Σάββατο 27.04.2024
More

    Βρέθηκα στο Μεξικό, τη μέρα των νεκρών

    Ένα ταξίδι της Βάλιας Σκουρτσή στη χώρα που γιορτάζει το θάνατο, με παράλληλη αναφορά σε δυο μυθικές γυναίκες που έδρασαν εκεί: την ζωγράφο Φρίντα Κάλο και την φωτογράφο Τίνα Μοντότι.

    ΒΡΕΘΗΚΑ  ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ ΤΗ ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ. 2 Νοεμβρίου. Ένας παλιός αζτέκικος μύθος λέει ότι μια φορά το χρόνο οι νεκροί επιστρέφουν στον κόσμο για να επισκεφθούν τους ζωντανούς. Για χάρη τους, στήνεται σε ολόκληρη τη χώρα μια από τις πιο περίεργες φιέστες του πλανήτη. Από τα ξημερώματα της προηγούμενης μέρας, οι γυναίκες κλείνονται στα σπίτια και μαγειρεύουν κοτόπουλο με καυτερές πιπεριές και σάλτσα σοκολάτας. Στους δρόμους, μικροπωλητές πουλάνε ζαχαρωτά σε σχήμα νεκροκεφαλής και σκελετούς από papier mache. Viva la muerte!

    Είχα διαβάσει το “Λαβύρινθο της Μοναξιάς” του Οκτάβιο Παζ και ήμουνα σχετικά προετοιμασμένη για το τι θα συναντούσα. “Για τον κάτοικο της Νέας Υόρκης, του Παρισιού ή του Λονδίνου”, γράφει, “ο θάνατος είναι μια λέξη που ποτέ δεν εξωτερικεύεται γιατί καίει τα χείλη. Ο Μεξικάνος, όμως, αστειεύεται μαζί του, τον ειρωνεύεται, κοιμάται μαζί του, τον γιορτάζει. Είναι ένα από τα αγαπημένα του παιχνίδια… Η αδιαφορία μας για το θάνατο είναι η άλλη πλευρά της αδιαφορίας μας για τη ζωή. Είναι φυσικό· η ζωή και ο θάνατος είναι δυο πράγματα αδιαχώριστα και κάθε φορά που το ένα χάνει το νόημά του, χάνει και το άλλο την αξία του”.

    Λίγο πριν σκοτεινιάσει, μπήκα σε ένα ταξί κι ακολούθησα το τελετουργικό κονβόι που κατευθυνόταν προς το γειτονικό νεκροταφείο. Μπροστά μας, ημιφορτηγά γεμάτα λουλούδια, ζώα και παιδιά. Παντού σκοτάδι και μόνο έξω από τις πόρτες των σπιτιών, αναμμένες φωτιές. Δίπλα τους, ένα μικρό τραπέζι με άσπρα λουλούδια, ποτήρια νερό, ένα πιάτο με αλάτι (που φέρνει καλή τύχη) και πήλινα παιχνίδια για να δροσιστούν και να παίξουν τα πνεύματα μέχρι να αρχίσει η απόκρυφη γιορτή. Κάθε τόσο, παιδιά ντυμένα σκελετοί κόλλαγαν τη μούρη τους στο τζάμι για να με τρομάξουν. Ενα από αυτά μου έδειξε την τεράστια -σχεδόν σαν αληθινή -ζαχαρωτή νεκροκεφαλή που είχε γραμμένο στο μέτωπο το όνομά του.

    ΘΥΜΗΘΗΚΑ ΤΗΝ ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ. ΚΙ ΑΥΤΗ ΕΙΧΕ πάντα δίπλα της, στο κομοδίνο, μια νεκροκεφαλή από ζάχαρη με το όνομά της. Ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι και δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Έχοντας διαβάσει λίγα πράγματα για τη ζωη της, μπορούσα να καταλάβω το γιατί. “Έζησε πεθαίνοντας” λένε όσο, τη γνώρισαν κα. το εννοούν. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της παγιδευμενη μέσα σε νάρθηκες. Ακινητοποιημένη, σε ένα κρεβάτι με ένα μυαλό που ποθούσε να ρουφήξει τη ζωή ως το μεδούλι. Κι αφού δεν μπορουσε να χορεύει, έφτιαξε έναν δεύτερο εαυτό για να μπορέσει να χαρεί εκείνος όσα γι αυτήν ήταν απαγορευμένα.

