Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Θεόδωρου Πρίντζη
Το ζευγάρι περπατούσε μέσα στο χαρούμενο γιορτινό απόγευμα απολαμβάνοντας τις φωτεινές βιτρίνες, τα χαμόγελα στα πρόσωπα, το ακούραστο μελίσσι των ανθρώπων που μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά προσθέτοντας κι άλλο βάρος στα χέρια τους. Ένα βάρος που τους έφερνε ακόμα περισσότερη χαρά, παρά κούραση, μια χαρά που μεγάλωνε όσο πλησιάζει η μέρα της Γέννησης, μια χαρά που σε σπρώχνει με μία ασύγκριτη δύναμη να πολλαπλασιάζεις τα ψώνια σου.
Ήταν ένα cool ζευγάρι, με προβλήματα του τύπου: να κάνουμε Χριστούγεννα εδώ στην Αθήνα ή στον Παρνασσό; Να αλλάξω μπότες του σκι ή να πάρω μια ολόσωμη στολή; Να πάμε με τον αδερφό σου ή να πάμε με τα παιδιά από το τένις;
Βρίσκονται από τις 6.00 το απόγευμα στο δρόμο και τώρα είναι 9.00 και έχουν σταματήσει τουλάχιστον σε δύο café για espresso και έχουν καταναλώσει στη σανίδα του μπαρ από δύο βότκες, έτσι για να κάνουν λίγο κεφάλι πριν επιστρέψουν σπίτι να ετοιμαστούν για τη βραδινή έξοδο.
Όπως περπατάνε λοιπόν σταματάνε στη βιτρίνα, σε ένα υπερβολικά διακοσμημένο ζαχαροπλαστείο, σε βαθμό να δυσκολεύεσαι να διακρίνεις αν πουλάνε χριστουγεννιάτικα στολίδια ή γλυκά. Εκεί το κορίτσι καρφώνεται σε ένα βουνό από μίνι βασιλόπιτες, που από πάνω του αιωρείται μια χαριτωμένη ταμπέλα όπου περιγράφει ότι πρόκειται για βασιλόπιτες ερωτευμένων, βασιλόπιτες για δύο άτομα. (Μμμμμ!!!!! 50% πιθανότητα να πετύχεις το νόμισμα. Ενδιαφέρον φαίνεται σκέφτηκε ο άντρας.) «Πάμε; πάμε να πάρουμε;» του είπε τραβώντας τον εκείνη.
Μπήκαν στο μαγαζ , τις κοίταξαν λέγοντας « Μμμμ πολλά καρύδια για σκίουρους με τα δόντια σου … ένας χοντρός αϊ Βασίλης με μάγουλα σαν της γιαγιάς σου … έχει και σκιέρ στα χιόνια, αυτήν θα πάρουμε, αυτήν, αυτήν.» Και αυτήν πήραν. Γύρισαν σπίτι αγκαλιασμένοι, την άφησαν σε ένα δροσερό μέρος και επειδή η καταναλωτική χαρά κρατάει λίγο, ετοιμάστηκαν να βγουν και πέρασαν μερικές μέρες μέχρι να την ξαναθυμηθούν.
Τα ζαχαροπλαστεία « Η Λευκή Σοκολάτα » σχεδίασαν με πρωτότυπο τρόπο αυτές τις μικρές βασιλόπιτες με σκοπό να ρίξουν την τιμή και να δώσουν την ευκαιρία και σε πολύ μικρά νοικοκυριά, να έχουν μια δική τους χαριτωμένη και τέλεια διακοσμημένη βασιλόπιτα. Και πράγματι ο κόσμος πήρε το μήνυμα και οι βασιλόπιτες τελείωσαν όλες πολύ πριν έρθει η Πρωτοχρονιά.
Όμως υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια που άφησε μια μικρή κηλίδα λύπης στην οικογένεια των ιδιοκτητών. Η σύζυγος λοιπόν του ιδιοκτήτη βλέποντας ότι το πρότζεκτ της μίνι βασιλόπιτας ήταν απρόβλεπτα μεγάλο, προσφέρθηκε να βοηθήσει το προσωπικό με την εμπειρία της για να τελειώσουν στην ώρα τους. Ύστερα από πολλά χρόνια με χριστουγεννιάτικες μέρες σε φιλανθρωπικά τσάι και πάρτι με βουνά από δίπλες, κουραμπιέδες και μελομακάρονα, με διάφορες «πρόβες βασιλόπιτας » και τη σαμπάνια να τρέχει σε λεπτεπίλεπτα ποτήρια, αποφάσισε να φορέσει την ποδιά της, να θυμηθεί τα χρόνια που η επιχείρηση έκανε τα πρώτα της βήματα και να δουλέψει δίπλα στους υπαλλήλους της για τελειώσουν νωρίτερα.
