Σταμάτησα και κοίταζα το κοριτσάκι και το αγοράκι.
Δυο ζευγάρια μάτια κοίταζαν τα γλυκά που ήταν στη βιτρίνα του μαγαζιού. Κάτι έλεγαν, μα τα μάτια τους ήταν καρφωμένα στα γλυκά.
Κάποιος τα κέρασε από ένα γλυκό. Τα δυο ζευγάρια μάτια έλαμπαν από χαρά, καθώς τον ευχαριστούσαν και χώρισαν οι δρόμοι τους.
Είδα αγρυπνισμένα, όμορφα, έκπληκτα, αθώα, μάτια ζήτουλα και μάτια ερωτευμένου που αρκετές φορές είναι ίδια.
Είδα εκεί κοντά τον Κέρβερο, την Περσεφόνη και αισθάνθηκα το πλατάγισμα των φτερών του Πήγασου.
Είναι δύσκολο ν’ αντιληφθείς πάνω σου το βλέμμα του Άλλου;
Συγκλονίστηκαν το μυαλό μου και η ψυχή μου. Πνίγηκα μέσα στα μάτια τους. Φαντάστηκα τα παιδιά που ζούνε την κόλαση του πολέμου!
Πόσα παιδιά στερούνται ένα γλυκό; Πόσα παιδιά κρυώνουν, δεν έχουν να φάνε; Πόσες οικογένειες δεν έχουν ν’ αγοράσουν τ’ αναγκαία;
Ζούμε σε μια εποχή που η εικόνα καταργεί την ουσία και τα επικοινωνιακά μέσα ισοπεδώνουν τη σοβαρότητα.
Όσοι μοιράζονται τη μπουκιά της σοβαρότητας δεν υποκύπτουν στα μίση, το φόβο, απλά μένουν νηστικοί.
Οι αιμοβόρες κακίες, οι συκοφαντίες, οι εμπάθειες είναι πταίσματα μπρός στα σκοτωμένα παιδιά.
Μη στέκεστε μακριά από τα παιδιά, μη τα διώχνετε. Μη τους παίρνετε τη μπουκιά της ζωής, τη σταγόνα της δίψας απ’ τα όνειρα.
Μη τα δολοφονείτε!
Γιώργος Μακρίδης