    Επτά χρόνων έπαθε πολιομυελίτιδα. Τότε είδε το πρώτο της περίεργο όνειρο, κάτι αναμεσα οε προφπτεία και παραίσθηση: “Αισθάνθηκα την παρουσία ενός συνομήλικου κορασιού στο τζάμι του παραθύρου Έφτιαξα ατμό με την αναπνοή μου και ύστερα σχεδίασα με το δάχτυλο μια πόρτα. Την ανοιξα και βρέθηκα σε μια πεδιάδα. Κάπου στο βάθος υπήρχε ένα γαλατάδικο. Μπήκα μέσα από το γράμμα «Ο» της ταμπέλας του κι άρχισα να κατεβαίνω στο εσωτερικό της γης. Εκεί με περίμενε. Γελούσε, χωρίς να βγαίνουν ήχοι από το στόμα της, και χόρευε. Χόρεψα μαζί της και της είπα όλα μου τα μυστικά και τα προβλήματα. Από τότε γίναμε αχώριστες”.

    Δεκαοκτώ χρόνων, ενώ ζούσε τον πρώτο της μεγάλο έρωτα κι είχε ξεχάσει και τη μικρή της φίλη, αλλά και το ατροφικό πόδι της, ένα τραμ έπεσε πάνω στο λεωφορείο που τη γύριζε από το σχολείο, αφήνοντάς την σχεδόν ανάπηρη. Το σίδερο από τις χειρολαβές καρφώθηκε στα πλευρά της και βγήκε από το αιδοίο της. “Γιατί διαβάζεις;” έγραφε από το νοσοκομείο στο αγόρι της. “Τι προσπαθείς να ανακαλύψεις; Ό,τι και να είναι, η ζωή θα στο αποκαλύψει σύντομα. Πριν από μερικές μέρες ήμουν ένα παιδί που ζούσε σ’ έναν κόσμο χρωμάτων. Ολα ήταν ένα μυστήριο και προσπαθούσα να ανακαλύψω τι κρυβόταν πίσω τους. Τα έμαθα όλα μέσα σε δευτερόλεπτα. Τώρα ζω σε έναν επώδυνο πλανήτη, διάφανο σαν πάγο.”

    Η μικρή της φίλη επέστρεψε στο πλευρό της. Ζήτησε έναν καθρέφτη και πινέλα κι άρχισε να ζωγραφίζει. Τον εαυτό της. Στα είκοσι χρόνια πουν μεσολάβησαν μέχρι το θάνατο της, έφτιαξε πάνω από διακόσιους πίνακες, στους περισσότερους απο τους οποίους η κεντρική φιγούρα είναι η ίδια. Όταν ζωγράφιζε τη γέννηση, έδινε και στη μητέρα και στο παιδί το δικό της πρόσωπο. Κανείς τεχνοκριτικός δεν βρέθηκε να την κατηγορήσει για εγωισμό. Οταν τη ρωτούσαν γιατί αυτή η εμμονή, απαντούσε: “Ζωγραφίζω αυτοπροσωπογραφίες γιατί είμαι πολύ συχνά μόνη μου. Είμαι το πρόσωπο που γνωρίζω καλύτερα”. Ο Πικάσο είπε, τότε, ότι κανείς δεν θα ζωγραφίσει ποτέ το ανθρώπινο πρόσωπο με τη δύναμη και την απόγνωση της Φρίντα Κάλο.

    Αυτό σκεφτόμουν, όταν το ταξί σταμάτησε στην πλατεία μπροστά από το νεκροταφείο, “θα σε περιμένω να σε γυρίσω πίσω”, μου είπε ο ταξιτζής. “Αμα χαθούμε, θα βρεθούμε στην πλατεία”. Για λεφτά, ούτε κουβέντα.

    Η ζωή εδώ κυλάει αργά, με έναν δικό της ρυθμό που δεν νομίζω ότι θα αλλάξει ποτέ. Δεν βλέπεις πουθενά αγάλματα στρατηγών παρ’ όλο που η επανάσταση κυλάει μέσα στο αίμα τους. Ο Ζαπάτα τότε, οι Ζαπατίστας σήμερα. Συναντούσα παντού πέτρινους μουσικούς και χορευτές. Τον Ζαπάτα, τον είδα μόνο μια φορά στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας. Κάποιοι εργάτες διαδήλωναν. Είχαν στήσει μια τέντα και καθόντουσαν από κάτω. Στο κέντρο είχαν βάλει μια φωτογραφία του Ζαπάτα και μπροστά της λουλούδια, μπανάνες κι ανανάδες.

