Αν και για τους περισσότερους ασθενείς η νόσος Covid-19 υποχωρεί μετά από 2 εβδομάδες, υπάρχουν κάποιες – λίγες ευτυχώς – περιπτώσεις ασθενών στους οποίους τα συμπτώματα διαρκούν επί μήνες και δεν λένε να φύγουν.
Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να μην κινδυνεύουν να πεθάνουν, αλλά εξαντλούνται από απανωτά κύματα συμπτωμάτων και, επιπλέον, έχουν συχνά να αντιμετωπίσουν τη δυσπιστία συγγενών, φίλων, αλλά και γιατρών, που αδυνατούν να πιστέψουν ότι η νόσος μπορεί να είναι τόσο επίμονη.
Οι «αιώνιοι» ασθενείς
Ομάδες υποστήριξης στο Facebook και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φιλοξενούν χιλιάδες ανθρώπους που λένε ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά συμπτώματα Covid-19 επί τουλάχιστον έναν μήνα, ενώ μερικοί για δύο ή τρεις μήνες.
Συχνά τα συμπτώματα (βήχας, πόνοι στο στήθος, στις αρθρώσεις και στο κεφάλι, σωματική εξάντληση, απώλεια οσμής και γεύσης, διάφορα νευρολογικά/νοητικά συμπτώματα, δύσπνοια κ.ά.) υποχωρούν, για να επανέλθουν αργότερα ξανά και ξανά. Ορισμένοι ασθενείς έχουν προσέξει ότι τα συμπτώματά τους αναζωπυρώνονται όταν προσπαθούν να ανακτήσουν τις παλιές συνήθειές τους, όπως να καθαρίσουν το σπίτι, να ασκηθούν σωματικά ή ακόμη και να κάνουν γιόγκα.
Οι περισσότεροι ποτέ δεν έχουν εισαχθεί σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), ούτε έχουν χρειαστεί οξυγόνο σε νοσοκομείο, οπότε οι περιπτώσεις τους κατατάσσονται από τους γιατρούς στις ήπιες. Όμως, οι ίδιοι οι ασθενείς αισθάνονται διαφορετικά, νιώθοντας ότι η ποιότητα της ζωής τους έχει επιδεινωθεί, καθώς δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν (π.χ. να διαβάσουν ένα βιβλίο), να ασκηθούν ή ακόμη και να κάνουν απλές καθημερινές δουλειές. Μάλιστα, οι περισσότεροι είναι νέοι και προηγουμένως υγιείς.
«Δεν μοιάζει με οτιδήποτε άλλο στη Γη. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει στο σώμα μου», σημειώνει ο καθηγητής λοιμωξιολογίας Πολ Γκάρνερ της Σχολής Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, ο οποίος παλαιότερα είχε περάσει δάγκειο πυρετό και ελονοσία και τώρα βρίσκεται στην 77η ημέρα της Covid-19. «Κάθε μέρα ξυπνάς και μπορεί να έχεις διαφορετικό σύμπτωμα», λέει ένας άλλος άτυχος ασθενής.
Δύο δημοσιεύματα από το αμερικανικό περιοδικό «Atlantic» και τη βρετανική εφημερίδα «Guardian», όπου παρουσιάζονται δηλώσεις τέτοιων «μαραθωνοδρόμων» ασθενών, αναδεικνύουν το πρόβλημα:Για παράδειγμα, μία 32χρονη δημοσιογράφος στη Γλασκώβη της Σκωτίας συνέχιζε να έχει κύματα συμπτωμάτων 80 ημέρες μετά την αρχική εκδήλωσή τους.
Από τους «αιώνιους» ασθενείς, σύμφωνα με μία έρευνα σε δείγμα 640 ατόμων από την ομάδα Body Politic, περίπου οι τρεις στους πέντε έχουν ηλικία 30 έως 49 ετών, περισσότεροι από τους μισούς (56%) δεν εισήχθησαν ποτέ σε νοσοκομείο, ενώ σχεδόν οι τέσσερις στους δέκα (38%) επισκέφθηκαν κάποιο τμήμα επειγόντων περιστατικών νοσοκομείου, αλλά δεν έγιναν δεκτοί.
Ο ένας στους τέσσερις (25%) έχει διαγνωσθεί θετικός στον κορονοϊό με τεστ, περίπου οι μισοί δεν έχουν κάνει ποτέ τεστ, ενώ οι υπόλοιποι βγήκαν αρνητικοί στα τεστ, αλλά τα συμπτώματά τους που «δείχνουν» Covid-19 επιμένουν για πάνω από δύο μήνες. Όμως, είναι γνωστό ότι τα μοριακά διαγνωστικά τεστ βγαίνουν συχνά ψευδώς αρνητικά (ίσως σε ποσοστό έως 30%).
Οι τρεις πιθανότερες εξηγήσεις
Οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι τι συμβαίνει. Σύμφωνα με την ιαπωνικής καταγωγής καθηγήτρια Ανοσολογίας του αμερικανικού Πανεπιστημίου Yale, Ακίκο Ιβασάκι, υπάρχουν τρεις βασικές πιθανές εξηγήσεις:
Οι μακροχρόνιοι ασθενείς έχουν ακόμη τον μολυσματικό κορωνοϊό κρυμμένο σε κάποιο όργανο του σώματός τους που παίζει τον ρόλο «ρεζερβουάρ», είτε μη μολυσματικά τμήματα του ιού που έχουν απομείνει στον οργανισμό συνεχίζουν να πυροδοτούν βίαιες αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος («σαν να αντιδρά ο ασθενής στο φάντασμα του ιού») είτε -το πιθανότερο- ο ιός έχει, μεν, φύγει οριστικά από το σώμα αλλά το ανοσοποιητικό σύστημα έχει «κολλήσει» σε μία κατάσταση υπεραντίδρασης.
