανώλη Χιώτη. «Χθες επεσκέφθη τον Ωρωπό και ευθύς μετά τον περίπατο είχε την πρώτη καρδιακή προσβολή».(…)   [Το περιστατικό που περιγράφει ο Μίκης Θεοδωράκης πρέπει να συνέβη τον Φλεβάρη του 1970 ή στις αρχές Μάρτη].

    Στο βιβλίο του Γιώργου Αλτή, που αναφέραμε παραπάνω, υπάρχει μάλιστα και η εξής μαρτυρία του ερευνητή του λαϊκού τραγουδιού Κώστα Χατζηδουλή, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή (Απρίλιος 2019), και που δίνει μια περαιτέρω διάσταση στην κίνηση αυτή του Μανώλη Χιώτη να επισκεφθεί το φίλο του, κρατούμενο, Μίκη Θεοδωράκη:

    «Έφαγε πολύ ξύλο ο Χιώτης. Του είπανε άμα ξαναπάς θα σε σκοτώσουμε. Δεν τον πιάσανε το ίδιο βράδυ, την άλλη μέρα τον πιάσανε. Βασανιστήρια και ξύλο. Υπήρχε και μια ιατροδικαστική έκθεση για τα τραύματα που είχε, αλλά χάθηκε. Εγώ δεν την βρήκα, αλλά μου το είπανε δύο άνθρωποι που ξέρανε. Έφαγε πολύ ξύλο, όχι όμως στη μούρη, για να μη φαίνεται».

    Σε κάθε περίπτωση λίγο καιρό αργότερα ο Μανώλης Χιώτης θα φύγει από τη ζωή. Στην εφημερίδα Μακεδονία της 21ης Μαρτίου 1970, ημέρα Σάββατο (ακριβώς πριν 50 χρόνια – συμπίπτει και η μέρα) διαβάζουμε σ’ ένα μικρό μονόστηλο:

    «Αθήναι, 20. – Απεβίωσε το μεσονύκτιον εις το Ιπποκράτειον νοσοκομείον, όπου είχε μεταφερθή από της Πέμπτης (σ.σ. 19 Μαρτίου), ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Μανώλης Χιώτης. Ο Χιώτης είχε σημειώσει μεγάλες επιτυχίες με την γνωστήν επίσης παρτεναίρ του Μαίρην Λίντα. Το καλλιτεχνικό αυτό ντουέτο είχε χωρίσει τελευταίως και ο Χιώτης συνειργάζετο με διαφόρους άλλους καλλιτέχνας του άσματος. Μεταξύ των γνωστότερων επιτυχιών του Χιώτη είναι: “Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω”, “Εγώ το πλουσιόπαιδο” κ.λπ.».

    Ας κλείσουμε όμως μ’ αυτό.

    Το τελευταίο τραγούδι που έγραψε ο Μανώλης Χιώτης ήταν το «Θα κάνω ότι πέθανα», που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του (1971), στην μικρή εταιρεία Coronet, τραγουδισμένο από τον Γιώργο Χατζηαντωνίου, (διεύθυνση ορχήστρας ο Μάρκος Καράμπελας, που έπαιζε κρουστά στο συγκρότημα του Χιώτη).

    Το τραγούδι αποτυπώνει με ανατριχιαστική ακρίβεια το τελευταίο δύσκολο διάστημα της ζωής τού μέγιστου βιρτουόζου, συνθέτη κ.λπ., όταν τον είχαν ξεχάσει πολλοί και βάδιζε πικραμένος και απογοητευμένος προς τον θάνατο…

     

    Sourcelifo.gr

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