Τρίτη 16.04.2024
More

    Το τραγούδι του yasiyateré: Ένας Έλληνας ταξιδεύει στην αποδεκατισμένη φυλή των Aché στην Παραγουάη

    Ο καθηγητής καρδιολογίας Χαράλαμπος Βλαχόπουλος περιγράφει το οδοιπορικό του στους ιθαγενείς Aché και τη θλίψη που ένιωσε για τα αποψιλωμένα δάση της Παραγουάης.

    Έβλεπα την καταιγίδα να πλησιάζει και ανακαλούσα το Gimme Shelter των Rolling Stones στην πιο παθιασμένη του εκδοχή από την Patti Smith. Στην πραγματικότητα δεν φοβόμουν. Μάλλον σκεφτόμουν ότι ολόκληρος ο κόσμος μας ξεθωριάζει σε σημείο εξαφάνισης.

    Πίσω μου είχα αφήσει σχεδόν 300 χιλιόμετρα της πιο καταθλιπτικής διαδρομής της ζωής μου και μπροστά μου είχα μια καταιγίδα. Καταπληκτικά… Όταν σχεδίαζα το ταξίδι δεν ήμουν προετοιμασμένος για μια απέραντη ευθεία όπου κάποτε έσφυζε ένα τροπικό δάσος και τώρα εκτείνονταν μονότονα εκατέρωθεν του δρόμου απέραντα βοσκοτόπια και φυτείες σόγιας, της νέας μόδας στην Παραγουάη. Ήταν τέτοιο το σοκ που η ανυπομονησία μου να γνωρίσω και να φωτογραφίσω τους Aché είχε γίνει θρύψαλα.

    Οι Aché, αυτή η διάσημη ανάμεσα στους ανθρωπολόγους φυλή ιθαγενών της Παραγουάης είχε πρόσφατα προστεθεί στον κατάλογο των «αποστολών» μου. Τροφοσυλλέκτες και δεινοί κυνηγοί με παραδοσιακά όπλα, δόρατα, τόξα και βέλη, έχουν σήμερα αποδεκατιστεί, με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις να τους υπολογίζουν σε λιγότερους από 1.500. Στην αρχή ηττήθηκαν από τους πολυπληθέστερους Guarani, τη μεγάλη φυλή ιθαγενών του κεντρικού τμήματος της Νότιας Αμερικής. Ο κυριολεκτικός τους αφανισμός όμως εκτυλίχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες με τις ευλογίες του επίσημου κράτους της Παραγουάης. Με πρόσχημα την επικράτηση της ειρήνης. Τι ευφημισμός! Ό,τι δεν κατάφερναν οι απροκάλυπτες σφαγές το ολοκλήρωναν ο λιμός και οι λοιμώξεις. Οι συνεχείς εκτοπίσεις από τις πατρογονικές τους εστίες τούς στερούσαν από τους φυσικούς τους βιοτικούς πόρους. Οι αναπνευστικές, κυρίως, λοιμώξεις ήταν εξαιρετικά δύσκολα διαχειρίσιμες λόγω έλλειψης φυσικής ανοσίας και πρόσβασης σε φάρμακα.

    Η Παραγουάη, η μικρή χώρα της Λατινικής Αμερικής, έχει μια σύντομη σχετικά ιστορία. Οι Ισπανοί κονκισταδόρες αδιαφόρησαν γιατί δεν είχε χρυσό αλλά μόνο απέραντα δάση. Η μοίρα της φαίνεται να συνδέεται διαχρονικά με τους δύο γίγαντες που τη συνθλίβουν από Βορρά και Νότο, τη Βραζιλία και την Αργεντινή. Οι δυο τους στον πόλεμο της Τριπλής Συμμαχίας το 1864, μαζί με τη γείτονα Ουρουγουάη, αποδεκάτισαν τον άρρενα πληθυσμό και της απέσπασαν εδάφη. Την πληθυσμιακή αποκατάσταση στις αρχές του 20ού αιώνα ανέλαβαν οι Ευρωπαίοι μετανάστες και οι μονογονεϊκές οικογένειες, με την Παραγουανή μητέρα να επωμίζεται αποκλειστικά την επιβίωση και ανατροφή των παιδιών.

    Σήμερα, η Βραζιλία και η Αργεντινή εξάγουν στην Παραγουάη τις δικές τους δυστοπίες. Οι εταιρείες που αποψιλώνουν τα δάση με την ανοχή διεφθαρμένων πολιτικών είναι δικών τους συμφερόντων. Το στερεοτυπικό «ξεπούλημα της πατρίδας» αποκτά εδώ κυριολεκτικό νόημα. Στη δεκαετία 1990-2000 το υποτροπικό ατλαντικό δάσος, διακριτό από το δάσος της Αμαζονίας, είχε απολέσει το 40% της έκτασής του. Σήμερα τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.