    ΜΟΥ ΘΥΜΙΣΕ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Τίνα Μοντότι με το καλαμπόκι, το τάστο της κιθάρας και τη ζώνη με τα φυσίγγια. Αν υπήρξε ποτέ μια πολιτιστική επανάσταση, αυτή ήταν σίγουρα η μεξικάνικη. Ο Ντιέγκο Ριβέρα και η παρέα του ζωγράφιζαν στους τοίχους των δημοσίων κτιρίων την ιστορία της χώρας τους κι οι δάσκαλοι, με τα βιβλία στο χέρι, έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι. “Έπιασαν έναν μικρό μαθητή να κλέβει”, γράφει η Μοντότι σ’ ένα γράμμα της, “και ξέρεις πώς τον τιμώρησαν; Του ανέθεσαν να κρατάει το ταμείο”.

    Για την Ιταλίδα με τα μεγάλα θλιμμένα μάτια, το Μεξικό ήταν η αποκάλυψη. Την έφερε εδώ ένα από εκείνα τα περίεργα παιχνίδια που παίζει πάνω μας η μοίρα. Ταξίδευε με το τραίνο προς την πρωτεύουσα για να συναντήσει τον άντρα της, όταν την πληροφόρησαν ότι είναι νεκρός. Έφτασε στο Μέξικο Σίτι, έμεινε λίγες μέρες για να οργανώσει την έκθεση φωτογραφιών του φίλου τους Έντουαρντ Γουέστον κι όταν ήρθε η ώρα να φύγει, αποφάσισε να μείνει για πάντα. Άφησε πίσω της μια καριέρα στο Χόλυγουντ, τις υποσχέσεις μιας διαμαντένιας ζωής.

    “Περάσαμε όλη την παιδική μας ηλικία ψάχνοντας για φαγητό” λέει σήμερα η αδελφή της. “Η Τίνα δούλευε από πολύ μικρή στα μετάξια και φρόντιζε όλους εμάς τους υπόλοιπους”. Όταν έγινε 17 χρόνων, ο πατέρας της που είχε ήδη μεταναστεύσει στην Καλιφόρνια, της έστειλε το εισιτήριο για να πάει να τον βρει στο Σαν Φρανσίσκο. Εγκαταστάθηκε εκεί κι άρχισε να ζει ράβοντας. Μικροσκοπική, εύθραυστη και σιωπηλή ήταν μια γυναίκα πανέμορφη. Φορούσε σχεδόν πάντα μπλουτζήν – πράγμα σπάνιο για τις γυναίκες της εποχής – και δεν προσπαθούσε να αποδείξει ότι ήταν κάτι παραπάνω από τον εαυτό της. Από τις ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις των Ιταλών της παροικίας, βρέθηκε στο Χόλυγουντ. Της έδιναν πάντα ρόλους εξωτικούς. Τσιγγάνα, οδαλίσκη στο χαρέμι… τέτοια πράγματα. Δεν της άρεσε. Είκοσι πέντε χρόνων, αγράμματη, ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, να μάθει. Παντρεύτηκε έναν ποιητή-ζωγράφο και γνώρισε μέσα από αυτόν όλους τους μποέμ συγγραφείς και καλλιτέχνες της εποχής. Συζήταγε μαζί τους ώρες ατέλειωτες για την προσωπική και σεξουαλική ανεξαρτησία, για την ψυχανάλυση, το σοσιαλισμό, τις θρησκείες.

