Έχει γίνει μια παρεξήγηση σχετικά με το ρόλο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ ως δημοσιογράφου κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η παρεξήγηση είναι αυτή: ότι ο 23χρονος τότε Αμερικανός δημοσιογράφος και μετέπειτα νομπελίστας συγγραφέας κάλυψε ως ανταποκριτής την πτώση της Σμύρνης. Η αλήθεια είναι ότι ο Χέμινγουεϊ ουδέποτε βρέθηκε στη Σμύρνη εκείνες τις δραματικές μέρες και ώρες. Εγραψε όμως γι’ αυτή στα βιβλία του ως διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος. Ως δημοσιογράφος προσπάθησε να βρεθεί εκεί, δεν τα κατάφερε, κατάφερε όμως να φτάσει έως την Ανδριανούπολη, όπου έζησε και κατέγραψε μοναδικά το δράμα των Ελλήνων προσφύγων και του εξαθλιωμένου, ηττημένου ελληνικού στρατού, καθώς επίσης να συνομιλήσει με αυτόπτες μάρτυρες της καταστροφής της Σμύρνης.
Αργότερα, σε βιβλία του όπως τη συλλογή διηγημάτων «Στην εποχή μας» και στη νουβέλα «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» (στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη), δραματοποίησε μερικά από εκείνα τα γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού, και ίσως εδώ να βρίσκεται η αιτία της παρεξήγησης αυτής. Πρόκειται όμως για μυθοπλασία, για ως λογοτεχνική αφήγηση, όχι για πολεμική, δημοσιογραφική ανταπόκριση.
Δεν είναι όμως τυχαίο ότι ο νεότατος τότε Χέμινγουεϊ επιλέγει ως θέματα κάποιων διηγημάτων του την τραγωδία της Ιωνίας. Διότι μπορεί να μην πρόλαβε να δει τη Σμύρνη να καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και να καίγεται, όπως θα δούμε όμως, η όλη κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας Χρονολογικά τον συγκίνησε βαθιά.
Στο μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά και να δούμε συνοπτικά την προϊστορία του ίδιου του Χέμινγουεϊ. Αυτό έχει τη σημασία του για να καταλάβουμε ότι όταν βιώνει το τέλος της Μικρασιατικής Καταστροφής, είναι μεν ένας πολύ νεαρός άνδρας, σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι άβγαλτος, που σημαίνει ότι είχε μια κάποια ευρύτερη εποπτεία των τεκταινόμενων.
Βρισκόμαστε στα 1920. Τότε είναι που ο νεαρός Χέμινγουεϊ δημοσιεύει τα πρώτα του δημοσιογραφικά κομμάτια στην καναδική εφημερίδα The Toronto Star Weekly. Δεν ήταν όμως αυτό και το παρθενικό του βήμα στη δημοσιογραφία, καθώς το 1917-18 είχε εργαστεί ως μαθητευόμενος ρεπόρτερ στην εφημερίδα The Kansas City Star. Μετά μπήκε ο πόλεμος στη ζωή του, η συμμετοχή του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια εμπειρία που τον άλλαξε ριζικά.
Νωρίς ένα πρωινό του 1920, λοιπόν, κι ενώ η χώρα μας έχει ήδη εμπλακεί στη μεγάλη περιπέτεια της Μικράς Ασίας, μακριά στην Αμερική ο Χέμινγουεϊ λαμβάνει προφορικά ένα τελεσίγραφο από την αυστηρή μητέρα του: ή θα βρει δουλειά ή θα εγκαταλείψει την πατρική εστία.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που ο 21χρονος Χέμινγουεϊ έχει επιστρέψει τραυματίας από το μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο υπηρέτησε ως τραυματιοφορέας. Η ελαττωματική του όραση στο αριστερό μάτι τού είχε στερήσει την ευκαιρία να γίνει μάχιμος και έτσι συμβιβάστηκε με την ειδικότητα του τραυματιοφορέα. Βρέθηκε στο ιταλικό μέτωπο, στην πρώτη γραμμή του πυρός, απ’ όπου σημείωσε γεμάτος έξαψη: «Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στην πιο σημαντική δημοσιογραφική αποστολή κι ότι καλύπτω τη μεγαλύτερη είδηση της χρονιάς».
