Την 1η Ιουνίου θα ενεργοποιηθεί η πλατφόρμα για την υποβολή αίτησης ρύθμισης έως και 240 δόσεις προς το δημόσιο και τους ιδιώτες.
Τις πέντε βασικές ενστάσεις τους στο νέο πλαίσιο της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών παρουσίασαν τα μέλη της διοίκηση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας σε εκδήλωση όπου ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, του Υπουργείου Οικονομικών, κ. Φώτης Κουρμούσης παρουσίασε το νέο νομοθετικό πλαίσιο και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας.
Οι τρόποι του εξωδικαστικού που έχει πλέον ο οφειλέτης, είναι τρεις: η αίτηση στη νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα και αναλόγως ρύθμιση με το νέο υπολογιστικό εργαλείο, αυτοματοποιημένα, η προσφυγή στη Διαμεσολάβηση και η διαδικασία εξυγίανσης με συμφωνία, δηλαδή σύμπραξη οφειλέτη – πιστωτών και επικύρωση από το Πρωτοδικείο.
Σκοπός του νόμου, σύμφωνα με τον κ. Κουρμούση είναι να απαλλαγεί ο επιχειρηματίας από τα χρέη, είτε με κάποια γενναία ρύθμιση, είτε με πτώχευση και να κάνει ένα νέο ξεκίνημα.
Ωστόσο από την πλευρά του, ο Α΄ αντιπρόεδρος του Β.Ε.Α Κώστας Δαμίγος, επανέλαβε τη θέση του Επιμελητηρίου, η οποία έχει γνωστοποιηθεί και στον Πρωθυπουργό, ότι ο νέος εξωδικαστικός μηχανισμός δεν δίνει δεύτερη ευκαιρία στους επιχειρηματίες που μπορούν να διατηρήσουν ανοικτή την επιχείρησή τους. Κι αυτό οφείλεται σε πέντε κυρίως λόγους:
- δεν υπάρχει ουσιαστική έγκαιρη προειδοποίηση, σύμφωνα με τη σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία,
- ενδυναμώνεται ο ρόλος των τραπεζών κι όχι του επιχειρηματία,
- επιτυγχάνεται η πτώχευση, όμως δύσκολα απαλλάσσεται ο επιχειρηματίας,
- προστατεύονται μόνο τα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και
- υπάρχουν προβλήματα στην μεταχείριση των εγγυητών και των συνοφειλετών.
Οι επιχειρηματίες – μέλη του Β.Ε.Α επισήμαναν, ότι στον νόμο υπάρχουν σημαντικά κενά, που οδηγούν σε διόγκωση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, όπως ότι ακόμη και μετά την πτώχευση, οι εγγυητές και οι συνοφειλέτες, εξακολουθούν να έχουν υποχρεώσεις απέναντι στους πιστωτές.
Ακόμη, τόνισαν ότι δεν υπάρχει πραγματική μέριμνα για τα ευάλωτα νοικοκυριά μετά την πτώχευση, όσον αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας τους, καθώς δεν θα γνωρίζουν σε ποιους ιδιώτες θα καταλήξουν τα ακίνητά τους, αλλά και ότι δεν θα υπολογιστούν τα χρήματα που έχουν ήδη καταβληθεί για την εξόφληση του δανείου τους.