Σε άρθρο του στους New York Times ο φιλόσοφος Σάιμον Κρίτσλεϊ δίνει συμβουλές για το πώς να αντιμετωπίζουμε τον θάνατο βρίσκοντας το κλειδί της απελευθέρωσης και της επιβίωσης.
Είμαστε έντρομοι, στα όρια, ανίκανοι να συγκεντρωθούμε. Δεν μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε τίποτα. Ο νους μας παραδέρνει ανήσυχος από τη μια ενημέρωση στην άλλη. Παρακολουθούμε τα νέα σαν κάποιος να μας το έχει επιβάλει την ίδια στιγμή που ευχόμαστε να το είχαμε αποφύγει ως κάτι δυσάρεστο και τρομακτικό. Ακόμα και η σιέστα, που έρχεται κάπως αθέλητα, είναι και αυτή ανήσυχη. Δύσκολα μας πιάνει ύπνος και ακόμα και όταν αυτό συμβαίνει ξυπνάμε μέσα στον πανικό, με υποχονδριακά συμπτώματα, έχοντας την αίσθηση ότι πεθαίνουμε, παρότι ξέρουμε ότι δεν είναι αλήθεια. Και αμέσως μετά αυτοοικτιρόμαστε που το πάθαμε. Βάζουμε θερμόμετρο. Περιμένουμε. Το ξαναβάζουμε. Και άντε πάλι. Αυτό το αίσθημα ανημπόριας και υπαρξιακού ennui σύντομα μετατρέπεται σε ανεξέλεγκτη οργή για όλα όσα συμβαίνουν και για όσα δεν συνέβησαν, για όλα όσα είναι αναποτελεσματικά, ανειλικρινή ή ανεύθυνα.
Είναι όντως τρομακτικό το αίσθημα τού να πεθαίνει κανείς μόνος από μια ασθένεια που προκαλεί ασφυξία. Είναι αδιανόητο να ξέρεις ότι συμβαίνει σε χιλιάδες ανθρώπους εκεί έξω, μόλις τώρα. Ζωές χάνονται και άνθρωποι καταστρέφονται μην μπορώντας να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, σε σημείο που ακόμα και οι πολεμικές μεταφορές να μοιάζουν καταχρηστικές και δίχως νόημα. Οι κοινωνικές δομές και οι μέχρι πρότερον δεδομένες καθημερινές συνήθειες βρίσκονται σε διάλυση. Οι συνάνθρωποι μας είναι δυνάμει φορείς μολύνσεως – το ίδιο και εμείς. Προχωρούμε καλυμμένοι με μάσκες και κρατώντας αποστάσεις.
Όλοι, εν ολίγοις, είμαστε ακυβέρνητοι στο δικό μας πλοίο-φάντασμα. Και έχει μια τέτοια απόκοσμη ησυχία εδώ στη Νέα Υόρκη. Ενίοτε βέβαια κυκλοφορούν κάτι κωμικά memes που βγάζουν γέλιο. Μας αρέσει να μοιραζόμαστε αυτό το πρόσκαιρο αίσθημα ιλαρότητας αλλά αμέσως μετά επιστρέφουμε, με σφιγμένα δόντια, στην απομόνωσή μας. Έχοντας ήδη συμπληρώσει κάποιες βδομάδες σε αυτή την κατάσταση νιώθουμε την αρχική έξαψη της επικοινωνίας και της ανακάλυψης των πολύωρων κλήσεων με μακρινούς φίλους να μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο νηφάλιο, ίσως πιο βαρύθυμο και σίγουρα πιο σημαίνον. Ξέρουμε, άλλωστε, καλά ότι είναι μακρύς ο δρόμος, αλλά όχι απαραίτητα τι συνέπειες θα έχει.
Πώς λοιπόν να το αντιμετωπίσουμε; Αλήθεια μπορούμε;
Οι φιλόσοφοι ανέκαθεν έτρεφαν έναν μόνιμο πλην όμως βασανιστικό έρωτα για την κοινωνική αποστασιοποίηση, με πρώτον από όλους τον Σωκράτη στο κελί του. Ο Καρτέσιος φρόντισε επίσης να απόσχει από τον τρομακτικό Τριακονταετή Πόλεμο (στον οποίο συμμετείχε) μένοντας κλεισμένος σε ένα δωμάτιο με φούρνο στην Ολλανδία, αναστοχαζόμενος πάνω στη φύση της βεβαιότητας. Και άλλοι όμως όπως ο Βοήθιος, ο Τόμας Μουρ και ο Αντόνιο Γκράμσι υπήρξαν μέρος αυτής της μακράς παράδοσης της απομόνωσης και του στοχασμού.
