Η Λήδα Παπαστεφανάκη μελετά με μοναδικό και ολοκληρωμένο τρόπο την ιστορία των μεταλλείων και των εξορύξεων στη χώρα από τον 19ο αιώνα φέρνοντας στην επιφάνεια ιδιαίτερα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας και της εργασίας
Μπορεί η Ελλάδα να αποτελέσει μία ισχυρή οικονομία διεθνούς εμβέλειας αν εκμεταλλευτεί το υπέδαφός της ή και τη γεωργία και την πρωτογενή παραγωγή; Το ερώτημα τέθηκε ως πολιτικό πρόταγμα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, χωρίς πάντως να λάβει και απαντήσεις που να έτειναν προς την κατάφαση.
Η έρευνα για κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε θάλασσες και στεριές ακόμα συνεχίζεται χωρίς ανακοινώσεις για τα ευρήματα. Η συζήτηση όμως που άνοιξε για την αυτάρκεια των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, είχε το θετικό αποτέλεσμα να φέρει στην επιφάνεια συγκεκριμένα δεδομένα για τη φύση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας όπως και τη θέση της μέσα στον παγκόσμιο οικονομικό καταμερισμό. Κατανοήθηκαν καλύτερα τα όρια που έχουν οι εξορυκτικές δραστηριότητες, η σχέση τους με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και οι αλλαγές που έχουν επέλθει στη διεθνή οικονομία με την πρωτοκαθεδρία της παγκοσμιοποιημένης μορφής των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων, τον ρόλο που παίζουν στην οικονομία άλλοι αναπτυξιακοί πυλώνες όπως ο τουρισμός, οι σχέσεις, αλλά και οι αντιθέσεις των αγορών και ο ρόλος των ισχυρών κρατών στη διαμόρφωση της κυρίαρχης πολιτικής.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη φορά που συζητά και ερευνά τις δυνατότητες εκμετάλλευσης του ορυκτού της πλούτου. Από τις απαρχές σχεδόν του ελληνικού κράτους το ενδιαφέρον για τις μεταλλευτικές δραστηριότητες φάνηκε να είναι μεγάλο, συγχρονιζόμενο και με την ευρωπαϊκή και διεθνή αναζήτηση νέων αγορών, πρώτων υλών για τη βιομηχανία και ενεργειακών πηγών.
Μία κατάδυση στην ιστορία των μεταλλείων της Ελλάδας αποτελεί η μελέτη της Λήδας Παπαστεφανάκη που εκδόθηκε στο βιβλίο «Η Φλέβα της γης» (Βιβλιόραμα, 1917).
Η αν. Καθηγήτρια Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, προσφέρει με τη μελέτης της αυτή μία μοναδική, ολοκληρωμένη και πλήρη προσέγγιση της μεταλλευτικής και εξορυκτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα τον 19ο και 20ο αιώνα ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζοντας την ιστορία των ελληνικών μεταλλείων. Αξιοποιώντας μία πλούσια βιβλιογραφική εργασία, ερευνώντας πρωτότυπες πηγές και έχοντας μία καθολική, λεπτομερή, πλήρη εποπτεία όλων των διαθέσιμων δεδομένων και στοιχείων, ολοκληρώνει μία μελέτη για έναν οικονομικό κλάδο εν πολλοίς άγνωστο στο ευρύ κοινό, αναδεικνύοντας όμως στην πράξη ένα τμήμα της οικονομικής ιστορίας της χώρας, το οποίο δίνει και σήμερα απαντήσεις για τις τάσεις της κρατικής οικονομικής πολιτικής, τη φύση των ιδιωτικών επιχειρήσεων και κεφαλαίων που επενδύθηκαν στην Ελλάδα από τις απαρχές του κράτους, όπως και την ανάπτυξη της εργασίας ως αναπόσπαστο τμήμα των παραγωγικών σχέσεων.
Κάνει όμως και κάτι επιπλέον, παρουσιάζει την οικονομική ιστορία όχι μόνο από τα πάνω, από τη λειτουργία των επιχειρήσεων και τις κρατικές υπηρεσίες, αλλά και από τα κάτω, φωτίζοντας τις εργασιακές συνθήκες, τις κοινωνικές μεταβολές, τη θέση των γυναικών.
