Ο ναός της Απτέρου Νίκης μ’ αρέσει πάρα πολύ» μου λέει ο Νίκος Καραθάνος στο καφέ του Μουσείου Ισλαμικής Τέχνης όπου έχουμε συναντηθεί, χαζεύοντας απέναντι την Ακρόπολη. Η προηγούμενή μας συζήτηση είχε γίνει ακριβώς πριν από έναν χρόνο, με αφορμή την ερμηνεία του στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου που ανέβηκε στη Μικρή Επίδαυρο.
Στο μεσοδιάστημα του χειμώνα που μας πέρασε ο Καραθάνος απείχε από τα θεατρικά δρώμενα και ταξίδευε. Τώρα αποφασίσαμε να στήσουμε το σίκουελ εκείνης της συζήτησης, ενώ βρίσκεται σε στάδιο εντατικών προβών για τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, που ξεκινούν σύντομα περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, με στάση στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου το πρώτο Παρασκευοσάββατο του Αυγούστου. Έχει προηγηθεί η συμμετοχή του στον «Χρύσιππο» του Δημήτρη Δημητριάδη, που είδαμε στην έναρξη του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία Θάνου Σαμαρά.
Από τον Αισχύλο στον Αριστοφάνη με έναν Δημητριάδη στη μέση, οι σκέψεις του είναι κατακλυσμιαίες, η μεταπήδηση από το ένα θέμα συζήτησης στο άλλο εντελώς συνειρμική, οι εικόνες που πλάθει καθώς μιλά βγαίνουν από έναν καμβά και σε πλησιάζουν, άλλοτε χοροπηδώντας πρόσχαρα και άλλοτε απειλητικά, ανάλογα με τη γωνία από την οποία θα τις κοιτάξεις. Ένας λάτρης της ομορφιάς μού μιλά για τη γελοιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Είμαι χαρούμενος όταν μπαίνω σε παρέες και ανθρώπους. Είναι ανεκτίμητο να περνάω στιγμές με τους συναδέλφους, παίζοντας μαζί τους. Τα έργα είναι μια άλλη συνθήκη. Γίνονται. Έχω φτάσει σε ένα σημείο που μπορώ να τα απολαύσω. Συνήθως στις δουλειές πάμε πια και λόγω των έργων αλλά και γιατί κάποιος άλλος είναι εκεί. Κυρίως ο σκηνοθέτης που σε καλεί, αλλά υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι και χαίρεσαι να είσαι μαζί, που συνυπάρχεις, που περνάς μια μικρή ζωή. Είναι μια ωραία αλητεία που πάντοτε μ’ άρεσε και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που μπορώ να την κάνω. Δεν μπορώ να μιλάω για τα έργα όταν πλάθονται. Είμαι μέσα. Αυτά μην τα ρωτάς. Είναι απερίγραπτα πράγματα, βιώνονται.
Εδώ έχουμε έναν Αριστοφάνη. Μια κωμωδία. Αν μπορούμε να γελάσουμε μαζί, μπορούμε και να ζήσουμε μαζί. Είμαι ο Σωκράτης. Το πρόσωπο, όπως και οι ζωές μας, δεν είναι ένας χαρακτήρας. Είναι περισσότερο ένα τοπίο, μία έννοια, είναι ένα κυνήγι και καμιά φορά ένα κυνηγητό, όπου το κάθε πράγμα είναι η χώρα-Σωκράτης, που μέσα σε αυτή θα μπεις και θα ταξιδέψεις, με τα γελοία της και τα ωραία της. (Ψάχνεις) τι δάση έχει, τι λίμνες, πού κολυμπάς, από τι είναι φτιαγμένη, τι σε καλεί. Οποιοσδήποτε Σωκράτης δεν είναι στα βιβλία, δεν είναι μακριά μας, δεν είναι κάτι πεθαμένο, ψάχνεις να βρεις τα ζωντανά του απομεινάρια σήμερα. Μπορεί να τα βρεις σε ένα παιδί, σε μια κίνηση, σε μια ιδέα, μπορεί μέσα σου, σε ένα κομμάτι, και λες «να το, αυτό είναι». Αχ, αυτοί που έχουν συναντήσει τέτοιο πράγμα, σωκρατικό – είναι αυτή η λάμψη της εφηβείας ίσως, του μυαλού, που τα καταλαβαίνει όλα, δεν τα κάνει τίποτα, που τα φαντάζεται όλα να φωτοβολούν. Να ψάχνεις να βρεις τον χτύπο της καρδιάς σου, τι είναι ο έρωτας, τι είναι το σώμα, η σάρκα, η αρετή. Σε τι πιστεύεις, σε τι θέλεις να πιστέψεις, όχι σε τι σου είπαν να πιστέψεις, (τότε) που θέλεις να φέρεις τον κόσμο τούμπα.