Τι συμβαίνει όμως με την ίδια τη φιλοσοφία; Κατά καιρούς έχουν μεμφθεί την πρακτική της αναποτελεσματικότητα, το ότι εδώ και 3.000 χρόνια καταγράφει ρεκόρ ανικανότητας στο να λύνει τα πιο πρακτικά προβλήματα του ανθρώπινου είδους. Οπότε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να μας βοηθήσει αυτή την άκρως κρίσιμη στιγμή; Μπορεί, αλήθεια, η φιλοσοφία να μας προσφέρει ένα είδος επιφώτισης, αν όχι παρηγοριάς, σε αυτή την ισοπεδωτικά νέα πραγματικότητα που διέπεται από άγχος, πένθος ακόμα και από το τρομακτικό φάσμα του θανάτου;
Ενδεχομένως να μπορεί, στον βαθμό που το φιλοσοφείν είναι ένα μάθημα θανάτου. Τουλάχιστον αυτό θεωρεί ο Μονταίνιος, αυτός ο Γάλλος δοκιμιογράφος του 16ου αιώνα –για την ακρίβεια ο εφευρέτης του δοκιμίου– παραπέμποντας στον Κικέρωνα ο οποίος με τη σειρά του στον νου του είχε τον καταδικασμένο σε θάνατο Σωκράτη. Ο Μονταίν όχι μόνο αναλογίζεται διαρκώς τον θάνατο αλλά κυριολεκτικά τον γεύεται – σε ο,τι τρώει και ο,τι πίνει. Ενδεχομένως αυτό να ακούγεται κάπως μακάβριο σε όλους όσοι τώρα στην καραντίνα το έχουν ρίξει στο μαγείρεμα ή πίνουν λίγο παραπάνω. Αλλά δεν είναι καθόλου.
Το καλύτερο μάλιστα ο Μονταίν μας το φυλάει για το τέλος: «Όποιος έμαθε να πεθαίνει, ξέμαθε να είναι δούλος». Πραγματικά πολύ εντυπωσιακή ιδέα: το να τρέφει κανείς φόβο θανάτου είναι σαν να είναι σκλάβος με δεσμά. Ο τρόμος της εξόντωσης είναι που μας κρατά για πάντα στη σκλαβιά. Ελευθερία, από την άλλη, σημαίνει αποδοχή της θνητότητας, του ότι είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε. Η ελευθερία βιώνεται πραγματικά μόνο εφόσον εγνωσμένα αντιληφθούμε ότι οι ζωές μας διαμορφώνονται από την αναπόδραστη και αναπόφευκτη έλευση του θανάτου, που κάθε μέρα και ώρα που περνά μοιάζει και όλο και πιο εγγύς. Το ξέρουμε ήδη ότι η ύπαρξη είναι περατή και ο θάνατος βέβαιος. Αλλά ο φιλοσοφικός βίος ξεκινά αναγκαστικά από την ένθερμη και κατηγορηματική επιβεβαίωση της περατότητας μας. Όπως γράφει ο Τ.Σ. Έλιοτ για τον ποιητή του ιακωβίνειου θεάτρου, Τζον Γουέμπστερ, «πρέπει να δούμε το κρανίο κάτω από το δέρμα».
Παρ’ όλα αυτά παραμένουμε έντρομοι, στα όρια. Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε με όρους διάκρισης μεταξύ φόβου και αγχώδους αίσθησης. Ξέρουμε τουλάχιστον από την εποχή του Αριστοτέλη ότι ο φόβος είναι η αντίδραση σε μια πραγματική εν τω κόσμω απειλή. Ας πούμε ότι τρέφω μια παράδοξη φοβία για τις αρκούδες. Αν μια τεράστια αρκούδα εμφανιστεί στο διαμέρισμά μου, προφανώς θα νιώσω τρόμο (και μάλλον σίγουρα έκπληξη). Και αν τρέξει εξαίφνης προς τον δρόμο, ο φόβος θα φύγει. Αντιθέτως το άγχος δεν έχει κανένα συγκεκριμένο αντικείμενο, εν προκειμένω, δεν υπάρχει καμία αρκούδα. Σε αυτή την περίπτωση τα δεδομένα δεν είναι απτά ή ορατά και τα πάντα ξαφνικά μοιάζουν κάπως παράδοξα και απόκοσμα. Πρόκειται γι’ αυτό το αίσθημα του εν τω-κόσμω – είναι, αλλά όχι με συγκεκριμένο τρόπο.
Θα έλεγα λοιπόν ότι αυτό που νιώθουμε ή τουλάχιστον που νιώθουν πολλοί από μας τώρα είναι βαθύ άγχος. Η παράδοξη φύση της πανδημίας είναι ότι ο ιός, παρότι είναι υπαρκτός, είναι αόρατος στο γυμνό μάτι αλλά παρ’ όλα αυτά άκρως διαπεραστικός. Ο Covid-19 έχει διαμορφώσει από μόνος του μια παράδοξη πραγματικότητα: μια επιδημία που βρίσκεται παντού και πουθενά, ξέρουμε λίγα γι’ αυτήν και δεν μπορούμε να τη γιατρέψουμε. Και οι περισσότεροι από εμάς έχουμε την αίσθηση ότι πλέουμε στο πέλαγος του ιού εδώ και βδομάδες, ίσως μήνες. Ενδεχομένως πίσω από αυτό το ρίγος του φόβου να κρύβεται ένα πιο βαθύ άγχος, αυτό της θνητότητας, της ύπαρξης απέναντι στον θάνατο. Και αυτό ας κρατήσουμε ως κεντρική προϋπόθεση της ελευθερίας μας.
