Τη δική του πρόταση νόμου για τη φορολόγηση μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών, αγροτών και κτηνοτρόφων, καταθέτει το ΚΚΕ επιχειρώντας να αντικρούσει το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από τους περισσότερους επαγγελματικούς κλάδους στη χώρα.
Οι βελτιώσεις που εξήγγειλε η Κυβέρνηση με το οικονομικό της επιτελείο δεν έχουν τύχει ιδιαίτερα θετικής ανταπόκρισης και το ΚΚΕ που βλέπει τα ποσοστά τους στις δημοσκοπήσεις να αυξάνουν σταδιακά, παίρνει ξεκάθαρη θέση σε αυτή την αντιπαράθεση με την κατάθεση της πρότασης νόμου την οποία ανέλυσε διεξοδικά ο βουλευτής Ιωαννίνων Νίκος Έξαρχος.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο βουλευτής Ιωαννίνων από τα γραφεία του κόμματος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η Κυβέρνηση ενώ μπορεί να βρει τα χρήματα που υπολογίζει ότι θα εισπράξει από την εξοντωτική φορολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αγροτών και κτηνοτρόφων, δεν κάνει το παραμικρό για τη φορολόγηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων του κεφαλαίου και των υπερκερδών τους.
«Τα φορολογικά έσοδα πρέπει να καλυφθούν από την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, των μεγάλων επιχειρήσεων, της μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας», ανέφερε ο κ. Έξαρχος, εξειδικεύοντας στη συνέχεια τα προτεινόμενα μέτρα του ΚΚΕ στην πρόταση νόμου.
Οι προτεινόμενες διατάξεις έχουν ως εξής:
Θεσπίζεται αφορολόγητο όριο για τα εισοδήματα όλων των ελεύθερων επαγγελματιών-βιοτεχνών-εμπόρων, αγροτοκτηνοτρόφων και ψαράδων και ορίζεται το ύψος του (με το άρθρο 1 θεσπίζεται αφορολόγητο όριο για τα εισοδήματα μη μισθωτών, ύψους 12.000 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 3.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο μέλος).
Επίσης, ορίζεται ρητά ο τρόπος φορολόγησης των μη μισθωτών αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών βάσει των δηλωθέντων στοιχείων στο βιβλίο εσόδων-εξόδων, αποκλειομένης της εισαγωγής τεκμηρίων ή της θέσπισης τεκμαρτού εισοδήματος βάσει οποιουδήποτε κριτηρίου.
Ορίζεται η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες-βιοτέχνες-εμπόρους, αγροτοκτηνοτρόφους και ψαράδες.
Ορίζεται το πεδίο εφαρμογής των μέτρων ανακούφισης που προτείνονται με την παρούσα πρόταση νόμου. Ο προσδιορισμός γίνεται με βάση εισοδηματικά κριτήρια, στα οποία προβλέπεται προσαύξηση λόγω παιδιών.
Προβλέπεται ότι από την οφειλή των ελεύθερων επαγγελματιών-βιοτεχνών-εμπόρων, των αγροτοκτηνοτρόφων και των ψαράδων προς τις τράπεζες, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος της πρότασης νόμου, διαγράφονται κάθε είδους τόκοι (συμβατικοί, υπερημερίας κλπ.).
Προβλέπεται ότι από τις οφειλές των ελεύθερων επαγγελματιών-βιοτεχνών-εμπόρων, των αγροτοκτηνοτρόφων και των ψαράδων προς τις τράπεζες και για οφειλές αρχικού ύψους μέχρι 300.000 ευρώ όπως αυτές διαμορφώνονται μετά την διαγραφή των τόκων, του ανατοκισμού και της κεφαλαιοποίησης των κάθε μορφής τόκων, σύμφωνα με τα προηγούμενα άρθρα 5 και 6, διαγράφεται ποσοστό ύψους 30% για όσους διατηρούν την επιχείρησή τους και ποσοστό ύψους 50% για όσους την έχουν κλείσει και είναι άνεργοι.
Καθορίζεται ότι η οφειλή που προκύπτει για τους ελεύθερους επαγγελματίες-βιοτέχνες-εμπόρους, αγροτοκτηνοτρόφους και ψαράδες των άρθρων 9 και 10 προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι τρέχουσες υποχρεώσεις προς τους πιο πάνω φορείς ρυθμίζονται σε άτοκες δόσεις, οι οποίες, σε ετήσια βάση δεν μπορεί να ξεπερνούν συνολικά το 10% του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματός τους.
Προβλέπεται η αυτοδίκαιη παύση κάθε μορφής πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης από πλευράς των πιστωτικών ιδρυμάτων, του Δημοσίου, των ΟΤΑ, των ασφαλιστικών ταμείων εναντίον των ελεύθερων επαγγελματιών-βιοτεχνών-εμπόρων, αγροτοκτηνοτρόφων και ψαράδων, για οφειλόμενα ποσά μέχρι την έναρξη ισχύος της πρότασης νόμου.
Ορίζεται ότι για τα ποσά που χορηγήθηκαν μέσω του προσωρινού μέτρου κρατικής ενίσχυσης με τη μορφή “επιστρεπτέας προκαταβολής” σε ελεύθερους επαγγελματίες-βιοτέχνες-εμπόρους, αγροτοκτηνοτρόφους και ψαράδες, παύει η είσπραξή τους και δεν επιστρέφονται, καθώς και ότι παύει κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης που τυχόν επιβλήθηκε για την είσπραξη των ποσών αυτών.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