    Η κόκκινη θύελλα

    Ο οδηγός μου ξανανέβηκε στο βαν ασθμαίνοντας. Είχε κατέβει να μετακινήσει ένα μεγάλο κλαδί που είχε ρίξει ο δυνατός αέρας και έφραζε το δρόμο.

    «Έι! Marcial», του είπα, «δεν είναι περίεργο; καθώς πλησιάζουμε η καταιγίδα αλλάζει χρώμα, γίνεται πιο κοκκινωπή».

    «Shit-storm» μου απάντησε κοφτά. Η απάντηση δεν ταίριαζε ούτε με τον καλοκάγαθο χαρακτήρα του, ούτε με τα πενιχρά μα φιλότιμα αγγλικά του, αλλά δεν συνέχισα την κουβέντα καθότι τον είδα πολύ προσηλωμένο στο δρόμο. Όταν σε λίγο μπήκαμε στο σύννεφο του κόκκινου χώματος που μας περιόριζε την ορατότητα στα 15 με 20 μέτρα κατάλαβα. Είχα παρακούσει. Τo «shit-storm» ήταν «sand-storm». Αφού δεν υπήρχαν πια δέντρα, η ορμή του αέρα που λύγιζε ακόμα και τις οδοσημαντήριες πινακίδες σήκωνε το κόκκινο χώμα με περισσή ευκολία. Ευτυχώς το Mbaracayú ήταν κοντά.

    Είχα επιλέξει το δασικό καταφύγιο Mbaracayú ως προορισμό γιατί γύρω του ζει η μεγαλύτερη εναπομείνασα κοινότητα των Aché. Η μεγάλη αυτή προστατευόμενη έκταση δάσους βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Παραγουάης, στα σύνορα με τη Βραζιλία, και είναι προς συμπερίληψη στον κατάλογο προστασίας της UNESCO. Το «προστατευόμενη» έxει συστολο-διασταλτική έννοια. Δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι ο φύλακας που μας υποδέχτηκε θα είχε ζωσμένο ένα περίστροφο. «Απαραίτητο» μου εξήγησε ο Marcial. «Καθότι δύσβατο και δύσκολα ελεγχόμενο, το Mbaracayú είναι πέρασμα ναρκωτικών, άσε που σε περιοχές του καλλιεργούν δενδρύλλια κάνναβης». Από την άλλη, τρεις μέρες πριν από τον ερχομό μας οι park-rangers δεν κατάφεραν να αποτρέψουν μια φωτιά που έβαλαν οι παράνομοι καλλιεργητές στις παρυφές του, καταστρέφοντας ένα ακόμα μικρό μέρος του.

    Ο νεαρός Bernardo, δεινός φυσιολάτρης και εθελοντής του καταφυγίου, ανέλαβε την ξενάγησή μου. Θεωρώ ότι τα εκφραστικά μου μέσα είναι περιορισμένα σε φυσιολατρικές περιγραφές και θα καταφύγω στην εύκολη οδό, συμπυκνώνοντας τα πάντα σε μία λέξη. Δέος. Αυτό αισθανόμουν καθώς περπατούσα ανάμεσα στα υπεραιωνόβια δέντρα.

    «Εδώ έχουμε και 13 από τους τελευταίους ιαγουάρους της Παραγουάης» είπε ο Bernardo.

    «Έχεις δει ποτέ κάποιον;».

    «Η φίλη μου ναι, εγώ δυστυχώς όχι. Μια φορά που ήμουν μόνος μου άκουσα από μακριά ένα βρυχηθμό από τζάγκουαρ. Αμέσως μιμήθηκα τον ήχο. Για να το διώξω. Ο αιφνιδιασμός είναι το μυστικό της επιτυχημένης επίθεσής του. Αν καταλάβει ότι το έχεις αντιληφθεί θα φύγει. Πάμε να δούμε πού πίνουν νερό; Μη φοβάσαι, δεν θα έχουμε ανεπιθύμητες συναντήσεις» πρόλαβε την ερώτησή μου.

    Ήταν ένα μικρό τμήμα αραιωμένης βλάστησης που έφτανε ως την άκρη του ποταμιού.

    «Εδώ έρχονται να ζώα να πιουν νερό. Εμείς τα παραμονεύουμε από απέναντι για να τα παρατηρήσουμε και να τα φωτογραφίσουμε. Να, όπως βλέπω, είχαμε έναν διψασμένο επισκέπτη πριν από λίγο».

    Έβγαλε το βιβλίο-οδηγό από το σακίδιο και αντιστοίχησε τη νωπή πατημασιά στη λάσπη με τα σκίτσα.

    «Ήταν ένα akutipak, ένα μεγάλο τροπικό τρωκτικό» μου είπε περήφανα δείχνοντάς μου την εικόνα στον οδηγό.

