Αντικείμενο του ιστορικού μυθιστορήματος της παιδιάτρου Φωτεινής Παπαδημητρίου είναι η ζωή στα Γιάννενα και στη γύρω περιοχή από το 1372 έως την παράδοσή τους στους Οθωμανούς το 1430. Ένα χρονικό και μία κατάδυση στην καθημερινότητα στα Γιάννενα.
Πρόκειται για μυθοπλασία στηριγμένη στην Ιστορία, γενική και τοπική. Στη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στους δύο αυτούς άξονες, στο χρόνο και στην καθημερινότητα η συγγραφέας εξυφαίνει την πλοκή του μυθιστορήματος. Καθόλου εύκολο εγχείρημα γιατί χρειάζεται να καταδυθεί στο χρόνο, να κατανοήσει τη λογική και τον πολιτισμό της εποχής, να μην προβάλλει το σήμερα στο χθες.
Η συγγραφέας καταφέρνει με οδηγό το χρόνο να συνθέσει τις βιογραφίες των πρωταγωνιστών, οι περισσότεροι Κωνσταντινουπολίτες που ήρθαν μετά την άλωση από τους Φράγκους, το 1204, και να φτιάξει ένα θρίλερ σε αργή κίνηση γύρω από τη μεταβυζαντινή ζωή των Ιωαννίνων. Ένα θρίλερ που αποπνέει ηρεμία και αγωνία συνάμα για μια πόλη και ένα δεσποτάτο που ζει την κάθε μέρα και ατενίζει το αύριο με αισιοδοξία αλλά και ανησυχία.
Το μυθιστόρημα ξεκινά από τη συνάντηση δύο ανθρώπων που σημάδεψαν τα Γιάννενα και τη χώρα, το 1795. Του Αλή Πασά που κτίζει το σαράι του στο κάστρο με τον Κοσμά Μπαλάνο, δάσκαλο του Γένους, ο οποίος καλεσμένος από τον πρώτο να γνωμοδοτήσει, αναγνωρίζει στα ερείπια τον τάφο του Θωμά Πρελιούμποβιτς Σέρβου, Δεσπότη του Δεσποτάτου των Ιωαννίνων.
Από εδώ η συγγραφέας μας ταξιδεύει στο μακρινό 1372. Μέσα από την αφήγηση των ηρώων της μας δίνει την πρώτη εικόνα για τα Γιάννενα. Αφηγείται η αρχόντισσα Άννα Μακρή- Γλυκή στα εγγόνια της. «Όταν έγινε το κακό και καταστράφηκε η Πόλη, πριν πολλά πολλά χρόνια, πριν γεννηθώ εγώ, πριν γεννηθή κι η δική μου γιαγιά, το 1204, ο Μιχαήλ (Δούκας) ήταν εδώ κοντά, στην Πελοπόννησο. Τον φώναξε όμως στην Ήπειρο για βοήθεια ο κυβερνήτης της Νικόπολης, μιας πόλης κοντά στη θάλασσα, Σεναχερείμ τον λέγανε. Όταν έφθασε εκεί, ο Μιχαήλ βρήκε το Σεναχερείμ δολοφονημένο από επαναστάτες. Τους έπιασε, τους σκότωσε και στη συνέχεια έφτιαξε το δεσποτάτο της Ηπείρου, από το Δυρράχιο ίσα με τη Ναύπακτο. (…) Κι ήταν η Άρτα εκεί που έφτιαξε το παλάτι του, αλλά τα Ιωάννινα ήταν η πόλη που την έδωσε σ’ εμάς, (σσ. τους Πολίτες), τους δικούς του ανθρώπους, να μείνουμε, να φτιάξουμε ξανά τα σπιτικά μας και να ζήσουμε ήσυχα. Έφτιαξε τα τείχη της, τη μεγάλωσε την πόλη, έφτιαξε και την εκκλησιά μας, τη μητρόπολή μας, που τιμά τον αρχάγγελο Μιχαήλ. Και ξαναβρεθήκαμε εδώ, μακριά από τη Βασιλεύουσα, αλλά όλοι μαζί ξανά και φτιάξαμε αυτά τα ωραία σπίτια που μένετε εσείς, τώρα!».
Η ιστορία του Δεσποτάτου και των ανθρώπων του συμπλέκονται με την ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Με την εναγώνια προσπάθεια του Μανουήλ, του κατοπινού Αυτοκράτορα, να σώσει ό,τι σώζεται, τα βήματα των Οθωμανών να βάλουν πόδι στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς σε Δύση και Ανατολή σε μία κατακερματισμένη φεουδαρχική κοινωνία όπου η γη γίνεται προίκα και μέσο κατευνασμού των αντιπάλων.
Στο κλίμα αυτό ανθίζουν πάθη και έρωτες, αλλά και ο έρως της γνώσης. Οι έρωτες της Μαρίας Αγγελίνας και του Ιζάουλου, του πρώτου δυτικού Δεσπότη των Ιωαννίνων, ο αντισυμβατικός έρωτας της ταπεινής Παρασκευής με τον ευγενή Στέφανο. Για την καρδιά της Παρασκευής ο Στέφανος φεύγει για Θεσσαλονίκη να ανταμώσει τον Μανουήλ Παλαιολόγο, νέο με πολεμικές και διανοητικές αρετές. Μαζί θα ταξιδέψουν σε πολλές χώρες άλλοτε ως υποτελείς πολεμιστές του Βαγιαζήτ άλλοτε ως απόστολοι σωτηρίας της Βασιλεύουσας.
Μαζί όμως Μανουήλ και Στέφανος θα καλλιεργήσουν τα δέντρα της γνώσης και της αρετής. «Ξεκίνησε τη νέα ζωή του στη Θεσσαλονίκη ο Στέφανος σπουδαστής και στρατιώτης. Είχε γίνει η σκιά του Μανουήλ. Τον παρακολουθούσε στο καθετί, ρουφούσε τη γνώση που του πρόσφερε. Και ο Μανουήλ δεν τσιγκουνευότανε. «Η γνώση είναι για να μοιράζεται» συνήθιζε να λέει «δεν αποτελεί ιδιοκτησία κανενός». Στη συντροφιά τους, πρώτα στην Πόλη και μετά στο Μυστρά προστίθεται ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, απόστολος της δημιουργικής συνάντησης με τους Αρχαίους και της ελληνοποίησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Όλα αυτά μέσα σ’ ένα κύμα προσωπικών και οικογενειακών γεγονότων, χαρμόσυνων και δυσάρεστων. Μέχρι που την Άνοιξη του 1430 όταν οι Οθωμανοί φτάνουν στα Γιάννενα για δεύτερη φορά. Μετά από μάχες και διαπραγματεύσεις, αρχές Οκτώβρη, τα Γιάννενα και το Δεσποτάτο, οι σημερινές περιφερειακές ενότητες Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας, δέχονται τους όρους παράδοσης των Οθωμανών.
Γράφει ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Πανεπιστήμιο Πατρών