Πριν από λίγες μέρες κανείς σχεδόν δεν ασχολούνταν στην Ελλάδα με τη σύσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη.
Άλλωστε η κοινή γνώμη στη χώρα μας έχει μάθει διαχρονικά και ιστορικά να κρίνει τα διεθνή θέματα ως «εξωτερικά» για να κάνουμε και ένα λογοπαίγνιο, ότι δεν την αφορούν παρά μόνο όταν επηρεάζουν την εσωτερική κατάσταση. Η πολιτική τάξη στην Ελλάδα κράτησε απ’ έξω επί δεκαετίες τον πολύ κόσμο από τις διεθνείς εξελίξεις διατηρώντας για τον εαυτό της το ρόλο ενός «σωτήρα» μπροστά στις «επιβουλές» του εξωτερικού παράγοντα. Και είναι αξιοσημείωτο πόσο συμφωνούσαν σε αυτό το μοτίβο δεξιοί και αριστεροί.
Μόνο μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι έχει ενδιαφέρον άμεσο και για εμάς αυτό που συμβαίνει «στις Βρυξέλλες». Και παράλληλα, νιώσαμε ότι μπορούμε να συνδιαμορφώσουμε ως κράτος, κάποιες πολιτικές. Μετά ήρθε η κρίση που όμως διαμόρφωσε ένα διπλό σκηνικό. Από τη μία εκείνοι που πίστεψαν ότι «όλα είναι ένα σχέδιο» ενάντια στην Ελλάδα, κάπου σε μία άκρη κάποιοι που έλεγαν «ναι στο μνημόνιο άνευ όρων» και από την άλλη εκείνοι που αντιλήφθηκαν την πολυπλοκότητα του κόσμου μας και την αλληλοσύνδεση κρατών, οικονομιών, αγοράς και πολιτικών.
Αυτοί οι τελευταίοι κατάλαβαν και αυτή τη φορά πόσο δυνατή είναι η εικόνα από το Βερολίνο με την παρουσία των ηγετών και πόσο πρόβλημα είναι η απουσία της Ελλάδας. Γι’ αυτό άλλωστε και η κυβέρνηση που βρέθηκε σε δύσκολη θέση αφού καλλιεργούσε το προφίλ ενός αναγνωρισμένου διεθνώς παίχτη, από χτες περιορίζεται να ενδιαφέρεται να συμμετάσχει στη δεύτερη φάση της συμφωνίας για τη Λιβύη και καλώς πράττει.
Το μήνυμα ότι δεν είμαστε μόνοι μας, ότι οι εξελίξεις δεν εξαρτώνται από εμάς και ότι χρειαζόμαστε πολυπρισματικές συμμαχίες για να σταθούμε, το κατάλαβαν και στο τελευταίο καφενείο της χώρας. Εκεί που ακούς καθαρά ότι η Γερμανία έπαιξε δικό της παιχνίδι ερήμην μας και ερήμην και της ΕΕ ίσως ίσως ως ευρεία συμμαχία χωρών.