Ως εθελοντής του Ιταλικού Ερυθρού Σταυρού, ο νεαρός «Χεμ» θα περισυλλέξει πολλά διαμελισμένα πτώματα, κυρίως γυναικών, μετά από βομβαρδισμό ενός εργοστασίου πυρομαχικών και η εμπειρία αυτή θα τον σημαδέψει. Τα χειρότερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμα. Τη νύχτα της 8ης Ιουλίου 1918, επισκεπτόμενος ακροαστικό φυλάκιο των Ιταλών κοντά στη Φοσάλτα, κι ενώ μοιράζει στους στρατιώτες σοκολάτες, τσιγάρα και ταχυδρομικές κάρτες κι οι τελευταίοι γελούν με τα ιταλικά που ο Χέμινγουεϊ μιλάει με αμερικανική προφορά, οι Αυστριακοί βάλλουν κατά των θέσεών τους με οβίδες πυροβολικού, όλμους και πολυβόλα. Διακόσια τριάντα επτά από τα θραύσματα όλμων θα σφηνωθούν στο σώμα του Χέμινγουεϊ εκείνη τη βραδιά – αν και το πιο σοβαρό τραύμα ήταν στο δεξί του γόνατο, από ριπή πολυβόλου.
Παρότι τραυματισμένος, ο καταπονημένος Χέμινγουεϊ προσπάθησε να μεταφέρει έναν άλλο τραυματία Ιταλό στρατιώτη. Κατάφερε να συρθεί γύρω στα 100 μέτρα, κάτω από συνεχόμενα πυρά, παρέδωσε τον τραυματία σε ασφαλή χέρια και μετά έπεσε αναίσθητος. Είχε καταφέρει να μειώσει την αιμορραγία στα τραύματά του σβήνοντας πάνω του αναμμένα τσιγάρα.
Αλλά η περιπέτειά του δεν είχε λήξει. Η περιοχή βομβαρδιζόταν από το εχθρικό πυροβολικό και η μεταφορά του αναίσθητου Χέμινγουεϊ δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Καταφύγιο δεν υπήρχε και οι δύο τραυματιοφορείς που είχαν αναλάβει τη μεταφορά του, τον απόθεταν κάθε τόσο στο έδαφος, μετακινούμενοι στα σύντομα διαλείμματα ανάμεσα στις εκρήξεις. Κάποια στιγμή, συνήλθε και, όπως διηγήθηκε αργότερα, βρισκόταν ανάμεσα σε πτώματα και ετοιμοθάνατους. Όπως έγραψε, ο θάνατος εκείνη τη στιγμή του φάνηκε σαν κάτι πολύ πιο φυσικό απ’ ότι η ζωή. Βυθίστηκε σε τέτοια απελπισία, ώστε του πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα να αυτοκτονήσει με το περίστροφο του αξιωματικού που ήταν υπεύθυνος γι’ αυτόν. Πέρασαν πολλές ώρες για να καταφέρει να βρεθεί σε χειρουργικό τραπέζι και να λάβει την απαραίτητη φροντίδα. Είχε αναζητήσει την περιπέτεια και την είχε βρει και με το παραπάνω.
Μέσα στους επόμενους τρεις μήνες, καθηλωμένος σε αμερικανικό νοσοκομείο στο Μιλάνο, ο Χέμινγουεϊ υποβλήθηκε σε 12 επεμβάσεις προκειμένου να αφαιρεθούν τα σφηνωμένα θραύσματα αλλά και για να του σώσουν το γόνατο. Η σύντομη αυτή πολεμική εμπειρία του άφησε πολλά προβλήματα νευρολογικής φύσης, κυρίως τρομακτικές αϋπνίες που τον βασάνιζαν για πολλά χρόνια (όπως και πολλούς από τους ήρωές του) καθώς και μια αδυναμία του να κοιμάται χωρίς κάποιο φως αναμμένο.