    Όταν έφτασε στο Μεξικό, είχε ήδη μυηθεί στα μυστικά της φωτογραφίας. Ο ήλιος, τα χρώματα, η εξωστρέφεια των ανθρώπων τής θύμισαν την πατρίδα της. Τριγυρνούσε στις λαϊκές αγορές και χάζευε τους μικρο- πωλητές και τα συγκροτήματα mariachi που τραγουδούσαν για τον έρωτα ή για την επανάσταση. Από το παράθυρό της έβλεπε τα χιονισμένα ηφαίστεια. Κανείς δεν ρωτούσε τι της ήταν ο κύριος που τη συνόδευε. Οι γυναίκες είχαν δικαίωμα ψήφου και μπορούσαν να παρακολουθούν τα ανοιχτά μαθήματα που είχε οργανώσει η κυβέρνηση. Οι ζωγράφοι ήταν τα τιμώμενα πρόσωπα· έχοντας μόλις γυρίσει από τον ανταρτοπόλεμο, ζωγράφιζαν εικόνες ρώμης, μέρες επανάστασης, κρασιού και λουλουδιών. Πολιτικοί εξόριστοι από όλον τον κόσμο είχαν βρει άσυλο εδώ κι όλος ο τόπος ανέδιδε “υποσχέσεις για το μέλλον.

    Έμεινε κι αποφάσισε να φωτογραφίσει τη νέα ζωή που άνθιζε γύρω της Συνηθισμένοι άνθρωποι, εργαλεία, εκκλησίες, πλατείες, το τσίρκο, το κουκλοθέατρο, ο, καλλιτέχνες με τις εργατικές φόρμες που έφτιαχναν τις τοιχογραφίες… Έστρεφε το φακό της πάνω σε ό,τι τραβούσε την προσοχή της κι έβγαζε εικόνες αδρές, με αφαιρετική δύναμη και ανθρωπισμό. Φωτογραφίες όπου το κάθε πράγμα λάμπει έρημο, κάτω από το φως του ήλιου.

    Είδα πολλά από τα πρόσωπα των φωτογραφιών της στην πλατεία που με άφησε το ταξί. Σαν να μην είχαν περάσει τα χρόνια, αναγνώρισα τα ίδιο βλέμματα. Με χαλούσαν να δοκιμάσω αυτόν τον περίεργο ζωμό που άχνιζε μέσα στα τσουκάλια τους. Μπερδεύτηκα μέσα στο πλήθος. Έψαξα να βρω τον ταξιτζή. Τι νόημα θα είχε όλη αυτή η γιορτή, αν παρέμενα ένας τουρίστας. Χρειαζόμουν κάποιον να με ξεναγήσει, να με μυήσει στα μυστικά αυτής της πανάρχαιας τελετής. Τους σκελετούς τους ήξερα μόνο αηό τα heavy metal εξώφυλλα των δίσκων. Τώρα έβλεπα παντού γύρω μου μικρές “φάτνες” με αναπαραστάσεις σκηνών της καθημερινής ζωής, όπου όλα τα ανθρωπάκια ήταν σκελετοί. Σκελετοί που παίζουν χαρτιά, κάνουν βαρκάδα, χορεύουν, θυμήθηκα και πάλι τη Φρίντα Κάλο που είχε κρεμάσει γύρω από το κρεβάτι της τέτοιους σκελετούς και τους φόραγε στα ρούχα της. Ρώτησα τον ταξιτζή αν την ήξερε. “Kahlo, yes-yes, Diego Rivera, murals, yes-yes”.

    Για τους Μεξικάνους, η Κάλο ήταν η γυναίκα του Ντιέγκο Ριβέρα. Ο Ριβέρα, ζωγράφος, ήταν στο Παρίσι την εποχή του κυβισμού κι είχε γίνει φίλος με τον Μπρακ, τον Κλέε και τον Πικάσο. Γυρνώντας στο Μεξικό, ήταν αυτός που μαζί με τον Αλφάρο Σικουέιρος ξεκίνησαν την καλλιτεχνική επανάσταση. Οργάνωσαν το Συνδικάτο Τεχνιτών, Ζωγράφων και Γλυπτών κι έβγαζαν την εφημερίδα El Machete που προπαγάνδιζε την ενότητα των μεξικάνων. Το Υπουργείο Πολιτισμού τούς είχε αναθέσει να οργανώσουν ανοιχτά μαθήματα τέχνης και να εικονογραφήσουν το δημόσια κτίρια με τοιχογραφίες.