Παρουσιάζοντας τον κόσμο των ορυχείων και των μεταλλείων, παρουσιάζει και την Ελλάδα που προσπαθεί να αναπτυχθεί και να συντονισθεί με τις διεθνείς διαδρομές της οικονομίας, τις πρωτοβουλίες και τις υστερήσεις, τα όρια που φέρνει ο ανταγωνισμός, τις ελλείψεις του σχεδιασμού και τις αδυναμίες της υλοποίησης, ένας ολόκληρος κόσμος προσδοκιών, προόδου, συμβιβασμών, αντιφάσεων και ματαιώσεων με αποτύπωμα στην ελληνική οικονομία και την κοινωνική συνθήκη του 20ου αιώνα, αλλά και με ένα άρωμα που μένει ως τις μέρες μας και εξηγεί ως ένα βαθμό και το πώς φτάσαμε και στο αναπτυξιακό «θαύμα» της χώρας μετά το 1980, αλλά και την «καταστροφή» της κρίσης του 2010 και μετά.
Στρέφει επιπλέον το βλέμμα στην ίδια την ελληνική οικονομία, η οποία, όπως προκύπτει από το παράδειγμα των μεταλλείων παρουσιάζει δομικά, ενδογενή προβλήματα και διαρθρωτικές αδυναμίες, ανεξάρτητα αν οι επενδύσεις που γίνονται προέρχονται από το εξωτερικό ή την ίδια τη χώρα. Ενδογενείς αδυναμίες στην οργάνωση της παραγωγής, στην επιστημονική και τεχνολογική υποστήριξη, στον μεθοδικό σχεδιασμό και την κρατική εποπτεία, τέτοιες που μειώνουν κατά πολύ το διαχρονικό επιχείρημα ότι «φταίνε οι ξένοι» και οι «εξαρτήσεις» για την πορεία της οικονομίας τα τελευταία 150 χρόνια.
Ενδιαφέρον από τα πρώτα χρόνια
Ακολουθώντας τη χρονολογική διαδρομή που θέτει το βιβλίο βλέπουμε, όπως επισημαίνει η συγγραφέας, πως η Ελλάδα μοιράστηκε με άλλες περιοχές του κόσμου αυτό το κοινό χαρακτηριστικό του πλούσιου σε ορυκτά υπεδάφους, που λειτούργησε σαν εφεδρεία πρώτων υλών για τις βαριές βιομηχανίες που αναπτύχθηκαν από τις πιο βιομηχανοποιημένες χώρες. Οι εφεδρείες πρώτων υλών έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από ξένες κυρίως εταιρίες, ενώ η ίδια η εκβιομηχάνιση των προμηθευτριών χωρών έμεινε λίγο πολύ πίσω, όπως σημειώνεται, ένα χαρακτηριστικό που μοιάζει να αποτελεί και κυρίαρχη ταυτότητα του ελληνικού οικονομικού μοντέλου γενικά.
Από τα γενεαλογικά στοιχεία που δίνονται, βλέπουμε ότι ήδη από την κυβέρνηση Καποδίστρια εκδηλώνεται ενδιαφέρον για έρευνες και αξιοποίηση των ορυκτών στα νησιά.
Από τη μεριά της γεωλογίας και της ορυκτολογίας η πρώτη πλήρης περιγραφή για το σύνολο της χώρας γίνεται από τον γερμανό γεωλόγο Karl Gustav Fielder που εκδίδει την έρευνά του το 1840-41 μαζί με έναν γεωλογικό- μεταλλειολογικό χάρτη του βασιλείου. Είναι χαρακτηριστικό το έντονο ενδιαφέρον του κράτους για τα σμυριδωρυχεία της Νάξου, με τη σμύριδα να είναι σημαντικό εξαγωγικό προϊόν το οποίο από το 1898 εξυπηρετεί και το δημόσιο χρέος με αξιοσημείωτο τον ανταγωνισμό με την τούρκικη σμύριδα.
Ο νόμος περί μεταλλείων το 1861 οριοθετεί το νομικό πεδίο και προβλέπει τους κανόνες για την παραχώρηση σε ιδιώτες της εκμετάλλευσης εκτάσεων, θα χρειαστούν όμως πολλές δεκαετίες ακόμα ώστε να ρυθμιστεί με επάρκεια η διασφάλιση κανόνων για την υγεία των μεταλλωρύχων και την προστασία τους.