Επομένως θεωρώ ότι είναι απολύτως κρίσιμο να αποδεχτούμε το άγχος μας και να μην το αποκρύβουμε, να το απορρίπτουμε ή να το αφήνουμε να μας καταβάλλει ή να προσπαθούμε να το συνδέσουμε με μια συγκεκριμένη αιτία. Το άγχος αυτό δεν είναι απλώς μια αδιευκρίνιστη διαταραχή που χρήζει θεραπείας αλλά πρέπει να εντοπιστεί, να οριστεί και να μετατραπεί σε μέσο απελευθέρωσης. Δεν λέω ότι είναι εύκολο. Αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε να μεταμορφώσουμε αυτό το παραλυτικό αίσθημα άγχους σε κάτι ενθαρρυντικό που μπορεί όντως να μας δώσει κουράγιο.
Είθισται μάλιστα οι περισσότεροι από μας να αντλούμε σθένος από μια κανονικότητα που φέρει τον μανδύα μιας επίπλαστης αιωνιότητας. Έχουμε την αίσθηση ότι η ζωή θα συνεχίζεται επ’ άπειρον και ότι ο θάνατος είναι κάτι που συμβαίνει πάντα στους άλλους. Ο θάνατος ανάγεται έτσι σε αυτό που ο Χάιντεγκερ αποκαλεί «κοινωνική δυσφορία» ή «ανοίκειο». Ο θεραπευτικός ρόλος της φιλοσοφίας, εν προκειμένω, έγκειται στο ότι μπορεί να αποδιώχνει τα αρνούμενα τον θάνατο δεδομένα της πραγματικότητας και να έρχεται αντιμέτωπη με το άγχος, με εκπεφρασμένο θάρρος και νηφάλιο ρεαλισμό. Από εδώ ακριβώς διαμορφώνεται η βάση μια κοινής στάσης και απόκρισης στο ζήτημα της περατότητας που μας αφορά όλους: δεν πρόκειται για τον δικό μου θάνατο αλλά για το θάνατο των άλλων, αυτών για τους οποίους ανησυχούμε, που βρίσκονται κοντά και μακριά, γνωστούς και αγνώστους.
Πριν από λίγες βδομάδες, καθώς ανέτρεχα κάπως αμέριμνα στη φιλοσοφία της νόσου –την «Πανούκλα στο Λονδίνο» του Ντεφόε, το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου και την «Πανούκλα» του Καμύ– πιστεύοντας ότι είμαι έξυπνος που τα εντόπισα, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι πολλοί ισχυρίζονται ακριβώς τα ίδια. Για την ακρίβεια ο στοχαστής στον οποίο ανέτρεξα περισσότερο ήταν ο σπουδαίος μαθηματικός και θεολόγος του 17ου αιώνα, Μπλεζ Πασκάλ και οι «Σκέψεις» του. Όπως σημειώνει καίρια ο Πασκάλ, «όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου πηγάζουν απ’ την ανικανότητά του να καθίσει σ’ ένα δωμάτιο, σιωπηλός και ολομόναχος». Γράφει για την ασυνέπεια, την ακηδία και το άγχος ως βασικά συστατικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης: για τη σχεδόν αυτοματοποιημένη δύναμη της συνήθειας και για τη μονίμως ενοχλητική τύρβη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Από τις πιο κεντρικές ιδέες του Πασκάλ είναι ότι το ανθρώπινο ον δεν είναι παρά μια καλαμιά στον κάμπο, «η πιο αδύναμη φύση» που μπορεί να εξατμιστεί ή μάλλον καλύτερα να χαθεί από κάποια σταγονίδια που αιωρούνται στον αέρα.
Τα ανθρώπινα όντα είναι μίζερα, ελεεινά, μας θυμίζει ο Πασκάλ. Είμαστε αδύναμοι, εύθραυστοι, τρωτοί και εξαρτημένοι. Αλλά –και εδώ έγκειται η ζωτικής σημασία μεταστροφή– αυτή η αδυναμία είναι το μεγαλείο μας. Το σύμπαν μπορεί να μας συντρίψει και ένας μικρός ιός να μας αφανίσει. Αλλά το σύμπαν αδιαφορεί και ο ιός ούτε καν που ενδιαφέρεται. Εμείς, όμως, ξέρουμε ότι είμαστε θνητοί. Και η αξιοπρέπεια μας συνίσταται στην ακόλουθη σκέψη: «Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε σωστά» λέει ο Πασκάλ. «Αυτή είναι η βασική αρχή της ηθικής». Βλέπω, επομένως, αυτή την έμφαση στην ανθρώπινη αδυναμία, ευθραυστότητα και εξάρτηση ως το αντίθετο σε οτιδήποτε μακάβριο και νοσηρό, στον α-νόητο πεσιμισμό. Είναι το κλειδί της υπεροχής μας και η δύναμη μας είναι η αδυναμία μας.
Μετάφραση: Τίνα Μανδηλαρά