Όμως … να που έβγαλε το πανάκριβο δαχτυλίδι της με το διαμάντι, για να μη την εμποδίζει με τις ζύμες, το ακούμπησε στον πάγκο εργασίας, το ξέχασε τελείως όταν έφυγαν από το εργαστήριο μαζί με το προσωπικό –ήταν όλοι τόσο πολύ κουρασμένοι – και το θυμήθηκε μετά από λίγες μέρες. Ένα πρωί ξύπνησε και ένοιωσε κάτι να λείπει από το χέρι της, το αναζήτησε ανάμεσα στα καλλυντικά της και μετά θυμήθηκε το εργαστήριο. Δεν ήταν απλώς ένα πολύτιμο κόσμημα ήταν κάτι μοναδικό που το διάλεξαν μαζί μετά από πολλά χρόνια γάμου – που τα δώρα δεν έχουν και τόση σημασία πλέον – και δεν το αποχωριζόταν ποτέ.
Το είπε στον άντρα της και σκέφτηκαν μήπως την πλησίασε κάποιος από το προσωπικό, κάποιος που μπορεί να έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αψήφησε τον κίνδυνο -να χάσει ακόμη και τη δουλειά του- και άρπαξε το κόσμημα. Ο σύζυγος έκανε έναν εμπορικό ελιγμό στο μυαλό του και της είπε: «Μην ανησυχείς, όποιος κι αν το πήρε, εμείς θα το χρησιμοποιήσουμε σαν χριστουγεννιάτικο παραμύθι και θα προβάλλουμε το μαγαζί. Ο κόσμος θα ασχοληθεί με το χαμένο δαχτυλίδι και με το μεγάλο διαμάντι και θα κερδίσουμε πολύ περισσότερα.» «Δηλαδή πώς;» ρώτησε η γυναίκα του με δάκρυα στα μάτια .
Να πώς γίνεται: «Ανεβάζουμε μία «γιορτινή» ανακοίνωση σε εφημερίδες, στο κανάλι που διαφημιζόμαστε στο ραδιόφωνο, στο διαδίκτυο, για το δαχτυλίδι πού είναι κρυμμένο μέσα σε κάποια βασιλόπιτα του ζαχαροπλαστείου μας. Όποιος το βρει θα μας το φέρει και θα πάρει 5.000 Ευρώ .»
«Το δαχτυλίδι μου είναι πολύ ακριβότερο.» είπε η γυναίκα. «Αλήθεια μήπως θυμάσαι πόσο μας κόστισε;» ρώτησε προσπαθώντας για μια ακόμη φορά, μετά από τόσα χρόνια να εκμαιεύσει το μυστικό της αξίας του κοσμήματος. Όμως ο σύζυγος -παλιός έμπορος- δεν απάντησε αγνοώντας την ερώτηση. Είχε αποφασίσει εδώ και πολύ καιρό να μη μιλήσει για την αξία του δώρου. Τα δώρα περιβάλλονται από μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, μία υπόνοια ιερότητας του νοήματος που κρύβει η κίνηση του δωρητή, πράγματα που δεν έχουν σχέση με χρηματικές εκτιμήσεις. Όταν μετά το θάνατο του κατόχου χάνεται αυτή η ατμόσφαιρα, οι δικαιούχοι τρέχουν να συναντήσουν εκτιμητές για να μάθουν τόσο ψυχρά και ωμά: «Πόσο;» «Πόσα δίνεις; Πόσο το εκτιμάς;»
Πώς να σας το πω τώρα; Το δώρο είναι ένα αντικείμενο με ψυχή. Το δώρο είναι φορτισμένο με την αγάπη αυτού που το χαρίζει και με τα συναισθήματα τον ενθουσιασμό, την υπερβολική χαρά, την έκσταση αυτού που το δέχεται. Ένα μέρος από αυτά τα συναισθήματα υπήρχε και στις μπροσούρες, στα ραδιοφωνικά μηνύματα και στις αναρτήσεις στο διαδίκτυο για να βρεθεί το δαχτυλίδι. Και η αναζήτηση είχε μεγάλο αντίκτυπο στον κόσμο. Πέρασαν πολλοί άνθρωποι από το μαγαζί είτε για να πάρουν γλυκά, είτε «ψαρεύοντας» από το προσωπικό κάποια περιγραφή του δαχτυλιδιού και πάρα πολλοί προσπάθησαν να μάθουν την αξία του. Όμως έφθασε και η Πρωτοχρονιά και το δαχτυλίδι δεν βρέθηκε.