Με τη θέσπιση όμως, των ρυθμίσεων του 1861, εκδηλώνεται μία «μεταλλευτική φρενίτιδα» για τα επόμενα 20 χρόνια, σε αντιστοιχία πάντως με ανάλογες τάσεις διεθνώς και όλοι μοιάζουν να ενδιαφέρονται για μεταλλεία ανά τη χώρα. Ενδιαφέρον που πυροδοτείται και από τη φημολογία περί «αμύθητου πλούτου» στο Λαύριο και συνδυάζεται με τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, αλλά και πολιτικές κρίσεις- γνωστό ιστορικά το Λαυρεωτικό Ζήτημα. Σταθμός η σύσταση το 1864 της γαλλο-ελληνο-ιταλικής εταιρίας Hilarion Roux et Cie στα ορυχεία του Λαυρίου ενώ οι αιτήσεις για παραχώρηση μεταλλευτικών δραστηριοτήτων σε όλη τη χώρα, το διάστημα 1867-1875 φτάνουν τις 1686 από τις οποίες όμως, μόνο σε 359 δίνεται τελικά άδεια και τελικά μόλις έξι εταιρίες προχωρούν και σε εκμετάλλευση.
Αλλά και όσοι προχωράνε, βρίσκουν μπροστά τους τεχνικά προβλήματα και κυρίως το μικρό μέγεθος της εσωτερικής αγοράς, όπως και διεθνείς κρίσεις (1875-1893) που δοκιμάζουν τα όρια των επενδυτών. Γιαννιώτικο ενδιαφέρον έχει ότι ανάμεσα στους επενδυτές είναι και ο τραπεζίτης Βασίλειος Μελάς που επενδύει στα θειορυχεία της Μήλου για να τα παραχωρήσει το 1878 στους Μιχαήλ και Βίκτωρα Μελά, δείγμα όμως και αυτό της μεγάλης κινητικότητας στο εμπόριο και τις επιχειρήσεις μίας σημαντικής οικογένειας που έλκει την καταγωγή της από τα Ιωάννινα και δραστηριοποιείται το 19ο αιώνα ακόμα σε Κωνσταντινούπολη, Οδησσό, Μασσαλία ή Λονδίνο.
Παρ’ όλα αυτά, οι νέες τεχνολογίες και η άνοδος της διεθνούς οικονομίας θα επιφέρουν και την άνοδο της ελληνικής μεταλλευτικής δραστηριότητας μεταξύ 1890 και 1905- 1907 με μεγάλες εξαγωγές και νέο κύκλο 200 περίπου παραχωρήσεων. Κορυφαίο ρόλο παίζουν η Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου και η γαλλική εταιρία Σέριφος – Σπηλιαζέζα. Ενώ εκδηλώνεται μεγάλο ενδιαφέρον αυτήν την περίοδο από πολλές ευρωπαϊκές εταιρίες και αναπτύσσονται και ελληνικές εταιρίες.
Η απελευθέρωση των εδαφών μετά το 1912-13 αυξάνει τον χώρο των δραστηριοτήτων (πχ Χαλκιδική) όμως, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα επιφέρει προβλήματα λόγω των ελλείψεων σε καύσιμα, συγκοινωνίες κ.α κάτι πάντως που θα στρέψει το ενδιαφέρον στην ενεργειακή αξιοποίηση των κοιτασμάτων λιγνίτη, ανοίγοντας ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην ελληνική οικονομία που φτάνει ως τις μέρες μας με την πολιτική πλέον τις «απολιγνητοποίησης».
Θα ακολουθήσει μία δύσκολη περίοδος, συνολικά όμως «η τάση συγκέντρωσης των κεφαλαίων και συγκρότησης ανωνύμων μεταλλευτικών εταιριών την περίοδο 1869-1929 δείχνει ότι οι περισσότερες ανώνυμες εταιρείες ιδρύονται ακριβώς την περίοδο του μεταλλευτικού πυρετού (1869-1873) ενώ το δεύτερο κύμα ίδρυσης ανωνύμων εταιρειών συμπίπτει με την εποχή της μεγάλης ζήτησης ορυκτών από τις διεθνείς αγορές (1899-1909) και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο», όπως επισημαίνει η συγγραφέας.
