Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2019
Το 2020, τη χρονιά κατά την οποία εφαρμόστηκαν ευρύτατα περιοριστικά μέτρα στις χώρες-μέλη της ΕΕ, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από καύση ορυκτών καυσίμων –κυρίως πετρέλαιο και παράγωγά του, άνθρακας, τύρφη και φυσικό αέριο– μειώθηκε κατά 10% στην ΕΕ σε σύγκριση με το 2019, σύμφωνα με τη Eurostat. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Ελλάδα καταγράφτηκε το υψηλότερο ποσοστό.
Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την κατανάλωση ενέργειας είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας και το 75% περίπου προέρχεται από εκπομπές θερμοκηπιακών αερίων. Επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες, όπως οι κλιματικές συνθήκες, π.χ. ο ψυχρός και μακρύς χειμώνας ή το πολύ ζεστό καλοκαίρι, η οικονομική ανάπτυξη, το μέγεθος του πληθυσμού, τις μεταφορές και τη βιομηχανική δραστηριότητα.
Οι εκπομπές CO2 από καύσιμα ορυκτά δημιουργούνται στην ύπαιθρο όπου τα καύσιμα καίγονται για σκοπούς όπως είναι η παραγωγή ηλεκτρισμού, οι μεταφορές, η παραγωγή χάλυβα κ.λπ.
Συνεπώς, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές προϊόντων ενέργειας έχουν την εξής επίπτωση: για παράδειγμα, εάν ο άνθρακας εισάγεται για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος αυτό οδηγεί στην αύξηση των εκπομπών στη χώρα εισαγωγής, ενώ εάν το ηλεκτρικό ρεύματα η ενέργεια με αυτόν τον τρόπο εισάγεται δεν έχει τέτοια επίπτωση στη χώρα που το εισάγει. Αυτές οι εκπομπές καταλογίζονται στη χώρα που εξάγει όπου παρήχθη το ηλεκτρικό ρεύμα.
Η Ελλάδα, η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, οι εκπομπές CO2 μειώθηκαν σε όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ. Ωστόσο, οι μεγαλύτερες επιδόσεις καταγράφονται στην Ελλάδα (-18,7%), στην Εσθονία (-18,1%), στο Λουξεμβούργο (-17,9%), στην Ισπανία (-16,2%) και στη Δανία (-14,8%).
Τα μικρότερα ποσοστά μείωσης προέρχονται από τη Μάλτα (-1%), την Ουγγαρία (-1,7%) και την Ιρλανδία και τη Λιθουανία (-2,6%).
Επισημαίνεται, ακόμη, ότι σε όλες τις χώρες παρατηρήθηκε μείωση στην κατανάλωση ορυκτών καυσίμων και περισσότερο σε όλους τους τύπους άνθρακα.
Η κατανάλωση πετρελαίου και παραγώγων του, επίσης, περιορίστηκε σε όλα σχεδόν τις χώρες-μέλη, ενώ η κατανάλωση φυσικού αερίου μειώθηκε μόνο σε 15 από αυτές και αυξήθηκε ή διατηρήθηκε σταθερή στις άλλες 12.
Αντίθετα, αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό συμμετοχής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.