Η επιστροφή του στρατιώτη
Έτσι λοιπόν, ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε ως ήρωας στο σπίτι του (είχε παρασημοφορηθεί από την ιταλική κυβέρνηση επειδή έσωσε έναν Ιταλό στρατιώτη), όμως δεν μπορούσε καθόλου να προσαρμοστεί. Μετά τον πόλεμο και μια σφοδρή ερωτική απογοήτευση με μια Αγγλίδα νοσοκόμα που τον περιέθαλψε την περίοδο της νοσηλείας του, Για τη βικτοριανών αρχών κυρία Γκρέις Χέμινγουεϊ, η στάση αυτή (όπως και τα όνειρά του να ασχοληθεί με το γράψιμο) δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά η στάση ενός ανεύθυνου, ανώριμου άντρα. Μη έχοντας λοιπόν άλλη επιλογή και μη αντέχοντας τη μητρική πίεση, ο Έρνεστ εγκατέλειψε την πατρική εστία σε πολύ βαριά ατμόσφαιρα.
Βρήκε δουλειά στο Σικάγο, και πάλι ως δημοσιογράφος. Μάλιστα, το Σεπτέμβριο του 1921 παντρεύτηκε την κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του Χάντλι Ρίτσαρντσον και λίγο μετά εγκαταστάθηκε μαζί της στο Παρίσι, εργαζόμενος ως ξένος ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star. Εκεί θα γίνει δεκτός στην «αυλή» της Γετρούδης Στάιν, ενώ θα γνωριστεί με τον Έζρα Πάουντ, τον Τζέιμς Τζόις, τον Τ. Σ. Έλιοτ, τον Σέργουντ Άντερσον κ.ά. Στο Παρίσι θα τυπώσει και το πρώτο του βιβλίο, το “Three Stories and Ten Poems” και θα συνεχίσει να ασκεί τη δημοσιογραφία.
Ενώ λοιπόν βρισκόταν στο Παρίσι, ο Χέμινγουεϊ έλαβε εντολή από την Toronto Star να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να καλύψει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Αυτό συμβαίνει όταν στις 13 Αυγούστου, με το παλαιό ημερολόγιο, του 1922 οι Τούρκοι εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων, φτάνοντας τελικά μέχρι τη Σμύρνη. Δεν ήταν τόσο η πτώση της Σμύρνης που κέντρισε τους Καναδούς αρχισυντάκτες του Χέμινγουεϊ, ώστε να τον στείλουν να καλύψει τα γεγονότα όσο το ότι, μετά τον θρίαμβο του Κεμάλ στη Σμύρνη, οι Τούρκοι απειλούσαν ότι θα καταλάμβαναν και την ουδέτερη ζώνη των Στενών του Βοσπόρου από τη Μαύρη Θάλασσα στον βορρά έως τα Δαρδανέλια στο νότο, την οποία φρουρούσαν οι Σύμμαχοι. Τουρκικές μονάδες είχαν προωθηθεί κοντά στα βρετανικά συρματοπλέγματα στα Δαρδανέλια και επικρατούσε η φήμη ότι ο Κεμάλ θα καταλάμβανε την Κωνσταντινούπολη.
Ο Χέμινγουεϊ χρειάστηκε να δώσει σκληρή μάχη με τη Χάντλι, τη γυναίκα του, για να καταφέρει να ταξιδέψει στην Πόλη. Τελικά, αναχώρησε στις 25 Σεπτεμβρίου και από τη Σόφια, ο Χεμ έστειλε μια πρώτη ανταπόκριση στην καναδική εφημερίδα γραμμένη με το χέρι.