Δεν είναι λίγες πάντως οι αναφορές από διάφορες πλευρές αυτό το διάστημα στην ανάγκη της στροφής της ελληνικής μεταλλουργίας σε νέες επιστημονικές μεθόδους και τεχνολογίες.
Από το 1934 ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η εξορυκτική δραστηριότητα ανακάμπτει για τα μεταλλεύματα που έχουν ζήτηση στην πολεμική βιομηχανία (σιδηρομεταλλεύματα, μαγγάνιο, χρώμιο κα), αυξάνεται η ζήτηση για το νέο ορυκτό, τον βωξίτη, ενώ εντείνονται οι εξαγωγές.
Για τις εξαγωγές, επισημαίνει η συγγραφέας, πως «συνολικά από τη δεκαετία του 1860 και έως το 1940, τα εξορυσσόμενα μεταλλεύματα εξάγονταν κυρίως ακατέργαστα στις διεθνείς αγορές (σιδηροπυρίτης, σιδηρομεταλλεύματα, μαγγάνιο, μαγνησίτης) και σε έναν περιορισμένο βαθμό ως προϊόντα καμινείας, ενώ η σύνδεση της εξορυκτικής δραστηριότητας με την εγχώρια βιομηχανία ήταν χαμηλή», δείχνοντας και μερικά από τα δομικά προβλήματα της ελληνικής μεταλλευτικής δραστηριότητας.
Συνοψίζοντας, αναφέρει ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της εξορυκτικής δραστηριότητας από τη δεκαετία του 1860 ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν «η μεγάλη γεωγραφική διασπορά και η ανεπάρκεια των επενδυτικών κεφαλαίων, η εξάρτηση από τις εξαγωγές, η χαμηλή παραγωγικότητα, η έλλειψη επεξεργασμένων μεταλλευτικών προϊόντων και μεταλλουργίας βάσης, η ανελαστικότητα του κόστους παραγωγής». Επιπλέον, παράγοντες που εμπόδιζαν την ορθολογική εκμετάλλευση των μεταλλείων ήταν «η έλλειψη τεχνικής επιστασίας από το κράτος, η έλλειψη έρευνας και συγκεντρωμένης γνώσης για τα κοιτάσματα, η ανεπάρκεια της τεχνικής εκπαίδευσης».
Εντοπίζει εδώ η συγγραφέας βαθύτερα προβλήματα της ελληνικής βιομηχανίας και των πολιτικών της οικονομικής ανάπτυξης με ιστορικό βάθος ανάλογο με την πορεία εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους, τα οποία θα πρέπει να μας προβληματίσουν κατ’ επέκταση και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και μετά τον πόλεμο.
Παράλληλα, αυτή η μορφή ανάπτυξης των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων έχει αντίκτυπο και στην ίδια την εργασία, αφού μέχρι τον πόλεμο, το κύριο χαρακτηριστικό είναι η χρησιμοποίηση φθηνής εργασίας, αντί της τεχνολογικής ανανέωσης και της ορθολογικής οργάνωσης της παραγωγής, κάτι που προστάτευε ίσως την επιχείρηση από μεγάλες ζημιές όταν έπεφταν οι τιμές, όμως δημιουργούσε μία αρνητική κατάσταση με την «εντατική, ληστρική σχεδόν, και χωρίς σχεδιασμό εκμετάλλευση των μεταλλείων σε περιόδους ζήτησης και αφετέρου την εγκατάλειψη των μεταλλείων σε εποχές διεθνούς ύφεσης. Δημιουργείται έτσι κυκλικά, υψηλή ανεργία και υποαπασχόληση και συνακόλουθη μείωση των εισοδημάτων ανάλογα με τους οικονομικούς κύκλους».