Το ζευγάρι που αγόρασε τη μίνι βασιλόπιτα εκείνο το βράδυ –παραμονές Χριστουγέννων – δεν έμεινε στην Αθήνα. Πήγαν με τους φίλους τους στον Παρνασσό. Έκαναν σκι, έπαιξαν χαρτιά, κάθισαν τη νύχτα στο τζάκι μαζί με τους άλλους αδειάζοντας μπουκάλια με κόκκινο κρασί, έκαναν σεξ και …ήρθε η στιγμή για τα δώρα. Αυτές οι γιορτές είναι μεγάλη ευκαιρία για να δοθούν δώρα και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Ας κάνουμε και τις συστάσεις τώρα, λίγο πριν δώσουν ο ένας στο άλλον το δώρο του. Είναι ο Μάξιμος και η Μαρίλια.
Όταν βρέθηκαν μόνοι τους στο δωμάτιο ο Μάξιμος παρατήρησε ότι η Μαρίλια αργούσε πολύ στο μπάνιο σαν κάτι να του ετοίμαζε. Την περίμενε με το δώρο του, αγορασμένο από γνωστό οίκο κοσμημάτων, το κρατούσε κάπως αμήχανα στις παλάμες του και έψαχνε τρόπο να της το δώσει κάνοντας κάποια έκπληξη. Όμως η Μαρίλια βγήκε από το μπάνιο κρατώντας το δικό της δώρο και προτείνοντας το του είπε: «Αλλάζουμε;» και έτσι τα δύο δώρα άλλαξαν χέρια και η Μαρίλια κρατώντας το δώρο στα χέρια της είπε: «Εγώ θα βγω για λίγο στην εξώπορτα και εσύ θα ανοίξεις το δώρο σου σε 5 λεπτά.»
Ο Μάξιμος συμφώνησε και περίμενε. Πάντα ένα κορίτσι σαν τη Μαρίλια κάτι σκαρώνει τέτοιες στιγμές, αλλά τί μπορεί να ήταν αυτή τη φορά; Κοίταζε ανυπόμονα το ρολόι του και όταν πέρασαν τα πέντε λεπτά άνοιξε το δώρο. Το κουτί ήταν άδειο. Μάλιστα άδειο. Να όμως ένα χαρτάκι με έναν άγνωστο αριθμό κινητού.
Η Μαρίλια άνοιξε μόνη της το δώρο της και ήταν ένα απίθανο ζευγάρι σκουλαρίκια με χριστουγεννιάτικο θέμα, να μη μπορεί να φορεθούν άλλες μέρες του χρόνου και δεν πίστευε στα μάτια της πως συνδυαζόταν τα χρώματα από σμάλτο, οι πέτρες και το κόκκινο χρυσό σ’ αυτά τα πανέμορφα σκουλαρίκια.
Ο Μάξιμος κάλεσε το άγνωστο νούμερο. Η Μαρίλια απάντησε και του είπε ψιθυριστά: «Σε περιμένω στο κελάρι». Ο Μάξιμος βγήκε, πέρασε από τη χαμηλή πόρτα στο κελάρι και προσπάθησε να κινηθεί μέσα στο μισοσκόταδο. Κάπου στο βάθος φαινόταν ένα γαλάζιο φως, σαν από οθόνη κινητού, το είδε και προχώρησε προς τα κει. Το φως γινόταν πιο δυνατό όσο πλησίαζε και μετά από μια λάμψη σαν φλας, ένα δευτερόλεπτο παροδικής τύφλωσης, βλέπει πάνω σε μια στοίβα κούτσουρα για το τζάκι τη Μαρίλια κρατώντας ένα άγνωστο κινητό στα χέρια της. Του το πρότεινε και του είπε: «Ορίστε το δώρο σου» Ο Μάξιμος άπλωσε το χέρι να πάρει το κινητό αδυνατώντας να μιλήσει από το ξάφνιασμα. Η Μαρίλια φορούσε μόνον τα σκουλαρίκια του.
Γύρισαν στην Αθήνα παραμονές Πρωτοχρονιάς. Μήπως να πάμε να δούμε και τη γιαγιά που δεν την είδαμε τα Χριστούγεννα; Πήγαν στη γιαγιά και της πήγαν δώρο τη μίνι βασιλόπιτα που αγόρασαν εκείνο το βράδυ. Η γιαγιά πάλι είχε τόσο πολλούς επισκέπτες λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, που το σπίτι της γέμισε πακέτα με γλυκά. Τι άλλο δώρο μπορεί να κάνει κανείς στη γιαγιά του τέτοιες μέρες;
Η κυρία που την πρόσεχε όλο αυτόν τον καιρό, όσο έλλειπαν τα παιδιά στις δουλειές τους, ζήτησε να απουσιάσει λίγες μέρες να δει τους γονείς της στην Αλβανία. Η γιαγιά την πλήρωσε και της έδωσε λόγω των ημερών τη μικρή βασιλόπιτα που της έφεραν τα παιδιά. Η Πρωτοχρονιά πλησίαζε. Η κυρία Χριστίνα με τον άντρα της τον Βάλτερ ετοίμασαν ένα σακβουαγιάζ με ρούχα και ένα κιβώτιο με λίγα τρόφιμα, λίγα μελομακάρονα και τη βασιλόπιτα της γιαγιάς και ξεκίνησαν για την πατρίδα.