Άρρωστος στην Κωνσταντινούπολη
Το μεσημέρι της 29ης Σεπτεμβρίου, ο Χέμινγουεϊ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, την οποία περιέγραψε ως «θορυβώδη, ζεστή, βρόμικη μα όμορφη… γεμάτη στολές και φήμες». Αυτή ήταν η πρώτη πρόταση της πρώτης του ανταπόκρισης που έγραψε από την επισκευασμένη του γραφομηχανή μάρκας Κορόνα. Η άφιξή του συνέπεσε με τη συνεχή άφιξη βρετανικών στρατευμάτων, εξαιτίας των φημών ότι οι Τούρκοι θα εξαπέλυαν μεγάλη επίθεση στην πόλη. Στο μεταξύ, οι ειδήσεις από τις θηριωδίες στη Σμύρνη είχαν τρομοκρατήσει τους χριστιανούς που βρίσκονταν στην πόλη και επικρατούσε αναβρασμός. Ο Έλληνας διοικητής του ξενοδοχείου στο οποίο διέμενε ο Χέμινγουεϊ, είπε στον Αμερικανό συγγραφέα ότι θα προτιμούσε να πολεμήσει παρά να χάσει τη δουλειά του και την περιουσία του. Ακούγονταν επίσης φήμες ότι ο Κεμάλ είχε αποφασίσει να εξαφανίσει το αλκοόλ, τον τζόγο, τα νυχτερινά κέντρα και τους οίκους ανοχής.
Ο Χέμινγουεϊ είχε όλη την καλή διάθεση να αφεθεί στον ανατολίτικο εξωτισμό της Πόλης, αλλά τίποτα δεν του πήγε καλά. Υπέφερε από κρίσεις ελονοσίας και από τα τσιμπήματα των κουνουπιών και των κοριών.
Άλλαζε συνεχώς ξενοδοχείο αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι δρόμοι της Πόλης ήταν γεμάτοι από σκοτωμένους αρουραίους που σάπιζαν στους δρόμους, από μεθυσμένους που τρέκλιζαν και από ύποπτους τύπους οι οποίοι παραμόνευαν στο σκοτάδι. Ξαφνικά, αισθάνθηκε ότι καλό θα ήταν να μπει στην πόλη ο Κεμάλ και να καθαρίσει όλη αυτή τη βρομιά.
Το μόνο θετικό ήταν η γνωριμία του με έναν ευφυή Άγγλο αξιωματικό, τον συνταγματάρχη Τσαρλς Σουίνι, έναν κοσμοπολίτη στρατιωτικό με εξαιρετικές γνώσεις στρατηγικής, με τον οποίο ο Χέμινγουεϊ πέρασε πολλές ώρες συζητώντας και πίνοντας. Ήταν όμως τόσο εξαντλημένος που δεν κατάφερε να μεταβεί στη Μυτιλήνη, μαζί με άλλους ανταποκριτές, για να μιλήσει με τους επαναστατημένους Έλληνες στρατιωτικούς, τους υποστηρικτές του Βενιζέλου.
Ένα άλλο πρόβλημα ήταν η απαγόρευση στους δημοσιογράφους να μεταβούν στα Μουδανιά, όπου και αποφασίστηκε η παράδοση της ανατολικής Θράκης στους Τούρκους. Στον Ελληνικό Στρατό δόθηκε τελεσίγραφο τριών ημερών να εγκαταλείψει την περιοχή, και την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας, ο Χέμινγουεϊ υπέφερε από τέτοια ρίγη εξαιτίας της ελονοσίας, που πλήρωσε δέκα πιάστρα σε έναν γιατρό για να του χορηγήσει χάπια με κινίνο.