Η εργασία
Η «Φλέβα της γης» μελετά εκτεταμένα την εργασία στα μεταλλεία, τις συνθήκες εργασίας και τον ρόλο των εργατών και των εργαζομένων σε όλες τις βαθμίδες, αναδεικνύοντας έτσι την εργασία ως έναν από τους πυλώνες της οικονομικής ανάπτυξης, παραγνωρισμένο όμως τόσο μέσα στην ένταση της ταξικής σύγκρουσης που θεωρεί δεδομένη τη θέση του εργάτη, όσο και μέσα από τις οικονομικές πολιτικές που δεν τη βλέπουν ως κεντρικό στοιχείο μίας ορθολογικής ανάπτυξης.
Η συγγραφέας θα μελετήσει και την τεχνική εκπαίδευση και τη συγκρότηση των Ελλήνων μεταλλειολόγων, στην οποία προσθέτει και την έμφυλη ματιά αφού κυριαρχούν οι άνδρες στο επάγγελμα του μηχανικού διαμορφώνοντας και «μια νέα εκδοχή του ανδρισμού για τους άνδρες της μεσαίας αστικής τάξης, ενός ανδρισμού ταυτισμένου με την τεχνική γνώση».
Ως προς τις κοινωνικές πτυχές της εργασίας, εξ αρχής διαφαίνεται η ανάγκη για εξειδικευμένους εργάτες στα ορυχεία, που δεν είναι και εύκολο να βρεθούν, ενώ αρχικά ομάδες εργατών εργάζονται σε υπεργολαβίες που υπογράφουν συμβάσεις από το Δημόσιο όπως πχ εργάτες από τη Λακωνία στη Μήλο που εργάζονται από τον Δεκέμβριο ως τον Αύγουστο κάθε χρονιάς. Τον Οκτώβριο του 1841 θα εγκριθεί ακόμα και η χορήγηση 30 καταδίκων για τα λατομεία της Μήλου ενώ εξειδικευμένοι λατόμοι, εργάτες και μηχανικοί έρχονται και από χώρες του εξωτερικού σε διάφορες περιοχές.
Ήδη από το 1880 διαμορφώνεται και ένα εσωτερικό μεταναστευτικό ρεύμα προς τους χώρους εργασίας και σταδιακά δημιουργείται και ένα προλεταριάτο των μεταλλείων που αποκτά σταθερή εργασία σε επιχειρήσεις και αναζητά νέα σε περιόδους ύφεσης. Διαμορφώνονται παράλληλα και οι πόλεις των μεταλλείων, όπως το Λαύριο που το 1878 είχε τρεις χιλιάδες ανθρώπους να εργάζονται στα μεταλλεία του ή η Σέριφος με το Μεγάλο Λιβάδι να αποκτά εργατικές κατοικίες και έναν οικισμό 590 κατοίκων το 1909 με σχολεία, εκκλησίες κλπ.
Τα πρώτα συστηματικά στοιχεία δείχνουν ότι στις αρχές του 20ου αιώνα εργάζονται 10.000- 11.000 εργάτες σε μεταλλεία, λιγνιτωρυχεία και μεταλλουργεία ανάμεσα στους οποίους και ένα μικρό τμήμα γυναικών. Η εργατική αυτή δύναμη θα μειωθεί ως το 1935 για να αυξηθεί ξανά τη διετία 1935-1937 λόγω της ζήτησης από τις πολεμικές βιομηχανίες, όπως έχει ήδη επισημανθεί.
Ως προς τα θέματα υγείας, αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στη μελέτη για τη μολυβδίαση που δημοσιεύεται από την Επιθεώρηση Εργασίας το 1935 και συντάσσεται από τον ιατρό Γιώργο Παπαδόπουλο, γνωστό και με το φιλολογικό ψευδώνυμο Μάρκος Αυγέρης, ο οποίος μετέχει στις προπαρασκευαστικές εργασίες για την εισαγωγή των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα.
Οι εργατικοί αγώνες
Η μελέτη των αγώνων των εργατών στα μεταλλεία για καλύτερες συνθήκες εργασίας συμβάλλουν στη συνολική εικόνα του εργατικού κινήματος στη χώρα από τα τέλη του 19ου αιώνα και αφετέρου αναδεικνύουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κοινωνικών σχέσεων που διαμόρφωνε η αγορά των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων.