Πέρασαν τα σύνορα με το παλιό αυτοκίνητό τους – ένα ford focus της προηγούμενης δεκαετίας- και σε λίγη ώρα έφθαναν στο σπίτι της μητέρας της. Η πρώτη εικόνα δεν ήταν και τόσο ευχάριστη για τον Βάλτερ. Έξω από το σπίτι καμιά δεκαριά παιδιά του χωριού να θαυμάζουν και να προσέχουν την ολοκαίνουρια μερτσέντες του άλλου γαμπρού της οικογένειας. Πάρκαραν λίγο πιο κει το δικό τους παλιό αυτοκίνητο, για να αποφεύγουν την σύγκριση και κατέβηκαν να πάνε στο σπίτι. Στην αυλή, με γαλάζιο κοστούμι, γκρι παλτό για να μη κρυώνει, μαλλί κουρεμένο φράντζα, σαν τριανταπεντάρης μπάρμαν, ο άλλος γαμπρός κάπνιζε με ύφος ένα μακρύ λεπτό καφετί πραγματάκι με χρυσό περιτύλιγμα στο φίλτρο, ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε το πακέτο από τα ιταλικά τσιγάρα του. Ο Βάλτερ ένιωσε μια ενόχληση στο στομάχι και προσπάθησε να ανασύρει το φυσικό του ύφος.
Ο άλλος χαμογέλασε μόλις τους είδε να μπαίνουν στην αυλόπορτα και τους χαιρέτησε λέγοντας: «Hello Βάλτερ, hello Κριστίνα» Η Χριστίνα σχεδόν έτρεξε και τον αγκάλιασε και τον φίλησε. «Hello Τούρι» είπε ο Βάλτερ ανακτώντας την ψυχραιμία του. Ο Βάλτερ μπορεί να μη έκανε χρήματα τόσα χρόνια στην Ελλάδα, όμως έμαθε τόσα για τη ζωή, για τον κόσμο, για το θηρίο μέσα μας που πρέπει να μάθεις να το τιθασεύεις όσο μεγαλώνεις, να βγάζεις έναν ωραίο άνθρωπο προς τα έξω, γιατί αυτός ο κόσμος αυτό χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Σκέψεις …σκέψεις σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ο Βάλτερ ενθουσιάστηκε με τον αυθορμητισμό της γυναίκας του, που σε καμιά περίπτωση δεν έδειχνε να περιμένει το ok από αυτόν για να αγκαλιάσει τον αχώνευτο άντρα της αδελφής της.
Όμως να που ο Τούρι με το υποκριτικό χαμόγελο πάγωσε στο άκουσμα του υποκοριστικού και είπε: «Αρτούρο Βάλτερ, Αρτούρο θα με λες , στην Αγγλία τα λέμε ολόκληρα τα ονόματα.» Στην Αγγλία; Στην Αγγλία; άκουσε την ηχώ των σκέψεων μέσα του. Είχε ακούσει ο Βάλτερ ότι ο Αρτούρο διατηρούσε ένα γραφείο –βιτρίνα εισαγωγών, εξαγωγών στο Λονδίνο, αλλά η κύρια ενασχόλησή του ήταν book maker. Συγκέντρωνε εισιτήρια στοιχημάτων, για κάποιες εταιρείες, για άλογα, για ποδόσφαιρο, για ότι μπορεί να στοιχηματίσει κανείς τέλος πάντων, γιατί όπως ίσως θα ξέρετε οι Άγγλοι μπορεί να στοιχηματίσουν για οτιδήποτε. Γινόταν και κάποια «παιχνίδια» και ο Αρτούρο ήταν μέσα . Έτσι βγαίνει το χρήμα. Και ποιος ξέρει άραγε πώς ξεκίνησε, πως βρήκε τα πρώτα κεφάλαια, όταν έφυγε από την Αλβανία.