Η εμπειρία της Θράκης
Η συμφωνία στα Μουδανιά έστρεψε λοιπόν το ενδιαφέρον από την Κωνσταντινούπολη στη Θράκη. Στις 14 Οκτωβρίου, ο Χέμινγουεϊ αγόρασε τρεις καινούργιες, καθαρές κουβέρτες, καθώς υπέφερε ακόμη από τους κοριούς, και κατευθύνθηκε δυτικά. Κατέληξε στην Ανδριανούπολη, όπου επικρατούσε χαοτική κατάσταση. Εκεί, αναγκάσθηκε να δώσει ακόμα μεγαλύτερες μάχες με την ελονοσία και τους κοριούς, κατάφερε όμως να περιγράψει από πρώτο χέρι το δράμα των Ελλήνων προσφύγων, οι οποίοι, ανακατεμένοι με εξαθλιωμένους Έλληνες στρατιώτες, εγκατέλειπαν την περιοχή κατευθυνόμενοι δυτικά.
Καταπολεμώντας τον υψηλό πυρετό και τα ρίγη με ασπιρίνες και κινίνα, τα οποία συνόδευε με γλυκερό θρακιώτικο κρασί που διόλου δεν του άρεσε, ο Χέμινγουεϊ έγραφε κι έστελνε συνεχώς τις ανταποκρίσεις του, ώσπου κάποια στιγμή επιβιβάσθηκε στο Οριάν Εξπρές και μετά από τέσσερις ημέρες βρέθηκε σε κακή κατάσταση και πάλι στο Παρίσι, όπου τον υποδέχθηκε η Χάντλι. Τον υποχρέωσε να ξυρίσει εντελώς το κρανίο του για να απαλλαγεί από τις ψείρες, φροντίζοντας τις πληγές που είχε προξενήσει στο δέρμα του τα αλλεπάλληλα τσιμπήματα των διαφόρων εντόμων. Για μια ολόκληρη εβδομάδα, ο Χέμινγουεϊ δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να κοιμάται.
Η έρευνα του Φρέντι Γερμανού
Η ιστορία μας όμως δεν τελειώνει εδώ. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1969, ο Φρέντυ Γερμανός συνάντησε την τελευταία σύζυγο του Χέμινγουεϊ, την Μέρι Ουελς στον Καναδά, η οποία του είχε πει ότι ο Έρνεστ «είχε πάντα αυτή την εικόνα μέσα του», των προσφύγων της Θράκης. Η Ουελς προέτρεψε τον Έλληνα συγγραφέα και δημοσιογράφο να διαβάσει όλες τις ανταποκρίσεις του Χέμινγουεϊ, λέγοντας ότι πάντα της έλεγε ότι οι «Έλληνες δεν κινήθηκαν από τους Τούρκους – νικήθηκαν από την προδοσία».
Ο Φρέντυ Γερμανός βρήκε εκείνες τις ανταποκρίσεις («Μια πομπή βυθισμένη στη σιωπή και τη θλίψη» και «Πρόσφυγες από τη Θράκη»), σε μία από τις οποίες διαβάζουμε: «Σε καμία περίπτωση δεν φταίει ο Έλληνας φαντάρος για την ήττα του ’22. Ακόμη και στην υποχώρηση, οι κουρασμένοι Έλληνες στρατιώτες έδειχναν τις έξοχες αρετές τους. Έβλεπες ακόμη και εκείνη την ώρα στα σφιγμένα πρόσωπα το πείσμα, ένα πείσμα που σίγουρα θα κόστιζε ακριβά στους στρατιώτες του Κεμάλ, αν αναγκάζονταν να πολεμήσουν ξανά με τον στρατό αυτό. Αλλά ο πόλεμος στη Θράκη δεν έγινε ποτέ. Η Θράκη χαρίστηκε στον Κεμάλ με τη συνθήκη στα Μουδανιά».
Σε μια άλλη ανταπόκριση με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 1922, ο Χέμινγουεϊ κυριεύεται από οργή. Το άρθρο είναι βασισμένο σε αποκλειστική συνέντευξη με τον λοχαγό Ουίταλ, έναν από τους Βρετανούς παρατηρητές στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Ο Ουίταλ πέρασε αργότερα στα «Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» ως ο Άγγλος παρατηρητής που «έκλαιγε σαν μικρό παιδί βλέποντας τους αξιωματικούς του Κωνσταντίνου να μην ξέρουν που πάνε τα τέσσερα». Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανταπόκριση, «Οι Έλληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και σίγουρα κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από το στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Ουίταλ.
