Παρασκευή 29.03.2024
More

    Το κάπνισμα, το αλκοόλ και το αυξημένο βάρος ευθύνονται για το 44,4% των θανάτων από καρκίνο

    Σχεδόν οι μισοί από τους θανάτους από καρκίνο παγκοσμίως οφείλονται σε παράγοντες κινδύνου που μπορούν να προληφθούν

    Σχεδόν οι μισοί από τους θανάτους από καρκίνο παγκοσμίως οφείλονται στο κάπνισμα, την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, τον υψηλό δείκτη μάζα σώματος (ΔΜΣ) και άλλους παράγοντες κινδύνου, σύμφωνα με νέα μελέτη.

    Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Lancet», διαπίστωσε ότι το 44,4% όλων των θανάτων από καρκίνο και το 42% των χαμένων ετών υγιούς ζωής, θα μπορούσαν να αποδοθούν σε παράγοντες κινδύνου που μπορούν να προληφθούν.

    «Εξ όσων γνωρίζουμε, η μελέτη αυτή αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα προσπάθεια για τον προσδιορισμό της παγκόσμιας επιβάρυνσης του καρκίνου που αποδίδεται σε παράγοντες κινδύνου και συμβάλλει σε ένα αυξανόμενο σύνολο στοιχείων που αποσκοπούν στην εκτίμηση της επιβάρυνσης που αποδίδεται σε κινδύνους για συγκεκριμένους καρκίνους σε εθνικό, διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο», έγραψαν στη μελέτη ο Δρ. Κρις Μάρεϊ, διευθυντής του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και οι συνεργάτες του.

    Η μελέτη ανέλυσε τη σχέση μεταξύ των παραγόντων κινδύνου και καρκίνου, της δεύτερης κύριας αιτίας θανάτου παγκοσμίως, χρησιμοποιώντας δεδομένα από το πρόγραμμα Global Burden of Disease του Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας.

    Ο Μάρεϊ και οι συνάδελφοί του εστίασαν τους θανάτους από καρκίνο και την αναπηρία από το 2010 έως το 2019 σε 204 χώρες, εξετάζοντας 23 τύπους καρκίνου και 34 παράγοντες κινδύνου. Διαπίστωσαν, ότι οι καρκίνοι που κατέχουν την πρώτη θέση όσον αφορά τους θανάτους ήταν ο καρκίνος της τραχείας, των βρόγχων και του πνεύμονα τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.

    Τα στοιχεία έδειξαν επίσης ότι οι θάνατοι από καρκίνο που οφείλονται σε έναν από τους παραπάνω παράγοντες, αυξήθηκαν κατά 20,4% από το 2010 έως το 2019. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 2019, οι πέντε κορυφαίες περιοχές όσον αφορά τα ποσοστά θανάτων που οφείλονται στους συγκεκριμένους παράγοντες, ήταν η κεντρική Ευρώπη, η ανατολική Ασία, η βόρεια Αμερική, η νότια Λατινική Αμερική και η δυτική Ευρώπη.

    «Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό του καρκινικού φορτίου παγκοσμίως έχει δυνατότητες πρόληψης μέσω παρεμβάσεων που αποσκοπούν στη μείωση της έκθεσης σε γνωστούς παράγοντες κινδύνου. Ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό του καρκινικού φορτίου μπορεί να μην είναι δυνατόν να αποφευχθεί μέσω του ελέγχου των παραγόντων κινδύνου που εκτιμώνται σήμερα», έγραψαν οι ερευνητές.

    «Έτσι, οι προσπάθειες μείωσης του κινδύνου καρκίνου πρέπει να συνδυάζονται με ολοκληρωμένες στρατηγικές ελέγχου του καρκίνου που περιλαμβάνουν προσπάθειες για την υποστήριξη της έγκαιρης διάγνωσης και της αποτελεσματικής θεραπείας», τόνισαν.

    «Η νέα μελέτη περιγράφει σαφώς τη σημασία της πρωτογενούς πρόληψης του καρκίνου και ο αυξανόμενος αριθμός των καρκίνων που σχετίζονται με την παχυσαρκία απαιτεί σαφώς την προσοχή μας», δήλωσε στο CNN ο Δρ. Γουίλιαμ Νταχούτ, επικεφαλής της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη.

    Σε ένα άλλο άρθρο που δημοσιεύθηκε παράλληλα με τη νέα μελέτη στο «The Lancet», η Δρ. Νταϊάνα Σαρφάτι και ο Τζέισον Γκάρνεϊ του Οργανισμού Ελέγχου του Καρκίνου Te Aho o Te Kahu στη Νέα Ζηλανδία, έγραψαν ότι οι παράγοντες κινδύνου που μπορούν να προληφθούν και σχετίζονται με τον καρκίνο, σχετίζονται με τη φτώχεια.

    «Η φτώχεια επηρεάζει τα περιβάλλοντα στα οποία ζουν οι άνθρωποι και τα περιβάλλοντα αυτά επηρεάζουν τον τρόπο ζωής τους. Η δράση για την πρόληψη του καρκίνου απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες εντός και εκτός του τομέα της υγείας. Η δράση αυτή περιλαμβάνει συγκεκριμένες πολιτικές που επικεντρώνονται στη μείωση της έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου που προκαλούν καρκίνο, όπως η χρήση καπνού και αλκοόλ, και την πρόσβαση σε εμβολιασμούς που προλαμβάνουν τις λοιμώξεις που προκαλούν καρκίνο, συμπεριλαμβανομένης της ηπατίτιδας Β και του HPV», έγραψαν οι συγγραφείς.

    «Η μείωση αυτής της επιβάρυνσης θα βελτιώσει την υγεία και την ευημερία, και θα μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις στον άνθρωπο και την πίεση των δημοσιονομικών πόρων στις υπηρεσίες καρκίνου και στον ευρύτερο τομέα της υγείας», ανέφεραν οι συγγραφείς.

     

    ΠΗΓΗ: CNN

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