Μπήκαν στο σπίτι και ο Αρτούρο έμεινε να τελειώσει το τσιγάρο του. Είχε συνηθίσει πλέον να μη καπνίζει σε κλειστούς χώρους. Η μητέρα τους περίμενε με ανοιχτή αγκαλιά και μετά οι δύο αδερφές αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας. Ο Βάλτερ χαιρέτησε τον πεθερό του και προσπάθησε να διατηρήσει ένα φυσικό ύφος και να μη παρασυρθεί σε συγκινήσεις. Η Άννα κάθισε δίπλα στη Χριστίνα και την αγκάλιασε ξανά , όμως τα βλέμματα δεν κρύβονται. Κοίταξε τα φθηνά ρούχα της, τα μαλλιά της βαμμένα με μαζική βαφή από το super market, τα χέρια της κουρασμένα και ταλαιπωρημένα από το σκληρό μεροκάματο στην Ελλάδα. Η Χριστίνα …ευτυχώς που το κλάμα και η συγκίνηση της συνάντησης μπορούσαν να κρύψουν τα άλλα συναισθήματα, αυτά της φτώχειας, της αποτυχίας, της μιζέριας. Αυτές οι συναντήσεις είναι πάντα ένα τεστ: Τι έκανες; τα κατάφερες ή ακόμα σέρνεσαι; Μέσα από τα δάκρυά της η Χριστίνα κοίταξε ξανά τον εντυπωσιακό Αρτούρο, την χαριτωμένη αδελφή της και έκλαψε μέχρι που τα μάτια να στερέψουν και να μην έχουν άλλο δάκρυ να κυλήσει. «Την αγαπάει πολύ την αδελφή της» είπε ο Βάλτερ που για πρώτη φορά ένοιωσε τόσο έντονα τα δάκρυα της γυναίκας του να τον τρυπάνε σαν βέλη.
Ευτυχώς ο πατέρας της Χριστίνας έφερε τσίπουρο, αρωματικό διάφανo τσίπουρο, από την τελευταία σοδιά. Δεν έβγαλαν πολλά με το τσίπουρο στο τραπέζι, γιατί είχε αποφασιστεί να γευματίσουν έστω και με μία ώρα καθυστέρηση στη 8.00 το βράδυ όπως συνηθίζεται στο Λονδίνο. Και όπως κάθισαν και μιλούσαν οι γυναίκες άρχισαν να στρώνουν το τραπέζι. Ωραία σερβίτσια, πιάτα με χρυσή ρίγα στο πλάι, ποτήρια κρυστάλλινα, σίγουρα ήταν κρυστάλλινα. Η Άννα δεν έχασε την ευκαιρία να χτυπήσει με το κουταλάκι της σως για να ακουστεί ο κρυστάλλινος ήχος τους. Μα καλά πότε τα ‘φεραν όλα αυτά; Τι έγινε εδώ. Ο πατέρας είχε τις ίδιες επιφυλάξει για το ντεκόρ του τραπεζιού συμφωνώντας σιωπηλά με τον Βάλτερ και έριχνε κλεφτές ματιές σε όλα αυτά χωρίς να μιλάει.
«Άντε λοιπόν ας κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε, ας δεχτούμε ότι εδώ σ’ αυτό το μικρό χωριουδάκι που ήρθαμε να δούμε τη μάνα και να θυμηθούμε άλλα , φτωχικά, μακρινά Χριστούγεννα, το τραπέζι είναι κάπως πολυτελές. Δεν μπορεί όμως να έχουν βάλει χέρι και στο φαγητό. Και όμως …ενώ περίμεναν καμιά μπριζόλα, κανένα παϊδάκι έφθασε ένα μοσχάρι με σάλτσα κράμπερι. Το είχα ακούσει …» σκέφτηκε ο Βάλτερ «….ότι οι Άγγλοι τρώνε το κρέας σερβιρισμένο με γλυκό κεράσι, αλλά δεν το περίμενα να φθάσει σ’ αυτό το σπίτι εδώ μπροστά μας αυτήν την Πρωτοχρονιά με γλυκό κεράσι μέσα στο πιάτο μας.»
Έβγαλε ένα τσιγάρο και σηκώθηκε κι αυτός να το καπνίσει έξω. Οι γυναίκες δεν πρόσεξαν ότι σηκώθηκε. Ήταν απορροφημένες με το σερβίρισμα. Οι άντρες … Ο πατέρας τον κοίταζε και δεν έκανε καμία προσπάθεια να σηκωθεί από τη θέση του. Ο Αρτούρο τον ακολούθησε και έβγαλε ακόμα ένα από τα πανέμορφα πολυτελή τσιγάρα του. Κρύο, κρύο, κρύο… «Καλύτερα εδώ στο κρύο και στο σκοτάδι παρά να βλέπω και να βασανίζομαι» σκέφτηκε ο Βάλτερ. «Λοιπόν τι νέα από την Αθήνα;» ρώτησε ο Αρτούρο. «Καλά είμαστε …» είπε ο Βάλτερ « …είμαστε σε μια ήσυχη γειτονιά, η Χριστίνα δουλεύει εκεί κοντά προσέχει μία γριά και εγώ όποτε βρω μεροκάματο.» Ο Βάλτερ σώπασε και ρούφηξε το τσιγάρο, και κοίταξε το φεγγάρι και ίσως να μη υπάρχει πιο ωραίο φεγγάρι από της Αθήνας σκέφτηκε. Δεν ήθελε να τον ρωτήσει πως περνάνε στο City. Ήθελε να του δείξει ότι δεν τσιμπάει με την πολυτέλεια, δεν θαμπώνεται. Ο άλλος με τη σιγουριά της εικόνας με την αυτοπεποίθηση του χρήματος που δεν κρύβεται είπε μόνο ότι η Αγγλία έχει πολλές ευκαιρίες, για μπίζνες, για εισαγωγές, για ευτελή προϊόντα όπως η ρίγανη και το τσάι και το ελαιόλαδο που εδώ τα θεωρούμε ταπεινά και ασήμαντα.
