Μετά τον εμβολιασμό κατά του Covid-19, ο οργανισμός μας συνήθως χρειάζεται εβδομάδες για να αναπτύξει αντισώματα. Τώρα, μια ερευνητική ομάδα ανέπτυξε ένα εμβόλιο που επιταχύνει την παραγωγή αντισωμάτων κατά του κορονοϊού. Η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Ρονγκ Χάι, αναπληρωτή καθηγητή μικροβιολογίας και φυτοπαθολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (Riverside), ανέπτυξε το πειραματικό εμβόλιο χρησιμοποιώντας την προϋπάρχουσα ανοσία στον ιό της γρίπης, ώστε να επιταχύνει τη διαδικασία παραγωγής αντισωμάτων κατά του SARS-CoV-2.
«Οποιαδήποτε καθυστέρηση στην ανοσολογική απόκριση στον SARS-CoV-2 σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι άνθρωποι μένουν ανεπαρκώς προστατευμένοι έναντι του ιού», δήλωσε ο Χάι. «Το εμβόλιό μας έχει σχεδιαστεί για να αποκτήσουν οι άνθρωποι αυτές τις προστατευτικές αντισωματικές αποκρίσεις ταχύτερα, ώστε να μην είναι ευάλωτοι στον κορονοϊό. Αυτό σημαίνει καλύτερη προστασία για όλους. Θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα πολύτιμο για τους ανθρώπους που εξακολουθούν να μην έχουν ανοσία στον SARS-CoV-2, όπως τα παιδιά», εξήγησε ο ερευνητής.
Για την ανάπτυξη του νέου εμβολίου, οι ερευνητές στόχευσαν τον ιό SARS-CoV-2 ως αντιπροσωπευτικό πανδημικό ιό, και δημιούργησαν ένα εμβόλιο πρωτεΐνης σύντηξης το οποίο συνδυάζει την πυρηνοπρωτεΐνη του ιού της γρίπης Α και την περιοχή δέσμευσης υποδοχέα (RBD) της πρωτεΐνης-ακίδας του SARS-CoV-2. Ο ιός SARS-CoV-2 χρησιμοποιεί την πρωτεΐνη- ακίδα για να προσκολληθεί σε έναν υποδοχέα στην επιφάνεια των κυττάρων – το πρώτο βήμα για τη μόλυνση του κυττάρου από τον ιό. Τα αντισώματα εμποδίζουν την αλληλεπίδραση της πρωτεΐνης-ακίδας με τον υποδοχέα, εμποδίζοντας έτσι τον ιό να μολύνει το κύτταρο.
Ο νέος σχεδιασμός του εμβολίου αντιμετωπίζει μια μακροχρόνια πρόκληση στον τομέα της ιολογίας: την καθυστέρηση στην ανάπτυξη προστατευτικής προσαρμοστικής ανοσίας για τα αναδυόμενα ιογενή παθογόνα. Σύμφωνα με τους ερευνητές, σε κάθε λοίμωξη, τα αντισώματα παράγονται από έναν τύπο κυττάρου που ονομάζεται Β κύτταρο. Κάθε Β κύτταρο παράγει ένα αντίσωμα έναντι ενός συγκεκριμένου στόχου- μόνο ένα μικρό υποσύνολο των κυττάρων Β, ωστόσο, μπορεί να παράγει αντισώματα έναντι της περιοχής πρόσδεσης υποδοχέα.
«Για να ενεργοποιηθούν περισσότερα Β κύτταρα και να αρχίσουν να παράγουν αντισώματα απαιτούνται δύο βήματα», εξήγησε ο Χάρισον Ντάλιν, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
«Αρχικά το Β κύτταρο πρέπει να εντοπίσει την πρωτεΐνη και στη συνέχεια να ενεργοποιηθεί από ένα άλλο είδος κυττάρου το οποίο ονομάζεται βοηθητικό Τ κύτταρο. Κατά την έναρξη μιας ανοσολογικής απάντησης κατά του SARS-CoV-2, υπάρχουν ελάχιστα βοηθητικά Τ κύτταρα που μπορούν να ενεργοποιήσουν τα Β κύτταρα. Αυτό καθυστερεί την ανάπτυξη της αντισωματικής απάντησης κατά του παθογόνου παράγοντα», συμπλήρωσε ο ερευνητής.
Σύμφωνα με τον Χάι, ο νέος σχεδιασμός του εμβολίου έχει το πλεονέκτημα ότι επιτρέπει στα Β κύτταρα να αντλούν βοήθεια από μια δεξαμενή άμεσα διαθέσιμων βοηθητικών Τ κυττάρων που δημιουργούνται ως απάντηση σε μια λοίμωξη από τον ιό της γρίπης.
«Τα βοηθητικά Τ κύτταρα της γρίπης αξιοποιούνται για να ενεργοποιήσουν τα Β κύτταρα, επιταχύνοντας τη διαδικασία παραγωγής αντισωμάτων», δήλωσε.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό πλεονέκτημα είναι ότι το πειραματικό εμβόλιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και σε χώρες με περιορισμένους οικονομικούς πόρους.
«Δεδομένης της απλότητας του νέου μας σχεδιασμού, οι χώρες αυτές δεν είναι υποχρεωμένες να αγοράσουν καινούριο περίπλοκο ή ακριβό εξοπλισμό», δήλωσε ο Χάι. «Σχεδιάσαμε το εμβόλιο έτσι ώστε να μπορεί να χορηγηθεί όπως και τα διαθέσιμα εμβόλια», πρόσθεσε.
Ο Χάι τόνισε ότι απαιτείται περεταίρω έρευνα προτού γίνει διαθέσιμο στους ανθρώπους.
«Μέχρι στιγμής, έχουμε δοκιμάσει το εμβόλιο μόνο σε ποντίκια. Πρέπει να διερευνήσουμε μέσω κλινικών δοκιμών αν αυτό το εμβόλιο είναι ασφαλές για τους ανθρώπους. Πρόκειται για μια μακρά διαδικασία. Επιπλέον, η προϋπάρχουσα ανοσία στη γρίπη μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο και γνωρίζουμε ότι οι ανοσολογικές αντιδράσεις μπορούν να εξασθενήσουν με την πάροδο του χρόνου. Πρέπει να δοκιμάσουμε αυτό το εμβόλιο σε μια σειρά από ανοσολογικά υπόβαθρα για να δούμε πόσο ευρέως εφαρμόσιμη είναι η στρατηγική μας», κατέληξε ο Χάι.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Virology».
ΠΗΓΗ: Medicalxpress