Μάγκα μου τι ωραίο πράγμα να είσαι παιδί; Πόσο πολύ χαίρεσαι τη ζωή; Πώς απολαμβάνεις μικρές και μεγαλύτερες μα….ες, πράγματα που οι μεγάλοι θεωρούν ασήμαντα; Η μεγαλύτερη ηδονή σ’ αυτόν τον κόσμο είναι να είσαι παιδί. Όλα τα’ άλλα είναι μα…..ες ,άσε να μη το πω τώρα ακριβολογώντας.
Θυμήσου το πρώτο τόστ. Το λιωμένο τυρί να τεντώνεται σαν λάστιχο και να είναι και νόστιμο και παιχνίδι. Θυμήσου παγωτό βανίλια. Παγωτό στο χωνάκι. Απόλαυση ανάμεσα στο χέρι και στη γλώσσα. Σαγανάκι; Μήπως θυμάσαι το πρώτο σαγανάκι; Το θυμάσαι; Την πρώτη λεπτή φέτα μουρταδέλα; Κλείνω τα μάτια και με όλο μου το είναι ανακαλώ άρωμα μουρταδέλας. Μάγκα μου …παιδί, πάντα παιδί, μόνο παιδί.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν – θα’ μουνα 7-8 χρονών- με έστειλαν να πάρω το ψωμί από το φούρνο. Ωραίο παραδοσιακό κτίριο ο φούρνος, με ιδιαιτερότητες στην κατασκευή του, με ένα πατάρι γεμάτο κρύπτες και ανοίγματα, ένας μικρός λαβύρινθος πάνω από τα κεφάλια μας, ώστε η οικογένεια να ζει εκεί και να μπορεί να παρακολουθεί αόρατη κάθε στάδιο της παραγωγής και της πώλησης του άρτου.
Σκεφτείτε ότι αυτός ο φούρνος σήμερα είναι μπαρ. Είναι έξω από το κάστρο και βρίσκεται σε κομβικό σημείο, ανάμεσα σε 4-5 μπαρ στην περιοχή Σκάλα.
Μου ‘δωσαν λοιπόν μια δερμάτινη τσάντα για ψώνια – δεν υπήρχαν νάιλον σακούλες τότε – και ένα «μπλε» πενηντάρικο (πενήντα δραχμές ) και ξεκίνησα. Κρατάω στο ένα χέρι το πενηντάρικο και στο άλλο την τσάντα.
Βγαίνω από το σπίτι. Περπατάω στο στενό δρομάκι, φθάνω στο τείχος, περνάω την Πύλη. Βγαίνω έξω. Ο δρόμος προς το φούρνο είναι ένα μονοπάτι ανάμεσα σε αγριόχορτα και αγριολούλουδα. Προχωράω αμέριμνος , ανύποπτος θα ‘λεγα. Ως εδώ όλα καλά. Ώσπου εμφανίζεται αυτή η πεταλούδα, που δείχνει λίγο χαζή, λίγο «εύκολη» και λίγο αφελής, ότι δηλαδή θα σε αφήσει να την πιάσεις αμέσως.
Αλλάζω χέρι στο πενηντάρικο και προσπαθώ να την πιάσω με το άλλο χέρι. Ξεφεύγει. Άντε λίγο πιο κει. Να, να, τώρα την έχω. Χραπ!! Τίποτε ξεφεύγει. Πάει πιο δίπλα. Όχι πιο μακριά. Είναι πάλι εδώ δίπλα. Έχει ένα χαζό πέταγμα, ένα αφελές. Δεν προσπαθεί να το σκάσει να πάει μακριά. Πάει μια προς τα δω και μια προς τα κει.
Απομακρύνθηκα από το μονοπάτι. Μπήκα μέσα στα χόρτα και τα αγριολούλουδα. Παράτησα και ότι κρατούσα για να την κυνηγήσω με τα δύο χέρια.
Κάποια στιγμή βαρέθηκα. Γύρισα πήρα την τσάντα και πήγα στο φούρνο.
Έφθασε η στιγμή αν πληρώσω και … τότε και μόνο τότε σκέφτηκα: Το πενηντάρικο; Πού είναι το πενηντάρικο; «Νομίζω ότι το ’χασα » τους είπα στο φούρνο. Το ψωμί είχε περίπου 10 δραχμές το κιλό. « Ένα κιλό της πλάκας.» έτσι το ζητούσα στο φούρνο. «Πάρε τώρα το ψωμί και φέρνεις τα λεφτά αύριο.» μου είπαν.
Γύρισα πίσω και σταμάτησα να ψάξω. Τίποτε. Πήγα με το ψωμί στο σπίτι. «Τα ρέστα; Πού είναι τα ρέστα;» με ρώτησαν. «Έχασα το πενηντάρικο.» τους είπα. «Και πώς το ‘χασες; Χαζός είσαι;» «Να!! κυνήγησα μια πεταλούδα και μού ‘πεσε από το χέρι.» «Πεταλούουουδα;» «Πεταλούδα είπες; Και άφησες τα λεφτά για μια πεταλούδα;»
Δεν θυμάμαι τι άλλο μου είπαν. Ποιος θυμάται τα κραξίματα και ποιος δίνει σημασία; Κατεβάζεις ρολά κάποια στιγμή και ενώ συνεχίζουν να σου φωνάζουν , εσύ τους γράφεις κανονικά. Έδωσα το ψωμί και είπα: «Θα πάω να το βρω.» (…το πενηντάρικο.) Βγήκα από το τείχος και έφτασα στα αγριολούλουδα. Πώς να ξεχωρίσεις που έψαχνες πριν; Παρόλη τη δυσκολία επέμεινα. Πόνεσαν τα μάτια μου να βλέπουν αυτό το μοτίβο –αγριόχορτα και αγριολούλουδα- να επαναλαμβάνεται με έναν τρόπο, να θέλει να δημιουργήσει συνθήκες παραλλαγής για το πενηντάρικο. Τελικά το είδα να το παρασέρνει ένα απαλό αεράκι, σαν μπλε πεταλούδα που έχει χάσει το δρόμο. Το άφησα να «κουραστεί» και μετά πήγα και το τσάκωσα με τα δυο δάχτυλα. Πήγα μέχρι το φούρνο. Πλήρωσα και γύρισα με τα ρέστα.
Έχουν γραφτεί πολλά για τις πεταλούδες. Άλλοι τις περιγράφουν ρεαλιστικά και άλλοι κυρίως μεταφορικά, γιατί οι πεταλούδες εκτός από έντομα είναι …σύμβολα.
Τί να πω λοιπόν; Να πω ότι σαν παιδί και ‘γω, μια μέρα ξέφυγα από τον προορισμό μου, παράτησα χρήμα και εξοπλισμό, για να κυνηγήσω μια πεταλούδα
του Θεόδωρου Πρίντζη