    Η Φρίντα τον γνώρισε όταν ζωγράφιζε τους τοίχους του σχολείου της. Κλασικό αγοροκόριτσο, του έστηνε φάρσες με τη βοήθεια των συμμαθητών της. Το ατύχημα δεν είχε συμβεί ακόμα και η ίδια ετοιμαζόταν να γίνει γιατρός. Η μητέρα της, μισή Ινδιάνα – μισή Ισπανίδα, ήταν σχεδόν πάντα κατάκοιτη και δεν είχε μπορέσει καν να την θηλάσει. Ο πατέρας της, γερμανοεβραίος, έπασχε από επιληψία κι εκείνη είχε μάθει να τον φροντίζει όταν πάθαινε κρίσεις. Ήθελε να γίνει γιατρός, να ξεφύγει απ’ τον κλοιό της δυστυχίας. Το ατροφικό της πόδι τής θύμιζε πάντα το σκοπό της.

    Μετά συνέβη το ατύχημα. Γιο ένα μήνα την είχαν κλεισμένη σε μια γύψινη σαρκοφάγο. Νοέμβρη μήνα βγήκε από το νοσοκομείο και τον Σεπτέμβρη την ξαναβάλανε και της φόρεσαν ορθοπεδικούς κορσέδες. Ζωγράφιζε ασταμάτητα κι είχε ξεχάσει και τον Ντιέγκο, και την ιατρική και όλα. Λεφτά δεν έρχονταν από πουθενά και στο σπίτι αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα έπιπλό τους. Η Φρίντα αισθανόταν ένοχη κι άρχισε σιγά-σιγά να φτιάχνει μέσα της αυτή την ηρωική εικόνα, την τόσο γνώριμη από τα έργα της. Αυτά τα μαύρα διαπεραστικά μάτια που σε κοιτάνε σαν να σου κάνουν ακτινογραφία κάτω από τα σμιχτό φρύδια που θυμίζουν πουλί την ώρα που πετάει.

    “Η Φρίντα είναι το μόνο παράδειγμα καλλιτέχνη στην ιστορία της τέχνης που έσκισε το στήθος και την καρδιά της για να αηοκαλύψει τη βιολογική αλήθεια των συναισθημάτων της”, είπε κάποτε γι’ αυτήν ο Ριβέρα. Οι πίνακές της είναι μικρές εγχειρήσεις, σαν αυτές στις οποίες αναγκάστηκε δεκάδες φορές στη ζωή της να υποβληθεί. Με τις “μαγικές εικόνες της εξορκιζε τον πόνο. “Δεν ήξερα ότι είμαι σουρεαλίστρια μέχρι που ήρθε στο Μεξικό ο Αντρέ Μπρετόν και μου το είπε”, δήλωνε η ίδια στις συνεντεύξεις. “Δεν ζωγράφιζα ποτέ όνειρα. Ζωγράφιζα πάντα τη δική μου πραγματικότητα”.

    Τον Ριβέρα τον ξαναείδε τέσσερα χρόνια μετά το ατύχημα, σε κάποιο πάρτυ της Τίνα Μοντότι. Η ιταλίδα φωτογράφος είχε γίνει το διαβατήριό της για τον κόσμο της τέχνης και της πολιτικής. Στο σπίτι της σύχναζε όλη η αφρόκρεμα της διανόησης. Ο Ντιέγκο, πρώην εραστής της Τίνα, διηγόταν ιστορίες για το πώς είχε πολεμήσει στο πλευρό του Λένιν και το πώς είχε αναγκαστεί να φάει ανθρώπινο κρέας. Η Φρίντα τον ερωτεύτηκε. Για χάρη του, έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Για χάρη του, άρχισε να φοράει αυτά τα μακριά πολύχρωμα ινδιάνικα φουστάνια, που όταν τα έβλεπαν τα παιδάκια της Νέας Υόρκης της φώναζαν: “Πού είναι το τσίρκο;”.

    Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι βρήκαν αυτές οι δύο όμορφες και δυναμικές γυναίκες σ’ αυτόν τον άντρα με το πρόσωπο βατράχου και τις αναλογίες Βούδα. “Ήταν σαν να παντρευόταν ένας ελέφας ένα περιστέρι”, είπε ο πατέρας της λίγο μετά το γάμο τους. “Για μένα είναι ο αρχιτέκτονας της ζωής”, του απάντησε η ίδια. Εκτός από το ταλέντο του στη ζωγραφική, ήταν πολύ καλός ακροατής και χαρισματικός παραμυθάς, λένε τα βιβλία. Άρεσε στις γυναίκες να παίζουν την Ωραία και το Τέρας μαζί του.

