Άρθρο της Μερόπης Τζούφη
Η Νέα Δημοκρατία, εκμεταλλευόμενη την πανδημία, προσπαθεί να ανατρέψει τις εργασιακές σχέσεις και συνθήκες δεκαετιών και αντιμετωπίζει την υγειονομική κρίση ως ευκαιρία αναδιάρθρωσης της οικονομίας και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Το αντεργατικό νομοσχέδιο που ετοιμάζεται να ψηφίσει είναι μια σκληρή, συνολική επίθεση στους εργαζόμενους και ιδιαίτερα στους πιο ευάλωτους, τους επισφαλώς απασχολούμενους, τις γυναίκες και τους νέους. Επίθεση στο ωράριο, στους μισθούς και στα δικαιώματά τους, κατακτήσεις αγώνων ενός ολόκληρου αιώνα.
Αντί να στηρίξει την εργασία, οδήγησε τους εργαζόμενους στην εκ περιτροπής εργασία και τη μείωση μισθού (ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ), στην αναστολή σύμβασης με επίδομα αναστολής 534 ευρώ ή στην ανεργία. Και με πρόσχημα την πανδημία, έλαβε μια σειρά από «έκτακτα μέτρα», τα οποία παραβιάζουν τα εργασιακά δικαιώματα και καθιστούν αδύνατους τους ελέγχους, με προφανή επιδίωξη την μονιμοποίησή τους. Θέσπισε και υλοποίησε την υποχρεωτική, χωρίς συμφωνία του εργαζομένου, μεταφορά προσωπικού σε άλλες επιχειρήσεις του Ομίλου και ανέστειλε την υποχρέωση καταχώρησης στην ΕΡΓΑΝΗ των αλλαγών σχετικών με το ωράριο, γεγονός που πρακτικά δεν επιτρέπει στους επιθεωρητές εργασίας να κάνουν ουσιαστικό έλεγχο και να επιβάλλουν κυρώσεις. Η ρύθμιση αυτή ακυρώνει σημαντικά μεγάλο μέρος της λειτουργίας του υποβαθμισμένου από τη ΝΔ ΣΕΠΕ, τον οποίο στο νέο νομοσχέδιο μετατρέπει σε Ανεξάρτηση Αρχή, για να δηλώνει ότι δεν μπορεί να παρεμβαίνει στις αποφάσεις του, ενώ ταυτόχρονα έχουν, με νομοθετική ρύθμιση, μειωθεί σημαντικά τα επιβαλλόμενα πρόστιμα στις επιχειρήσεις που παραβιάζουν το νόμο. Η ΝΔ υλοποίησε την απασχόληση Κυριακές και Αργίες, μείωσε το δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα για τους εργαζόμενους σε αναστολή εργασίας και με τον νέο νόμο θεσπίζει τις απλήρωτες υπερωρίες, ενώ επεκτείνει την υπερωριακή απασχόληση, αλλά και την υποχρεωτική αργία, μονομερώς από τον εργοδότη. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι η αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων από τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, που ήδη απο τους μνημονιακούς χρόνους είχαν σημαντικά συρρικνωθεί.
Το εισόδημα των εργαζομένων έχει μειωθεί δραματικά και η αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς και των επιδομάτων που σχετίζονται με αυτόν, όπως του επιδόματος ανεργίας, αναβάλλεται συνεχώς (πάει για το 2023). Θυμίζω εδώ ότι η μοναδική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% είχε γίνει από τον ΣΥΡΙΖΑ, με την έξοδο από τα μνημόνια, μαζί με την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους, μέτρο που είχε προβλεφθεί από τους Βρούτση-Σαμαρά, που είχαν μειώσει και το βασικό μισθό κατά 23%. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, ένας στους τρεις εργαζόμενους αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, ενώ το 31% των εργαζομένων αμείβεται με περίπου 200 ευρώ το μήνα. Παράλληλα, το 85% των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό με δυσκολία μπορούν να αντεπεξέλθουν στις βασικές ανάγκες της οικογένειάς τους.
Η προάσπιση της εργασίας και των εργατικών δικαιωμάτων μας αφορά όλους. Αφορά την κοινωνική πλειοψηφία, τους εργαζομένους στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, αφορά κάθε μορφή εργασίας. Η εργασία αποτελεί πεδίο, όπου αναδεικνύεται με σαφήνεια η διαχωριστική γραμμή με τον νεοφιλελευθερισμό και τη δεξιά πολιτική. Καλούμαστε να δώσουμε την μάχη ιδεών και πολιτικών ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετους κόσμους και αντιλήψεις. Το αντεργατικό νομοσχέδιο της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί πλήγμα στη Δημοκρατία, καθώς η κυβέρνηση το έχει συμπεριλάβει στις «μεταρρυθμίσεις», τις πρότασης της για το Ταμείο Ανάκαμψης, αναγορεύοντάς το σε προαπαιτούμενο για την εκταμίευση των πόρων του. Επιχειρεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να δεσμεύσει τη χώρα και τις μελλοντικές κυβερνήσεις. Η κυβέρνηση της ΝΔ, με δική της απόφαση, καθιστά τις αντεργατικές της επιλογές σε νέου τύπου «μνημονιακές υποχρεώσεις».
Συνιστά πρόκληση να έρχεται αυτό το νομοσχέδιο εν μέσω πανδημίας και περιοριστικών μέτρων, με πολλούς εργαζόμενους σε αναστολή σύμβασης και υποχρεωτική τηλεργασία, χωρίς τη δυνατότητα συλλογικής διαβούλευσης, δράσης και κινητοποίησης.
Η εργασία βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία ως βασική συνιστώσα ενός μοντέλου δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης. Η στήριξη των μισθών, η διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων και η μείωση των ανισοτήτων συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη. Προκρίνουμε, λοιπόν, τη λειτουργία της αγοράς εργασίας με κανόνες και αυστηρό έλεγχο τήρησής τους, την αποκατάσταση και κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού, την αξιοποίηση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ προτείνει, ακόμη, ισχυρά προγράμματα επιδότησης της διατήρησης θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό και κοινωνικό τομέα στο διάστημα αμέσως μετά τη λήξη της υγειονομικής κρίσης της πανδημίας, αναβάθμιση και αύξηση της κλίμακας των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας και δημιουργίας προσωρινών θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα, ειδικά προγράμματα νέων θέσεων εργασίας για νέους επιστήμονες στο δημόσιο τομέα και ολοκληρωμένα προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης, της κατάρτισης και της επιχειρηματικότητας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Με αλληλεγγύη, ενότητα και δυναμισμό, παλεύουμε για την προστασία της ζωής και της εργασίας, για ισχυρό κοινωνικό κράτος, μακριά από τον εργασιακό Μεσαίωνα που οραματίζεται η κυβέρνηση της ΝΔ. Για την Αριστερά τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς της, της Ιστορίας και των αγώνων της και εκφράζουν τις αξίες της για Ισότητα, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Δημοκρατία.
Λέμε ΟΧΙ στην κατάργηση του 8ωρου, ΟΧΙ στην απλήρωτη ελαστική εργασία, ΟΧΙ στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και την συρρίκνωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η Μερόπη Τζούφη είναι βουλευτής Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