Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στην υπ. αριθμ. 1084/22-4-2020 Συνεδρία της με τηλεδιάσκεψη, συζήτησε δύο επίκαιρα θέματα, που έχουν γενικότερη σημασία στην επαφή Πανεπιστημίου και Κοινωνίας.
Το πρώτο θέμα σχετίζεται με τις πρωτοβουλίες που αρχίζουν να λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19 και ενδεχομένως άλλων κινδύνων στη σφαίρα της δημόσιας υγείας που μπορεί να εμφανιστούν στο μέλλον. Όπως είναι γνωστό, συγκροτήθηκε πρόσφατα ένα adhoc δίκτυο εργαστηρίων, που θα αναλάβουν να διερευνήσουν τη γενετική του COVID-19 και τα μοριακά εργαλεία, τα οποία χρειάζονται για την ανίχνευσή του. Στο δίκτυο αυτό πρωτοστατούν το ΕΚΠΑ και τα ερευνητικά κέντρα ΙΒΕΑΑ και ΕΚΕΤΑ, αλλά συμμετέχουν σε διαφορετικό βαθμό και άλλοι φορείς, μεταξύ των οποίων το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Αν και η πρωτοβουλία αυτή είναι αξιόλογη, η ερευνητική και η ιατρική κοινότητα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων έχουν διατυπώσει προτάσεις σε ένα γενικότερο πλαίσιο, που δεν περιορίζονται στο εργαστηριακό-διαγνωστικό σκέλος του προβλήματος. Συγκεκριμένα, έχει προταθεί ένας ολιστικότερος τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας, που περιλαμβάνει τόσο το ζήτημα της φαρμακολογικής θεραπείας, των κλινικών δοκιμών, αλλά και των επιδράσεων που έχουν τα περιοριστικά μέτρα στην ψυχική υγεία. Τα ελληνικά ΑΕΙ διαθέτουν αξιόλογη τεχνογνωσία σε αυτές τις περιοχές, γεγονός που καθιστά εφικτή τη συγκρότηση ενός κεντρικού μηχανισμού βιοϊατρικής έρευνας και εφαρμογών, κατά τα πρότυπα του αμερικανικού ΝΙΗ, του αγγλικού MRC και του γαλλικού INSERM. Η βιοϊατρική έρευνα στη χώρα μας, όπως και η έρευνα στο περιβάλλον, παραμένει κατακερματισμένη και χαρακτηρίζεται από την έλλειψη συνεργειών ανάμεσα στα Πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα. Ίσως, λοιπόν, με την ευκαιρία της πανδημίας, η Πολιτεία θα πρέπει να διερευνήσει τις δυνατότητες λειτουργικής σύζευξης ερευνητικών υποδομών που υπάρχουν σε διάφορα σημεία της επικράτειας και να «ανοίξει» τις θύρες της μεταφραστικής ιατρικής έρευνας και της περιβαλλοντολογικής σε όλη την κοινότητα.
Το δεύτερο θέμα αφορά τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάστηκε η λεγόμενη «επιμόρφωση» των νέων επιστημόνων με vouchers. Οι ενέργειες που έγιναν σε πρώτη φάση προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, λόγω της χαμηλής ποιότητας του «εκπαιδευτικού υλικού» με τo οποίo επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο σχέδιο. Μας προκαλεί ικανοποίηση η απόσυρση αυτού του μέτρου από την κυβέρνηση. Αλλά αυτό δεν μας καθησυχάζει, διότι και μόνο η απόπειρα εφαρμογής αυτού του προγράμματος έδειξε έλλειψη επαφής με τους νέους επιστήμονες και έλλειψη πληροφόρησης για το ποιοτικό έργο στην επιμόρφωση και Δια Βίου Μάθηση, που επιτελείται στα ΑΕΙ.