Η πρώτη στάση των εργατών του Λαυρίου φαίνεται ότι γίνεται το 1872 με κατάληψη του εργοστασίου της επιχείρησης Ρου και την επέμβαση του στρατού για επιβολή της τάξης, ενώ οι δύο δεκαετίες που θα ακολουθήσουν θα έχουν κι άλλα απεργιακά ξεσπάσματα.
Η πολύμηνη κινητοποίηση στο Λαύριο το 1887 θα έχει ως αιτήματα την υποχρέωση έργων από την εταιρία για αποφυγή ατυχημάτων, την κατάργηση της εργασίας την Κυριακή και την αντίδραση στη φήμη για μείωση των μεροκάματων. Στο Δασκαλιό το 1890 το αίτημα είναι το 8ωρο ενώ στο τέλος του αιώνα η άνοδος των σοσιαλιστικών ομάδων και ιδεών έχει τον δικό της αντίκτυπο στο χώρο των μεταλλείων με τις σοσιαλιστικές εφημερίδες να βρίσκουν αναγνώστες ανάμεσα στους εργάτες ενώ και ο Τύπος έχει περισσότερες ειδήσεις για τις διεκδικήσεις των εργατών.
Η απεργία του 1896, από τις 8 ως τις 24 Απριλίου έχει δραματικές διαστάσεις με συγκρούσεις απεργών με χωροφύλακες και τρεις νεκρούς, θα δώσει όμως την ευκαιρία και στην κοινή γνώμη να γνωρίσει και τη σκοτεινή πλευρά των εργασιακών συνθηκών στο Λαύριο.
Οι κακές συνθήκες εργασίας, τα συχνά ατυχήματα, η δυσαρέσκεια για τα ωράρια και τις αμοιβές, οδηγούν σταδιακά στο ξέσπασμα της απεργίας το καλοκαίρι του 1916 στη Σέριφο με τη συγγραφέα να κάνει μία λεπτομερή έρευνα τόσο για την απεργία και τις συνθήκες που δημιούργησε όσο και για τον ρόλο του Κωνσταντίνου Σπέρα, συνδικαλιστή που είχε κληθεί από το σωματείο να βοηθήσει.
Ενδεικτικό της κινητικότητας και των μεταβολών στην εργασία είναι ότι μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο ελληνικός λιγνίτης γίνεται πιο ακριβός από τον εισαγόμενο, οι εταιρίες στην Κύμη αλλάζουν τις αμοιβές και εισάγουν νέο σύστημα με ημερομίσθιο, αλλά και σύνδεση της αμοιβής με την απόδοση κάτι που φέρνει αντιδράσεις και απεργία το 1920, μετά και από σειρά απολύσεων και μας δείχνει σήμερα ότι η «ευελιξία» των αμοιβών δεν είναι ανακάλυψη του ύστερου 20ου αιώνα.
Οι απεργίες θα συνεχισθούν σε όλα τα μεταλλεία και κατά τον Μεσοπόλεμο, αλλά λείπουν τα μεγάλα σωματεία που θα τις συντονίσουν, πλην του Λαυρίου και της Κύμης, η ανεργία μεγαλώνει ενώ στις απεργίες του 1932-1936 τα αιτήματα έχουν να κάνουν με αυξήσεις στα ημερομίσθια, τις τακτικές πληρωμές και δευτερευόντως και το 8ωρο και την ιατρική περίθαλψη.
Στα συμπεράσματα για τη φύση της εργασίας, διαβάζουμε:
«Στην πράξη, η φτώχεια και οι περιορισμένες επιλογές προσέδιδαν στην εργασία στα μεταλλεία μονιμότερο χαρακτήρα, συγκροτώντας μία εξειδικευμένη εργατική δύναμη που ζούσε σχεδόν αποκλειστικά από τη δουλειά αυτή. Η ζωή των μεταλλευτικών κοινοτήτων συνδεόταν άμεσα με τις αγορές, αλλά και με το είδος και την ποιότητα των κοιτασμάτων που εξόρυσσαν: οι διακυμάνσεις στη διεθνή αγορά των μεταλλευμάτων επιδρούσαν καθοριστικά στις κοινότητες των μεταλλωρύχων.
Οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία συνδέονταν με συγγενικούς και εθνοτοπικούς δεσμούς, οι οποίοι βοηθούσαν στην πρόσβαση στην εργασία και στην οργάνωση της καθημερινότητας. Τα συγγενικά και εθνοτοπικά δίκτυα αλληλεγγύης συνέβαλλαν επιπλέον στη ζύμωση των ιδεών, στην καλλιέργεια μίας κοινής κουλτούρας συνανήκειν. Ο μετασχηματισμός όμως αυτής της κουλτούρας σε εργατική συλλογική δράση και διεκδικητικούς αγώνες δεν θα πρέπει να θεωρείται μια μονοσήμαντη γραμμική διαδικασία, στην οποία εντάσσονταν όλοι και όλες με τους ίδιους όρους».
Χαρακτηριστικά
Μερικά χαρακτηριστικά σημεία από τον επίλογο δίνουν και τις διαστάσεις της μελέτης που έκανε η Λήδα Παπαστεφανάκη και την επικαιρότητα και τη σημασία που έχει σήμερα στην έρευνα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Αν και το κρατικό ενδιαφέρον εκδηλώνεται τυπικά από το 1833, «η εκμετάλλευση πάντως των δημοσίων ορυχείων χαρακτηριζόταν έως και τον Μεσοπόλεμο από ελλιπή τεχνική διεύθυνση, ανορθολογισμό και ανεπαρκή προστασία των συμφερόντων του Δημοσίου». Όσο για την προστασία των εργαζομένων, τα κρατικό ενδιαφέρον δεν εκδηλώθηκε τόσο πρώιμα: «θεσμικά αυτό συνέβη από τη δεκαετία του 1880 και μετά με σημαντικές όμως αδράνειες και παραλείψεις».
Τονίζεται επίσης, ότι «η χρησιμοποίηση φτηνής εργασίας από τον αγροτικό χώρο ήταν ίσως το μοναδικό πραγματικό πλεονέκτημα των ελληνικών μεταλλευτικών επιχειρήσεων που μπορούσαν έτσι να αυξομειώνουν το προσωπικό τους ανάλογα με την παραγωγή αξιοποιώντας οικογενειακά και εθνοτοπικά δίκτυα των αγροτικών πληθυσμών».
Η καταληκτική αναφορά της Λ. Παπαστεφανάκη προσθέτει και νέες οπτικές, συνδέοντας τη βιομηχανική αγορά με τον αστικό εκσυγχρονισμό, τον κοινωνικό μετασχηματισμό και την ανάπτυξη της Ελλάδας όπως κινούνται μέσα στο χρόνο πάνω σε ένα συνεχές μετέωρο από χαμένες ευκαιρίες, αλλά και μεγάλες δυνατότητες και προοπτικές:
«Παρά το μικρό τους μέγεθος, οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα μεταμόρφωσαν τα αγροτικό και οικιστικό τοπίο και συνέδεσαν τις τοπικές κοινωνίες με τον βιομηχανικό κόσμο και τις διεθνείς αγορές, επιδρώντας ποικιλότροπα στην υιοθέτηση των νέων κοινωνικών σχέσεων παραγωγής από τους αγροτικούς πληθυσμούς. Η σύνδεση όμως των τοπικών αγροτικών πληθυσμών με τις διεθνείς αγορές γινόταν με όρους άνισους και συγκυριακούς».
Η «Φλέβα της γης» είναι κάτι πολύ παραπάνω από μία ακαδημαϊκή μελέτη και έρευνα των μεταλλευτικών και εξορυκτικών δραστηριοτήτων στη χώρα μας. Είναι μία βαθιά ματιά στην ελληνική ιστορία όπως τη διαμόρφωσαν οι επιχειρήσεις, οι αγορές, οι εργάτες, μία ανάγνωση στην πορεία και τη διαδρομή της Ελλάδας μέσα στο χρόνο που διαμόρφωσε τη σύγχρονη ταυτότητά της μέσα από συναινέσεις και αντιθέσεις, ετερότητες και ταυτότητες, μία ζωντανή εικόνα της διαρκούς κίνησης μέσα στην κοινωνία, μία αποτύπωση εντέλει της ζωής των ανθρώπων. Γιατί είναι οι άνθρωποι που γεννάνε και την ιστορία.
Του ΦΙΛΗΜΟΝΑ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΥ από την εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»