Άρθρο του Παναγιώτη Νούτσου – Μνήμη Αλέκου Σόφη (1938-2020)
Το 1952 εμφανίζεται η πενταμερής ποιητική σύνθεση του Τάσου Λειβαδίτη: Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, λίγους μήνες νωρίτερα η Μάχη στην άκρη της νύχτας και το επόμενο έτος το: Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου.
Ο ποιητής κατά το διάστημα της τριετούς εξορίας του (στον Μούδρο, στη Μακρόνησο και ιδίως στον Αη Στράτη) τις είχε συγκροτήσει.
Μετά την απελευθέρωσή του αντιμετωπίζει την κατάσχεση, με τον Α.Ν. 509, του τρίτου του βιβλίου, δικάζεται και απαλλάσσεται «λόγω αμφιβολιών», ενώ ήδη από το 1954 αρθρογραφεί στην «Αυγή» και συντάσσεται με τον κύκλο των διανοουμένων που διαμορφώνουν το ιδεολογικό περίγραμμα και τη νομιμοποιητική γείωση της εγχώριας Αριστεράς, σε συνδυασμό με το αγωνιώδες εγχείρημά της να ορθοποδήσει μετά την ήττα και να αντιμετωπίσει με επάρκεια τα προβλήματα της μεταπολεμικής εποχής, ιδίως στο σημείο όπου διασταυρώνονται οι ελληνικές με τις διεθνείς εξελίξεις.
Στο πρώτο μέρος του πρώτου τόμου της Ποίησης του Λειβαδίτη, όπου περιλαμβάνονται τα ποιήματα των ετών 1950-1955, παρά τις κάποιες «προσαρμογές» που αυτά έχουν υποστεί, δεν αποκρύπτονται οι κοσμοθεωρητικές βεβαιότητες του ποιητή που θα μπορούσαν να συνοψισθούν στη διατύπωση: «η πολιτική στην υπηρεσία της προλεταριακής επανάστασης». Το υποκείμενο αυτής της ιδεολογικής στάσης αυτοπαρουσιάζεται χωρίς αναστολές:
«Δεν είμαστε πια ποιητές
παρά μονάχα
σύντροφοι
με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα».
Παρά την επώδυνη βίωση των διώξεων του μετεμφυλιακού κράτους, στους τόπους εξορίας και κατοικίας, και των συναφών διώξεων όπου γης, ο ποιητής -με ακλόνητη τη βεβαιότητα για την έκβαση της παγκόσμιας επανάστασης («Θα συνεχίζεται ο αγώνας μέχρι που θα νικήσουν όλοι οι λαοί»)- αντιλαμβάνεται το έργο του ως ένα «μικρό ψηφίο μες στην παγκόσμια λέξη: Λευτεριά».
Ειδικότερα, στη δεύτερη ποιητική σύνθεση ο Λειβαδίτης με αφετηριακό σημείο τη δυαδική πληρότητα κατά τα βράδια με τη σύντροφό του Μαρία οδηγείται στην αφήγηση του εγκλεισμού του, όταν δηλαδή «βράδιαζε σ’ όλο το στρατόπεδο» και «όλο και πιο πολύ μάκραινε ο κόσμος». Με την υπόσχεση όμως εντελώς ζωηρή:
«Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Και τότε
όλα τα βράδια κι όλα τ’ άστρα
κι όλα τα τραγούδια
θα ’ναι δικά μας».
Ακόμη κι όταν πεθάνουν, «θα ’μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά» αφού όλοι θα «κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε» και «θ’ ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο, που εγώ κ’ εσύ ονειρευτήκαμε».
Από την εξέταση του συνολικού έργου του Τάσου Λειβαδίτη προκύπτουν τα εξής:
α) διακρίνονται δύο σταθμοί (1956, 1966) που καθιστούν αναγνωρίσιμη την ασυνεχή συνέχεια στο πεδίο του σημαίνοντος και ιδίως του σημαινομένου·
β) η συνέχεια αυτή αφορά την πολιτική διάσταση που ενυπάρχει στο σύνολο του έργου και η σύστοιχη ασυνέχεια στον τρόπο εκφοράς αυτής της πολιτικής και στις διαφορετικές βεβαιότητες που προσκομίζει·
γ) στην αρχική περίοδο, με τα ποιήματα των ετών 1949-1955, όταν δηλαδή ο ποιητής για την ένταξή του στην Αριστερά υφίσταται τις διώξεις του μετεμφυλιακού κράτους, προέχει η «πολιτική στην υπηρεσία της προλεταριακής επανάστασης»·
δ) το 1956, με τη βασανιστική βίωση της «αποσταλινοποίησης» και των εκδοχών της στους κόλπους του εγχώριου κομμουνιστικού κινήματος, εγκαινιάζεται μια διαφορετική ώσμωση της πολιτικής που θα μπορούσε να ονομαστεί: πολιτική για την απεμπλοκή από την «καθολική ενοχή του κινήματος», καλύπτοντας τα ποιήματα των ετών 1956-1962·
ε) ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 προαναγγέλλεται η στροφή του ποιητή προς μια πολιτική αίσθηση των πραγμάτων που θα προκύπτει από τα βιώματα μιας συγκεκριμένης ανθρωπολογίας και θα εμποτίζεται καθοριστικά από την αναζήτηση των οδών υπέρβασης, περιλαμβάνοντας τα ποιήματα των ετών 1972-1977·
στ) μια περισσότερο ισορροπημένη σύλληψη αυτής της συζυγίας, με την ανάδειξη ξανά της πολιτικής σε σημείο αναφοράς του υποκειμένου που εξακολουθεί να ανταλλάσσει τη ματαιότητα του κόσμου με την ανάγκη υπέρβασής του, εντοπίζεται στα ποιήματα της ύστατης περιόδου του Λειβαδίτη, από το 1979 ως τον θάνατό του·
ζ) σ’ αυτήν ακριβώς τη συστοίχηση βρίσκουν τη δικαίωσή τους οι παλιοί σύντροφοι με τα νέα τους πρόσωπα, όπως αυτά αναδύονται στον ευρύ δακτύλιο των «κοινωνικά αποκλεισμένων», όσοι επίσης έχουν διαφυλαχθεί «ωραίοι από την ανωνυμία της Ιστορίας» (Γ΄ 117) και αντίστοιχα ο γερο-Μαρξ και ο Λένιν, ενώ ο ίδιος ο ποιητής περιδιαβάζει στη «φτωχή λυπημένη» γειτονιά του «μ’ έναν Σοπενάουερ στην τσέπη» (Γ΄ 383)·
η) ίσως από τις διαδοχικές απόπειρες «αυτοπροσωπογραφίας» ο Λειβαδίτης να ικανοποιήθηκε με τους εξής στίχους:
«Κάθε στιγμή αμήχανος κι αδέξιος, σαν μόλις να ερχόμουν
κάθε στιγμή –
από μιαν άλλη ζωή…» (Γ΄ 198).
(Βλ. και το βιβλίο μου: Τάσος Λειβαδίτης. Ο κόσμος της ποίησής του, Αθήνα, «Κέδρος» 2008, passim).
* Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Το άρθρο του δημοσιεύτηκε την Τρίτη στην Εφημερίδα των Συντακτών και αναδημοσιεύεται εδώ με την άδειά του.