Πιστεύει ότι εύζωνοι θα είχαν καταλάβει την Άγκυρα – και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο, αν δεν είχαν προδοθεί».
Τι ακριβώς όμως εννοούσε ο Χέμινγουεϊ όταν μιλούσε περί «προδοσίας»; «Όταν ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την εξουσία», γράφει στο ίδιο κομμάτι, «όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί που βρίσκονταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερα πόστα. Πολλοί από αυτούς είχαν κερδίσει τους βαθμούς τους επ’ ανδραγαθία, στο πεδίο της μάχης. Ήταν έξοχοι πολεμιστές – και μεγάλοι ηγέτες. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε το Κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει μια τουφεκιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».
Η επόμενη ανταπόκριση στην ίδια εφημερίδα, αποκάλυπτε μια τραγική πτυχή από το πεδίο της μάχης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, την οποία έφερε στο φως η μαρτυρία του Ουίταλ: «Οι νέοι Έλληνες αξιωματικοί του Πυροβολικού, οι οποίοι δεν είχαν καμία επαγγελματική πείρα, τα έκαναν θάλασσα με τις βολές τους. Συχνά εξόντωσαν το ίδιο το ελληνικό Πεζικό. Ο Ουίταλ ανέφερε σε μένα προσωπικά περιπτώσεις εγκληματικής αμέλειας του Επιτελείου και για αξιωματικούς που έκαναν χρήση πούδρας (face powder – not gun poweder) και ρουζ! Σε κάποια μάχη της Μικράς Ασίας, οι εύζωνοι πραγματοποίησαν μια πραγματικά άψογη έφοδο.
Ξαφνικά, το ελληνικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει εναντίον τους. Ο Άγγλος ταγματάρχης Τζόνσον, επίσης παρατηρητής στη συγκεκριμένη μάχη, άρχισε να ουρλιάζει όταν είδε το μακελειό που γινόταν μπροστά στα μάτια μας. Ήθελε να μπει στη μάχη και να αναλάβει αυτός τη διοίκηση της Πυροβολαρχίας. Αλλά δεν μπορούσε. Οι εντολές που είχαμε ήταν να τηρήσουμε αυστηρή ουδετερότητα – δεν περνούσε από το χέρι μας να κάνουμε τίποτε απολύτως».
Η ανταπόκριση έκλεινε με ένα σχόλιο του Χέμινγουεϊ: «Αυτή είναι η πικρή ιστορία της προδοσίας του Ελληνικού Στρατού από τον Κωνσταντίνο…»
Στην τελευταία του ανταπόκριση, ο Χέμινγουεϊ έκανε λόγο και για την Επανάσταση του 1922. «Η επανάσταση του 1922 ήταν η εξέγερση ενός προδομένου στρατού. Οι παλαιοί βενιζελικοί αξιωματικοί επέστρεψαν στις θέσεις τους και οργάνωσαν σωστά το στρατό της Θράκης. Για την Ελλάδα του 1922, η Θράκη ήταν σαν τη μάχη του Μάρνη – εκεί θα παιζόταν και θα κερδιζόταν ξανά το παιχνίδι. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Όλη η χώρα βρισκόταν μέσα σε πολεμικό πυρετό. Τα τρένα μετέφεραν συνεχώς στρατιώτες. Κι ύστερα, συνέβη το αναπάντεχο: οι Σύμμαχοι χάρισαν την ανατολική Θράκη στους Τούρκους και έδωσαν στον Ελληνικό Στρατό προθεσμία τριών ημερών για την εκκένωσή της…» Στο σημείο αυτό, ο Αμερικανός συγγραφέας και ανταποκριτής δίνει μιαν ανάγλυφη εικόνα του ταπεινωμένου Έλληνα στρατιώτη. «Στην αρχή περίμεναν, νομίζοντας ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι η κυβέρνησή τους είχε αποδεχθεί τη συμφωνία αυτή. Το πικρό χαρτί, ωστόσο, είχε υπογραφεί. Κι επειδή ήταν στρατιώτες κι έπρεπε να υπακούσουν, άρχισαν να φεύγουν σιγά σιγά».