Δεν τον περίμενε να τελειώσει το μακρύ ιταλικό τσιγάρο του και γύρισε στους άλλους. Το τραπέζι ήταν σχεδόν έτοιμο. Μπροστά του αυτό το κρέας με γλυκό κεράσι που όπως έμαθε μετά δεν ήταν και τόσο γλυκό όπως το κεράσι, αλλά λίγο πιο ξινό σαν το βύσσινο και έφεραν έτοιμη τη σάλτσα κονσέρβα και το κρέας προ- ψημένο για να μη κουράσουν τη μητέρα. Απλώς το έβαλαν λίγη ώρα στη φωτιά και … έτοιμο !!!!
Ότι κι αν νομίζουμε ότι μπορεί να σκέφτηκαν αυτοί οι άνθρωποι, που συναντήθηκαν εκείνη την Παραμονή Πρωτοχρονιάς γύρω από το γιορτινό τραπέζι, η έκπληξη είναι ότι δοκίμασαν και το κρέας και την περίεργη σάλτσα του και μίλησαν για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα και θυμήθηκαν άλλα Χριστούγεννα και άλλες Πρωτοχρονιές, με λιγότερο φαγητό, με φόβο, με άλλα γεγονότα, που και η Αθήνα και το Λονδίνο τους έκαναν να τα ξεχάσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Να όμως που τελείωσε το φαγητό και το ντεκόρ αλλάζει. Δεν θα χετε ξαναδεί τέτοια βασιλόπιτα πιστεύω. Δεν υπάρχει. Δεν μπορεί. Διακόσμηση; Τεράστια; Μοίρασαν τα πιατάκια και άνοιξαν και σαμπάνια. Το ξέρετε ότι η βασιλόπιτα ταιριάζει με σαμπάνια; Ο Βάλτερ δεν περίμενε και κατέβασε το πρώτο ποτήρι μονορούφι. Κοίταξε τη Χριστίνα στα μάτια και εκείνη κατάλαβε τι σκέφτηκε. Σκέφτηκε ακριβώς όπως θα το ακούσετε: «Πώς σου φαίνεται τώρα η δική μας μικρούτσικη δανεική βασιλόπιτα;»
Η Άννα πήρε ένα μεγάλο πολύ ιδιαίτερο μαχαίρι , κι αυτό από το City, που δεν κολλάνε τα κομμάτια όπως τα κόβεις και άρχισε να λέει ονόματα. Και το κέρμα το βρήκε η Χριστίνα. Για πρώτη φορά χαμογέλασε εκείνο το βράδυ ο Βάλτερ και, χαλάρωσε κάπως το σφίξιμο διαρκείας που είχε μέσα του και την κοίταξε, την κοίταξε κάπως … όπως εκείνα τα χρόνια πριν φύγουν για την Αθήνα. Και τότε έγινε αυτό που δεν περίμενε ούτε ο έμπειρος book maker. Η γιαγιά είπε, κανένα μελομακάρονο, κανένα κουραμπιέ δεν έχουμε; Γίνεται Χριστούγεννα χωρίς μελομακάρονα. Δεν ξέρω αν φτιάχνουν μελομακάρονα στο Λονδίνο αλλά οι δικοί μας κοιτάχτηκαν και η Χριστίνα σηκώθηκε. «Θα φέρω εγώ μάνα» είπε. Ο Βάλτερ σηκώθηκε κι αυτός δήθεν για τσιγάρο. Όμως πήγε μαζί της στο δωμάτιο και της είπε να κρύψει τη βασιλόπιττα να την βάλλει στο σάκο με τα ρούχα μη τυχόν και ανακαλυφθεί και η ντροπή γίνει εφιάλτης. Και έτσι έγινε. Η Χριστίνα έφερε μελομακάρονα και κουραμπιέδες από την Αθήνα , που ακόμα και οι «Άγγλοι» τα είχαν επιθυμήσει και η βραδιά πήρε και λίγο παραδοσιακό χρώμα. Οι άντρες ξαναγύρισαν στο τσίπουρο. Η φωτιά έκαιγε γλυκά και ο καινούριος χρόνος πλησίαζε. Ήταν δώδεκα παρά τέταρτο.