Επειδή ο κορωνοϊός SARS-Cov-2 είναι νέος, γνωστός εδώ και μόνο έξι μήνες, η λοίμωξή του και οι επιπτώσεις της ακόμη δεν έχουν κατανοηθεί πλήρως. Πάντως, και άλλοι ιοί, όπως ο Έμπολα, προκαλούν συμπτώματα και επιπλοκές μακράς διάρκειας, από ήπια έως σοβαρά.
Ένα βασικό ερώτημα είναι αν οι άνθρωποι με χρόνια συμπτώματα Covid-19 μολύνουν τους άλλους. Το πιθανότερο είναι πως όχι. Αυτό, πάντως, μπορεί να ανακουφίζει τους γύρω τους, αλλά όχι τους ίδιους τους ασθενείς, τους οποίους μερικές φορές οι γιατροί αντιμετωπίζουν ως κατά φαντασία ασθενείς. Η ιρανικής καταγωγής καθηγήτρια νευροεπιστήμης Ατένα Ακράμι του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), με συμπτώματα Covid-19 επί 79 ημέρες, απευθύνθηκε σε δύο συναδέλφους της γιατρούς που της συνέστησαν… αντικαταθλιπτικά. Όπως δήλωσε, «ως επιστήμονας καταλαβαίνω πως υπάρχουν τόσα πολλά άγνωστα σχετικά με τον ιό, αλλά ως ασθενής χρειάζομαι αναγνώριση».
Το πρόβλημα αφορά και το ίδιο το υγειονομικό προσωπικό. Μία online δειγματοληπτική έρευνα στη Βρετανία βρήκε ότι από τους 151 γιατρούς και νοσηλευτές που είχαν μολυνθεί με τον κορονοϊό τον Μάρτιο, οι 68 συνέχιζαν να μη μπορούν να δουλέψουν μετά από δύο μήνες. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει πως η Covid-19 μπορεί να εξελιχθεί σε μία χρόνια κατάσταση. Πόσο πολύ αυτό μπορεί να κρατήσει παραμένει άγνωστο προς το παρόν.
Το ασυνήθιστα αργό «ξύπνημα» μετά τη διασωλήνωση
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι μερικοί ασθενείς με σοβαρή Covid-19, που χρειάστηκαν διασωλήνωση σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, αργούν αφύσικα να επανέλθουν σε φυσιολογική κατάσταση μετά τον τερματισμό της πολυήμερης νάρκωσής τους και την αποσωλήνωσή τους. Ενώ κανονικά θα έπρεπε να «ξυπνήσουν» μέσα σε μερικές ώρες, ορισμένοι χρειάζονται ημέρες ή και εβδομάδες για να επανέλθουν, κάτι που προβληματίζει τους νευρολόγους, σύμφωνα με την «Ουάσινγκτον Ποστ».
Μάλιστα, κάποιοι ασθενείς, ακόμη και όταν επανακτούν τη συνείδησή τους, φαίνεται πως θα χρειαστούν μήνες αποκατάστασης και ίσως μερικοί να μην επιστρέψουν ποτέ στο προηγούμενο επίπεδο λειτουργίας τους. Όπως ανέφερε ο νευρολόγος Νίκολας Σιφ του ιατρικού κέντρου Weill Cornell του Πανεπιστημίου Κορνέλ της Νέας Υόρκης, «μερικοί ασθενείς, μόλις τους σταματάμε τη νάρκωση, βγάζουν τον αναπνευστικό σωλήνα και αμέσως μας κάνουν το σήμα της νίκης με τα δάχτυλά τους ή λένε μερικές λέξεις. Όμως, υπάρχουν και άλλοι που συνεχίζουν να μην ανταποκρίνονται στις εντολές μας, ενώ ακόμη και μετά από εβδομάδες δεν μπορούν να εκφραστούν».
Είναι άγνωστο πόσο συχνό είναι αυτό το φαινόμενο, αλλά, σύμφωνα με τον δρα Σιφ, «ο καθένας σε αυτό το πεδίο, στις ΗΠΑ και σε όλον τον κόσμο, βλέπει τέτοιους ασθενείς. Μερικοί βρίσκονται σε κώμα με κλειστά μάτια δύο έως τρεις εβδομάδες μετά την αποσωλήνωση. Το θέμα είναι σοβαρό».
Οι επιπτώσεις της μακρόχρονης διασωλήνωσης υπό νάρκωση στη ΜΕΘ αφορούν και ασθενείς που δεν εμφάνισαν κάποιο εγκεφαλικό ως επιπλοκή του κορονοϊού. Τα νευρολογικά συμπτώματα μπορούν να εκτείνονται από την «ομίχλη» του νου, την κόπωση και την ήπια απώλεια μνήμης μέχρι σοβαρές δυσλειτουργίες που απαιτούν μακρά διαδικασία αποκατάστασης, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα στο ιατρικό περιοδικό «Neurocritical Care».