    «Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο του δάσους μας είναι η βιοποικιλότητά του σε πουλιά. Να, άκου αυτό» έστρεψε την προσοχή μου σε έναν ήχο που έμοιαζε σα χτύπημα σφυριού σε αμόνι. «Είναι το araponga, το εθνικό μας πουλί που έχει μια από τις πιο δυνατές φωνές στον κόσμο. Το Δάσος σε καλωσορίζει» μου είπε με ενθουσιασμό. Ύστερα από λίγο, πάλι, «Άκου, αυτό είναι ένα tijereta».

    «Μα πόσα μπορείς να ξεχωρίσεις;» τον ρώτησα.

    «Πολλά, αλλά όχι όσα οι Aché, αύριο θα δεις».

    Στην υποδοχή οι Aché ήταν όπως μου τους είχαν περιγράψει. Πιο ανοιχτόχρωμοι και με ασιατικά χαρακτηριστικά, είναι εύκολα διακριτοί από τους άλλους ιθαγενείς της ηπείρου. Ο Bernardo εξήγησε στον αρχηγό της κοινότητας, τον Ymachidjagi, τον λόγο για τον οποίο είχα έρθει.

    «Θα σου δείξουμε το χωριό, θα σε γνωρίσουμε στους κατοίκους, θα βγάλεις φωτογραφίες, αλλά ιστορίες της φυλής μας θα σου πούμε όταν θα ξανάρθεις. Ως φίλος, και όχι ως επισκέπτης».

    Πολύ επιφυλακτική υποδοχή. Κατανοητή όμως. Ήδη οι πρώτοι ανθρωπολόγοι τους περιέγραφαν ως πολύ εσωστρεφείς λόγω του νομαδικού τρόπου ζωής. Αν αναλογιστεί κανείς και τον αφανισμό τους στην πρόσφατη ιστορία, δίκαια υψωνόταν η επιφυλακτικότητα στη νιοστή. Και όμως, τα τείχη κατέρρευσαν γρήγορα και τα διέλυσε η Νύμφη, η μικρή κόρη του αρχηγού, καθώς άρχισε παιχνιδιάρικα να με τραβά από το χέρι από δω και από κει ως αυτόκλητη ξεναγός. Γρήγορα αυτό δεν ήταν αρκετό και έπρεπε να την πάρω αγκαλιά για να συνεχίσουμε την ξενάγηση. Αν και αφάνταστα χαριτωμένη, το όνομα της, Νύμφη ή Pichugi στα Aché, δεν ήταν σε αντιστοιχία με κάποια μυθολογική θεότητα. Οι Aché δίνουν στα παιδιά τους το όνομα του ζώου που η μητέρα κατανάλωσε το βράδυ πριν από τη γέννησή του. Η μικρή μου φίλη είχε το όνομα των εξαιρετικά θρεπτικών νυμφών των εντόμων που ζουν στους κορμούς των δέντρων του δάσους και αποτελούν βασικό συστατικό της διατροφής τους. Ο μικρότερος αδελφός της, ο Jyrygi, είχε το όνομα ενός πουλιού.

    Οι κυνηγοί Aché

    «Κυνηγάτε ακόμα;» ρώτησα τον Ymachidjagi. Οι Aché είναι φημισμένοι για τις ομαδικές τακτικές τους στο κυνήγι. Συνεργατικοί, ευφάνταστοι, επίμονοι και σκληροτράχηλοι ζούσαν επί αιώνες θηρεύοντας αρμαδίλους, καπουτσίνους πίθηκους, αγριόχοιρους και μικρά ελάφια. Την τροφή τους συμπλήρωναν με ψίχα φοινικόδεντρου, καρπούς και μέλι.

    «Ναι, κυνηγάμε! Έλα να σου δείξω!» Φόρεσε το αρχηγικό του καπέλο φτιαγμένο από το δέρμα ελαφιού και με πήγε στον πιο έμπειρο κυνηγό της κοινότητας, τον Jakugi. Αυτός περήφανα μου έδειξε την τοξευτική του δεινότητα και προσφέρθηκε να με εκπαιδεύσει. Όμως δεν είναι και τόσο εύκολο σκοπεύσεις και κυρίως να τεντώσεις το δίμετρο τόξο από κέδρο. Προτιμώ τη σκόπευση μέσα από το φακό και τη προσπάθεια που καταβάλλει ο δείκτης μου για να τραβήξει μια φωτογραφία.

    «Κυνηγάμε δύο μέρες την εβδομάδα. Ευτυχώς το Mbaracayú έχει ακόμα τα ζώα που είχαν τα δάση μας αιώνες πριν. Έχουμε το αποκλειστικό προνόμιο να κυνηγάμε εκεί. Και όταν γυρίζουμε πάντα μοιράζουμε το κρέας σε ίσες ποσότητες σε όλους. Κανείς δεν τρώει από τα δικά του θηράματα».