    Ακόμα και μετά το γάμο τους, ο Ντιέγκο συνέχισε τις ερωτικές του περιπέτειες. Από τις ηθοποιούς Πωλέτ Γκοντάρ και Μαρία Φέλιξ, μέχρι την πρωταθλήτρια κόσμου στο τένις, μια πλειάδα γυναικών πέρασε από το κρεβάτι του. Επέτρεπε στη Φρίντα να πηγαίνει μόνο με γυναίκες. Όταν έμαθε ότι είχε κάνει έρωτα με τον γλύπτη Ισάμου Νογκούτσι, αποπειράθηκε να τον σκοτώσει. Δεν έμαθε ποτέ ότι η γυναίκα του είχε σχέσεις με τον τότε πρόσφυγα στο Μεξικό, Λέον Τρότσκυ.

    Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΩ μπροστά μου, βρίσκονται σήμερα όλοι τους. Παντού γύρω μου πρόσωπα χαμογελαστά που περιμένουν με ανυπομονησία να χτυπήσει η καμπάνα μεσάνυχτα. Τότε θα ανοίξουν οι πόρτες του μακάβριου dance-hall. Οι γυναίκες θα στρώσουν στους τάφους τα τραπεζομάντηλα και θα βάλουν πάνω τους, ανάμεσα σε μπουκέτα κατηφέδων, τα φαγητά και τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού. Οι μουσικοί θα παίξουν ινδιάνικα τραγούδια και θα ξεκινήσει ο χορός που θα κρατήσει και μετά την Ανατολή του Ηλίου.

    Στο μυαλό μου στριφογυρίζουν εικόνες με ταχύτητα βιντεοκλίπ. Ο Ντιέγκο να σπρώχνει το αναπηρικό καροτσάκι της Φρίντα στην πορεία διαμαρτυρίας. Η Τίνα κι ο κουβανός επαναστάτης Χούλιο Αντόνιο Μέλα να απολαμβάνουν τον έρωτά τους διασχίζοντας με μια βάρκα τα κανάλια του Σοτσιμίλκο. Ο Ντιέγκο να εγκαταλείπει τη Φρίντα για χάρη της αγαπημένης της αδελφής. Ο Χούλιο να πέφτει νεκρός από σφαίρες στην αγκαλιά της Τίνας λίγα βήματα πριν την είσοδο του σπιτιού τους. Ο Ντιέγκο να κατηγορείται για τη δολοφονία του Τρότσκυ και να διαγράφεται από το κόμμα. Η Τίνα να κάνει απεργία πείνας στη φυλακή, κατηγορούμενη για την απόπειρα δολοφονίας του προέδρου της χώρας. Η Φρίντα τοξικομανής, με ξύλινο πόδι να του κρεμάει μικρά κουδουνάκια και να το φωτογραφίζει για το Vogue…

    Η καμπάνα χτυπάει δώδεκα φορές. Το γλέντι αρχίζει. Το αίμα ανάβει στις φλέβες. Viva la muerte! Όλοι χορεύουν διονυσιασμένοι. Αυτή η περίεργη σχέση των Μεξικάνων με το θάνατο σε τρελαίνει. Αγοράζω κι εγώ ένα ζευγάρι μαράκες σε σχήμα νεκροκεφαλής. Σκέφτομαι τον Ντιέγκο που στην κηδεία της Φρίντας έφαγε τις στάχτες της για να την κρατήσει για πάντα μέσα του. Αναρωτιέμαι τι αισθανόταν η Τίνα όταν φωτογράφιζε το νεκρό πρόσωπο του Χούλιο. θυμάμαι τα λόγια του Οκτάβιο Παζ: “Ο θάνατος δεν μας φοβίζει, γιατί η ζωή μάς έχει θεραπεύσει από τα φαντάσματα”. Καταλαβαίνω γιατί ξαναγύρισε εδώ με ψεύτικο διαβατήριο η Τίνα. Πέθανε από καρδιακή προσβολή μέσα σ’ ένα μεξικάνικο ταξί.

    Το δικό μου ταξί κατευθύνεται προς την πόλη. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Μου είχαν πει, την πρώτη μέρα στο Μεξικό να μην περπατήσω πολύ. Η διαφορά του υψόμετρου σε εξουθενώνει από την υπερβολική δόση οξυγόνου. Δεν τους άκουσα.

     

    Sourcelifo.gr

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