Όταν το ’90 η Συνθήκη του Μάαστριχτ άνοιγε το δρόμο στον ανταγωνισμό και την ελεύθερη αγορά στην ενωμένη Ευρώπη, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το εύρος των αλλαγών που επέρχονταν. Δεν ήταν μόνη υπεύθυνη προφανώς η Συνθήκη η οποία περισσότερο επικύρωνε μία τάση και εξέφραζε μία πολιτική βούληση των κρατών. Ήδη στον δυτικό κόσμο και ειδικά στις ΗΠΑ, αλλά και στις αναδυόμενες χώρες της Ασίας, η οικονομία γινόταν ταυτόσημη με τις αγορές και το αίτημα για λιγότερο κράτος έπαιρνε τη θέση κεντρικού πολιτικού επίδικου.
Κι ενώ συνεχιζόταν παράλληλα η πολιτική μάχη μεταξύ του νεοφιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας η οποία μαινόταν ήδη από την περίοδο του Ρήγκαν και της Θάτσερ, αναδυόταν μία εναλλακτική επιλογή, αυτήν του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους. Ένα κράτος που κρατάει για τον εαυτό του τον ρόλο του ρυθμιστή, του εγγυητή για την ασφάλεια των ανθρώπων, την προστασία της υγείας τους, τη νομιμότητα των συναλλαγών, τη λειτουργία των κεντρικών υπηρεσιών. Μπορεί όλα να περνάγανε στη σφαίρα του εμπορίου, των αγορών και των υπηρεσιών, αλλά έμοιαζε ότι θα δινόταν μια μάχη για ένα κράτος προστασίας και ρύθμισης, ένα κράτος εγγύησης.
Με τα χρόνια, στις μέρες μας, βλέπουμε ότι ούτε αυτό μπόρεσε να επιτευχθεί. Περισσότερο ένα κράτος- πυροσβέστη έχουμε κι όχι πάντα επιτυχημένο. Το βλέπουμε με τις συνέπειες της Κλιματικής Κρίσης πια. Το κράτος παρεμβαίνει μετά από μία καταστροφή, σαν αυτήν στη Θεσσαλία και με βασικό στόχο να εγγυηθεί ένα ελάχιστο εισόδημα και μία πρώτη αποζημίωση για τις περιουσίες. Μέχρις εκεί.
Μπορεί άραγε αυτό το κράτος να σχεδιάσει μία πολιτική ανθεκτικότητας που να μειώνει τις συνέπειες από τις φυσικές καταστροφές; Ήδη έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για το υψηλό και αβάσταχτο κόστος των παρεμβάσεων που απαιτούνται. Και υπάρχει αίτημα για κοινές πολιτικές στην ΕΕ. Την ίδια ώρα που ακούγονται φωνές από κράτη για κοινές αυξήσεις στα εξοπλιστικά προγράμματα. Υπάρχουν αυτά τα κεφάλαια; Μπορεί η ενωμένη Ευρώπη να λειτουργήσει ως εγγυητής και ρυθμιστής της κοινωνικής πρόνοιας και ευημερίας των ανθρώπων; Ή έχει αποδεχθεί ότι δεν έχει πια επιρροή κι ίσως ούτε θέλει να έχει επιρροή, στις αγορές και στις νέες μορφές παραγωγής πλούτο. Την ίδια στιγμή που οι αγορές παρουσιάζουν ανά τομέα υπέρμετρα κέρδη και αναπτύσσουν μία οικονομία που καμία διάθεση για ρυθμίσεις και κοινωνικές εγγυήσεις δεν έχει.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