Ο Φρέντυ Γερμανός, που πρώτος αυτός παρέθεσε τις παραπάνω περιγραφές στο περιοδικό «Διαβάζω» (τχ. 159, 13/1/1987), σχολιάζει: «Τις καταθέτω στη μνήμη των φαντάρων εκείνων που, καθώς έσερναν τα βήματά τους, περνούσαν χωρίς να το ξέρουν μπροστά στο νικητή του αυριανού Νόμπελ: έναν αμούστακο νεαρό που κρατούσε σημειώσεις σε ένα μικρό μαύρο σημειωματάριο».
Η ανταπόκριση με τον τίτλο, «Μια πομπή βυθισμένη στη σιωπή και τη θλίψη», είναι ενδεικτική του βλέμματος του Χέμινγουεϊ πάνω σε εκείνα τα γεγονότα. Σε μιαν άλλη, που επίσης παραθέτει ο Φρ. Γερμανός, ο Χέμινγουεϊ γράφει: «Όλη τη μέρα τους έβλεπα να περνούν από μπροστά μου. Κουρασμένοι, βρόμικοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι. Και γύρω τους η σιωπή της ξαφνιασμένης Θράκης Έφευγαν. Χωρίς μπάντες, χωρίς εμβατήρια, χωρίς καν περίθαλψη! Μόνο με μια βρόμικη κουβέρτα ο καθένας. Και με συντροφιά βέβαια τα κουνούπια της νύχτας. Αυτοί οι άντρες ήταν οι σημαιοφόροι της δόξας που πριν λίγο καιρό λεγόταν Ελλάδα. Κι αυτή η εικόνα ήταν το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας».
Κι όμως έγραψε για το 1922
Όλα αυτά είναι όντως πολύ ενδιαφέροντα και συγκινητικά, ωστόσο, δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι ως προς την ορθότητα των συμπερασμάτων του Χέμινγουεϊ (ήταν μόλις 23 ετών όταν έγραφε αυτές τις ανταποκρίσεις), κυρίως δεν είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό που λέει, ότι μετά την καταστροφή της Σμύρνης, η (διχασμένη) Ελλάδα διέθετε το ηθικό και τη δύναμη να εξαπολύσει τέτοια σφοδρή αντεπίθεση στη Θράκη και να συντρίψει τους Τούρκους. Αλλά αυτά είναι ζητήματα στα οποία καλούνται να μιλήσουν οι ιστορικοί.
Το 1925 πάντως, όταν εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, ξεκινούσε με ένα σύντομο κείμενο που τιτλοφορείται «Στην προκυμαία της Σμύρνης», στο οποίο περιγράφει –προφανώς βασισμένος σε μαρτυρίες που συνέλεξε- την κόλαση της πόλης τον Αύγουστο του 1922: «Ένα παράξενο πράγμα, είπε, πώς ούρλιαζαν κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν πάντα εκείνη την ώρα. Ήμαστε στο λιμάνι κι εκείνες βρίσκονταν στην προβλήτα και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Για να σωπάσουν, ρίχναμε τον προβολέα πάνω τους. Αυτό πάντα έπιανε. Ανεβοκατεβάζαμε το φως του προβολέα πάνω τους δύο ή τρεις φορές για να πάψουν. […]
Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά μωρά. Ήταν αδύνατον να πείσεις τις γυναίκες να εγκαταλείψουν τα νεκρά μωρά τους. Είχαν στην αγκαλιά τους μωρά πεθαμένα εδώ και έξι μέρες. Δεν έλεγαν να τ’ αφήσουν. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρεις με τη βία. Έπειτα, ήταν και μια ηλικιωμένη κυρία, αυτή ήταν η πιο απίστευτη περίπτωση. Μίλησα γι’ αυτό σ’ ένα γιατρό και είπε ότι έλεγα ψέματα. Τις μαζεύαμε από την προβλήτα, είχαμε να μαζέψουμε και τα πτώματα, και αυτή η ηλικιωμένη κυρία ήταν ξαπλωμένη μέσα σ’ ένα σωρό σκουπίδια. Είπαν, «Θα της ρίξετε μια ματιά, κύριε;» Και της έριξα μια ματιά κι εκείνη τη στιγμή πέθανε και κοκάλωσε αμέσως. Τα πόδια της τέντωσαν και η ίδια τέντωσε από τη μέση και κάτω κι έγινε τελείως άκαμπτη. Σαν να είχε πεθάνει την προηγούμενη νύχτα. Ήταν νεκρή και τελείως άκαμπτη. Το είπα σ’ ένα γιατρό και μου είπε ότι αυτό δε γίνεται.