Έγιναν κι άλλα γεγονότα εκείνες τις μέρες. Το παιχνίδι της σύγκρισης και η θλίψη της αποτυχίας δεν έφυγαν μέχρι την τελευταία στιγμή. Ο Αρτούρο έβγαινε συχνά για να καπνίσει, όμως αυτό ήταν η πρόφαση. Ήθελε να μιλάει για τις υποθέσεις του στο κινητό χωρίς να τον ακούνε. Την τελευταία μέρα ο καιρός χάλασε ξαφνικά και έπεσε πολύ χιόνι. Η πολυτελής μερτσέντες κόλλησε και δεν μπορούσαν να φύγουν. Και η Αγγλία δεν είναι Αθήνα. Εκεί τα died lines δεν περιμένουν και το άγχος χτυπάει κόκκινο. Η Άννα έδειχνε ανήσυχη. Ο Αρτούρο στο κινητό. Τελικά η γιορτή έκλεισε με υπερθέαμα. Έφθασε ένας γερανός οδικής βοήθειας και έσυρε σαν έλκηθρο το αυτοκίνητο με το ζευγάρι μέσα μέχρι την άσφαλτο όπου είχαν περάσει μηχανήματα. Η Άννα δεν ρώτησε καν τη Χριστίνα: «Εσείς πώς θα φύγετε;» Όμως ο Βάλτερ ξεφούσκωσε έναν αέρα τα παλιά λάστιχα και λίγο που κολλούσαν και δεν γλιστρούσαν, λίγο με το ABS κατάφερε να το βγάλει. Φούσκωσαν ξανά τα λάστιχα στο πρώτο βενζινάδικο, φούλαραν και φθηνή βενζίνη και σε λίγες ώρες πάλι στην Αθήνα. Δεν μίλησαν στην διαδρομή. Δεν μίλησαν μόλις έφθασαν. Ώσπου η Χριστίνα ρώτησε: «Να δοκιμάσουμε αυτή τη βασιλόπιτα;» «Πέταξε την, πέρασαν τόσες μέρες δεν θα τρώγεται…» της είπε ανόρεχτα. «Μερικοί βάζουν μισό ευρώ, θα ψάξω να το βρω πριν την πετάξω»
Έκοβε μακρόστενα κομμάτια τη βασιλόπιτα, όταν το μαχαίρι χτύπησε κάτι πολύ μεγαλύτερο από πενηντάλεπτο. Το καθάρισε προσεκτικά και … και ήταν το δαχτυλίδι. Πήγε δίπλα του. Του το ‘δειξε. «Το βρήκα στη βασιλόπιτα». Εκείνος ενστικτωδώς γύρισε και κοίταξε την τεμαχισμένη βασιλόπιτα που ήταν ακόμα στο τραπέζι. «Στη βασιλόπιτα;» επανέλαβε σαστισμένος. «Φαίνεται ακριβό.» του είπε. «Ναι πολύ ακριβό» της απάντησε. «Τι θα το κάνουμε;» ρώτησε και το φόρεσε στο δάχτυλό της. Έκλεισε τα μάτια και είχε μπροστά της την αδελφή της με τα πολυτελή ρούχα. Μετά σκέφτηκε το νόμισμα στο χωριό και πίστεψε πως ήταν η τυχερή της χρονιά. «Υπάρχει πουθενά η φίρμα του μαγαζιού που τις φτιάχνουν;» ρώτησε και πλησίασε στο τραπέζι. Σε μια χρυσή, χρυσή και λευκή ετικέτα ήταν τα στοιχεία της «Λευκής Σοκολάτας». Θα πάω αύριο να τους βρω της είπε. «Μήπως να το κρατήσουμε;» ρώτησε με αγωνία η Χριστίνα με φορεμένο ακόμα το δαχτυλίδι στο χέρι της. «Είμαστε ξένοι εδώ. Αν γίνει μια στραβή θα μας τραβάνε. Θα πούνε πως το κλέψαμε.»
Η Χριστίνα δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα. Κρατούσε φορεμένο το δαχτυλίδι και συνέχισε να κλαίει σιωπηλά για πολλή ώρα. Το πρωί ο Βάλτερ σηκώθηκε, ξυρίστηκε, έψαξε τα τσιγάρα του, τον αναπτήρα, ρούφηξε μία γουλιά από τον βαρύ ελληνικό χωρίς ζάχαρη, πήρε το δαχτυλίδι και βγήκε χωρίς να της μιλήσει.