    Ο σταρ-ιστορικός Γιουβάλ Χαράρι υποστηρίζει στο βιβλίο του «Sapiens: μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου» με εντυπωσιακά μακροϊστορικά επιχειρήματα ότι η αγροτική επανάσταση μετρίασε αντί να μεγεθύνει την ευτυχία των ανθρώπων. Στην επιτυχή και ίσως αυτοκατοστροφική προσπάθειά μας να δαμάσουμε τη φύση, διαταράξαμε την ισορροπία που είχαμε μαζί της όταν ήμασταν τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί. Μετά τους Tairona στην Κολομβία ήταν η δεύτερη φορά που βιωματικά σκεφτόμουν ότι μπορεί να έχει δίκιο.

    Το χωριό των Aché είναι ακριβώς στις παρυφές του δάσους. Καθώς περπατούσαμε, ο Bernardo μας σταμάτησε και μας προέτρεψε να αφουγκραστούμε ένα ακόμα κελάηδισμα, πολύ πιο μελωδικό από τα χτεσινά. «Αυτό είναι ένα yasiyateré. Αλλά για πες μας, πόσα διαφορετικά είδη πουλιών ξέρεις να ξεχωρίζεις από τη λαλιά τους;» ρώτησε ο Bernardo τον Jakugi. «2.000» απάντησε σεμνά αυτός. Υπερβολικό; Μμμ, εκεί, και με αυτούς που είχα μπροστά μου, μου φαινόταν αληθινό.

    Η επίσκεψη στο χωριό τελείωσε εκεί όπου ξεκίνησε, στο σχολείο. Ο αρχηγός μου είπε. «Την άλλη φορά που θα έρθεις, θέλουμε να μας φέρεις χαρτιά, σελίδες, όχι φαγητό και ρούχα όπως σήμερα». Αναρωτήθηκα γιατί. Μου έφερε ένα σχολικό βιβλίο. Ήταν δίγλωσσο, σε ισπανικά και Aché. «Έτσι προσπαθούμε να διατηρήσουμε τις ιστορίες των γενιών μας. Με τη γλώσσα. Όμως έχουμε μόνο ένα βιβλίο και θέλω να βγάλω σε όλα τα παιδιά αντίγραφα». Η «πολιτισμική μνήμη» του αιγυπτιολόγου Jan Assmann έβρισκε σε μικροκλίμακα το εργαλείο επιβίωσής της. Το υποσχέθηκα.

    Στον αποχαιρετισμό αγκάλιασα βέβαια τη Νύμφη μου, αλλά και τον αρχηγό, τον Ymachidjagi. Μου φάνηκε φυσικό ότι η αγκαλιά ήταν αμοιβαία δυνατή.

    «Άκου» μου είπε. «Αντίθετα με ότι σου είπα όταν γνωριστήκαμε θα σου διηγηθώ τώρα, και όχι όταν ξανάρθεις, μια ιστορία μας. Για να θέλεις πιο πολύ να ξανασυναντηθούμε. Θυμάσαι το κελάηδισμα του yasiyateré που ακούσαμε; Είναι τόσο γλυκό, που όταν το ακούμε κλείνουμε τα αυτιά των παιδιών γιατί μέσα στη χαύνωση του μεσημεριού τα υπνωτίζει, τα καλεί κοντά του και τα παίρνει μαζί του στη χώρα των πουλιών». Όχι μόνο στα οδυσσεϊκά πελάγη αλλά και εκεί, βαθιά στο τροπικό δάσος, υπάρχουν πτηνόμορφες σειρήνες λοιπόν. Πόσο γοητευτικά ίδιοι είναι οι άνθρωποι.

    Στην επιστροφή ήμασταν αμίλητοι. Μόνο ρώτησα τον Bernardo: «Γιατί στα απέραντα βοσκοτόπια έχουν αφήσει ένα μοναχικό πανύψηλο δέντρο να στέκει;».

    «Από ειρωνεία» απάντησε, «Θριαμβολογούν. Είναι αναμνηστικό του ηττημένου δάσους».

    Από όλα τα αεροπλάνα, το Boeing 747 με το βραχύ δεύτερο deck του στο ράμφος είναι η πιο αρχετυπική υλοποίηση του σιδερένιου πουλιού. Σαν μια προέκταση αυτής της αντιστοίχισης, θεωρώ τον ήχο των κινητήρων των αεροπλάνων ιδιότυπα μελωδικό γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιώ noise-canceling ακουστικά στις πτήσεις. Όμως τώρα δεν άκουγα τους τέσσερις κινητήρες του 747 που μας ανέβαζαν ψηλά. Ήμουν ακόμη υπνωτισμένος από το τραγούδι του yasiyateré. Πηγή: www.lifo.gr

    Sourcelifo.gr

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