Βρίσκονταν όλες στην προβλήτα και δεν έμοιαζε καθόλου με σεισμό ή κάτι τέτοιο διότι ποτέ δεν έμαθαν για τον Τούρκο. Ποτέ δεν έμαθαν τι θα έκανε ο Τούρκος. Θυμάσαι που μας διέταξαν να μην πλησιάσουμε το λιμάνι και να μην μαζέψουμε άλλους; Όταν εκείνο το πρωί μπήκαμε στο λιμάνι ήμουν τρομερά ανήσυχος. Είχε στη διάθεσή του αρκετές πυροβολαρχίες και θα μπορούσε να μας τινάξει όλους στον αέρα. Ήταν να μπούμε μέσα, να πλησιάσουμε στην προβλήτα, να ρίξουμε άγκυρα και μετά να βομβαρδίσουμε τον τουρκικό τομέα της πόλης. Αυτοί θα μπορούσαν να μας έχουν τινάξει στον αέρα αλλά κι εμείς θα μπορούσαμε να ισοπεδώσουμε ολόκληρη την πόλη. Απλώς μας έριξαν μερικές άσφαιρες βολές καθώς μπαίναμε στο λιμάνι. Κατέβηκε ο Κεμάλ και απέλυσε τον Τούρκο διοικητή. Για κατάχρηση εξουσίας ή κάτι τέτοιο. Μάλλον ήταν εκτός εαυτού. Θα γινόταν πραγματική κόλαση.
Θυμάσαι το λιμάνι. Κάμποσα ωραία πραγματάκια επέπλεαν εκεί μέσα. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που άρχισα να φαντάζομαι διάφορα. Δεν σε πείραζε για τις γυναίκες που γεννούσαν όσο για εκείνες που έσερναν πάνω τους τα νεκρά μωρά τους. Πάνω τους. Είναι ν’ απορείς που μόνο τόσες λίγες από δαύτες πέθαναν. Απλώς τις σκεπάζαμε με ό,τι βρίσκαμε και τις αφήναμε να μπούνε στο πλοίο. Πάντα διάλεγαν την πιο σκοτεινή γωνιά στο αμπάρι για να τα έχουν στην αγκαλιά τους. Από τη στιγμή που άφηναν την προβλήτα, καμιά τους δεν έδινε δεκάρα για τίποτε άλλο.
Κι οι Έλληνες, καλά παιδιά ήταν και δαύτοι. Κατά την υποχώρηση, έπιασαν κι έσπασαν τα μπροστινά πόδια των αλόγων και των μουλαριών επειδή δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους και μετά τα έριξαν στα αβαθή για να πνιγούν. Όλα εκείνα τα μουλάρια, να τα σπρώχνουν να πέσουν στ’ αβαθή, με τα μπροστινά τους πόδια σπασμένα. Ήταν μια πολύ ευχάριστη επιχείρηση. Α, ναι, μα την πίστη μου, πολύ ευχάριστη.
Άρθρο του Ηλία Μαγκλίνη στην «Καθημερινή»