Έφθασε στη «Λευκή Σοκολάτα» και ζήτησε το αφεντικό. «Δεν είναι εδώ. Τι τον θέλετε; Μήπως μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε εμείς;» «Θέλω να του δείξω κάτι …» τους είπε. Κοιτάχτηκαν οι υπάλληλοι με απορία και τότε μια κοπέλα δεν συγκρατήθηκε και φώναξε: «Το δαχτυλίδι. Πρέπει να βρήκε το δαχτυλίδι.» Τους κοίταξε αδιάφορα ενώ αυτοί κινητοποιήθηκαν να βρουν τον εργοδότη τους. «Μάλλον βρέθηκε το δαχτυλίδι … Αλβανός μου φαίνεται … Μάλλον οικογενειάρχης δείχνει…» Κάτι τέτοια άκουσε ο άνθρωπος που έχτισε τη «Λευκή Σοκολάτα» από το μηδέν και σήμερα είναι μια επιχείρηση που απασχολεί τόσο πολλούς εργαζόμενους.
Σύμφωνα με τις οδηγίες του λοιπόν, τον πέρασαν στο ιδιαίτερο γραφείο, τον ρώτησαν αν θέλει καφέ ή κάτι άλλο μέχρι να έρθει το αφεντικό.
Πέρασε ώρα. Ήρθε. Χαιρέτησε τον Βάλτερ και είπε τυπικά το όνομά του: «Βασιλόπουλος.» «Βαλτερ» του απάντησε στον ίδιο τόνο. Άπλωσε το χέρι του και μέσα σε ένα μικρό κεντημένο μαντιλάκι, ακριβώς όπως του το έδωσε η γυναίκα του, βρισκόταν το δαχτυλίδι. Ο Κύριος Βασιλόπουλος το πήρε το θαύμασε για λίγο και του είπε προτείνοντας ένα φάκελλο. «Εδώ σου έχω τα χρήματα. 5.000 ευρώ όπως είχαμε ανακοινώσει αυτές τις μέρες».
Δεν έκανε καμία προσπάθεια να πιάσει το φάκελο. Μόνο είπε: «Δεν ήρθα εδώ να σου το πουλήσω. Αυτό είναι ένα πράμα δικό σου, το βρήκα και σου το ‘φερα. Εμείς έχουμε μπέσα. Δεν ήρθα για λεφτά. Δεν είμαστε τέτοιοι άνθρωποι εμείς, έχουμε μπέσα.» «Την αμοιβή την είχαμε ανακοινώσει, δεν μας πουλάς κάτι, είσαι τυχερός και το κέρδισες.» Τα είπε πολύ ψυχρά όλα αυτά γιατί ένοιωσε –από τις λίγες φορές στη ζωή του – ότι δεν καταλάβαινε που οδηγούσε τη συζήτηση ο άλλος. Δεν μίλησε άλλο ο Βάλτερ, μόνο περίμενε. «Ξέρεις, όλες αυτές τις μέρες το είπαν στο ραδιόφωνο, στα μέσα ότι θα δώσουμε αμοιβή.» «Δεν μάθαμε τίποτε, κάναμε γιορτές στην Αλβανία» Είπε και έσπρωξε το φάκελο με μια κίνηση με την ανάποδη του χεριού πίσω, σαν να μη τα χρειαζόταν, σαν να μη του έκαναν καμία απολύτως εντύπωση.
Μπέσα. Η λέξη στριφογύριζε στο μυαλό του Κυρίου Βασιλόπουλου σαν βίδα που εισχωρούσε πιεστικά βαθύτερα και σταθερότερα στο ούπα. Δεν μίλησε, όπως δεν μίλησε και ο Βάλτερ. Τελικά ο Βάλτερ έσπασε τη σιωπή και είπε: «Αν θες να μας βοηθήσεις , πάρε τη γυναίκα στη δουλειά. Ξέρει να κάνει γλυκά, μαγειρεύει, καθαρίζει. Θέλουμε δουλειά με ένσημα , με ρεπό, με οκτάωρο να πάρει μια σύνταξη στα γεράματα.» Ο Βασιλόπουλος τον κοίταξε προσεκτικά, όπως θα κοίταζε ένα σπάνιο διαμάντι σαν αυτό του δαχτυλιδιού. Οι άνθρωποι είναι περίεργα πλάσματα. Μπορούν πάντα να σε αιφνιδιάζουν εκεί που δεν το περιμένεις. Αναστέναξε και του είπε:
«Να έρθει αύριο το πρωί να πιάσει δουλειά. Πώς είναι το όνομά της;»
«Κριστίνα»
Ιωάννινα 9-12-2020