Ο Στρεψιάδης είναι ένας άνθρωπος χρεοκοπημένος που βρίσκεται σε ανάγκη. Είναι τόσο σημερινό όλο αυτό. Έχουν ένα καταπληκτικό φινάλε οι «Νεφέλες». Τον θεωρώ τον καλύτερο σεναριογράφο τον Αριστοφάνη. Είναι ζωντανός. Ξέρεις, με τους ανθρώπους, μεγαλώνοντας, με τους δικούς μας ή και στο θέατρο, νιώθεις πιο καλά να συνεννοείσαι με μουγκρητά παρά με λέξεις. Εκφράζεσαι καλύτερα και λες πολλά έτσι. Μεταμορφώνεσαι. Δεν είναι κωμωδία αυτό; Έτσι εισχωρεί μέσα μας καλύτερα το ρούχο των λέξεων. Οι αριστοφανικές κωμωδίες είναι ένα παλλόμενο σύμπαν. Πηγαίνουν ανοδικά, ενώ εμείς, όταν τις διαβάζουμε γραμμικά, τις μειώνουμε και τις σνομπάρουμε. Για να μπορέσουμε να τις ισοφαρίσουμε με μια τραγωδία, πρέπει λίγο να τις δούμε σαν ανάγκη μεγάλη. Να βγεις και να φωνάξεις και να βρεις μια ουτοπία και να γελάσεις και να φτιάξεις λέξεις και να τις ξεχάσεις και να τις ξαναπείς και να τα μπουρδουκλώσεις και να τις φας και να σε δείρουν και να σε γαμήσουν και να τους γαμήσεις και να συναντήσεις μυθικά πλάσματα στον διάβα σου και να καταφέρεις κάτι απίθανο. Να σταθείς μπροστά στη μιζέρια σου ηρωικά. Τι κάνουμε εδώ όλοι εμείς μαζί; Οι αρχαίοι δεν είχαν την έννοια της μοναξιάς, είχαν ενωτικές κοινωνίες, ζούσαν προς χάρη της πόλης και δρούσαν έτσι.
Ο άνθρωπος είναι ένα προσωρινό, ένα πεπερασμένο πλάσμα. Ταυτόχρονα είναι όμως ένα μπαλκόνι στο πριν και στο μετά. Είσαι χιλιάδες πράγματα και υπάρχουν αστραπές στη ζωή σου και το νιώθεις αυτό, ότι δεν χωράς στο 1,70 που είσαι, σε αυτά που σκέφτεσαι. Τότε σκέφτεσαι λίγο παραπέρα, νιώθεις γίγαντας και λες «δεν μπορώ να κουνηθώ, να περάσω από την πόρτα», νιώθεις τα συναισθήματα μέσα σου να έρχονται σαν ποτάμι και να σε συνθλίβουν. Χιλιάδες παρομοιώσεις. Νιώθεις ζώο, νιώθεις ελέφαντας, νιώθεις τίποτα. Μεταμορφώνεσαι συνέχεια, κάθε μέρα και λες «τι πραγματικά είμαι;». Ο Σωκράτης καμιά φορά μπορεί να σου πει «δες τι πραγματικά είναι το έξω, δες τι πραγματικά είναι ο άλλος».
Παλιά, στο σχολείο μας λέγανε, όταν τελειώναμε, «καλή σταδιοδρομία», δηλαδή τρέξε γύρω στο στάδιο, με έναν τρόπο (που εννοούσαν) «γεια σου, φύγε τώρα, τρέξε, κάποια στιγμή θα τερματίσεις». Εκεί τελειώνεις και θα γυρίσεις να πεις «το ‘κανα». Ενδιάμεσα θα δεις πώς έτρεξες, πώς ήσουν, πώς τον περπάτησες αυτό τον κόσμο τελικά. Αυτό κάπως είναι το θέμα αυτής της λέξης, της αρετής. Το πώς βαδίζεις, πώς περπατάς, αν σου δίνει μεγάλη ικανοποίηση και οδηγό και κανόνα. Η αρετή είναι κάτι λίγο χαμένο και σ’ εμάς, ως ανθρώπους, και στο θέατρο, ως λειτουργία. Είναι ωραίο να αναπτύσσεται αυτή η έννοια μεταξύ ανθρώπων. Έχει να κάνει με τις χειρονομίες μας, με τον τρόπο που μιλάμε, που κοιτάζουμε και σκεφτόμαστε. Έχει να κάνει με ένα ήθος μέσα μας που δεν είναι η ηθική. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Ίσως η μυρωδιά τού πώς στέκεσαι. Έχει να κάνει με το πού χαρίζεις το σώμα σου και πότε και πώς, πού χαρίζεις τη σκέψη σου, για ποιον μαγειρεύεις. Όλο αυτό το «παίρνω και δίνω».
Τα Σάββατα είχαμε κοτόπουλο στον φούρνο, που το τρώγαμε πολύ σπάνια, και ήταν ένα ευτυχισμένο φαΐ, γιατί ήταν πολύ και το έβαζαν στο τραπέζι και περιμέναμε όλη η οικογένεια να το φάμε μαζί με σαλάτα, χόρτα. Ερχότανε μια στιγμή που πηγαίναμε να φάμε και έπαιρνε ο πατέρας μου το πιάτο και το έσπαγε, γιατί δεν είχε αλάτι. Και έκλαιγες πάνω από το πιάτο, να αλατιστεί το φαΐ, και δεν το έτρωγες, και το κοτόπουλο ήθελε να φύγει και να πετάξει. Την οικογένεια, στα σύγχρονα έργα, θέλουμε να την κανιβαλίσουμε. Να φάμε ο ένας τον άλλο, να μιλήσουμε και φυσικά να τη μυθοποιήσουμε. «Η μάνα μου είναι ο Δράκοντας». Είναι ωραίο αυτό. Έτσι τους μεταβολίζουμε τους γονείς μας, σαν μύθους, έτσι τους έχουμε μέσα μας, καλούς, κακούς, σαν πληγές και σαν άθλους που κάποια στιγμή τους βάλαμε κάτω. Ποιος κουτούπωσε ποιον δεν ξέρω τελικά. Κάπου τους κουβαλάς στην πλάτη, τους αχθοφορείς. Σαν Ηρακλής πας στη ζωή σου, μαζί με τους γονείς σου, συνέχεια δοκιμάζοντας τον εαυτό σου, σε όλα τα επεισόδια των μύθων. Νομίζεις ότι γλίτωσες. Δεν γλιτώνεις ποτέ. Και περιμένεις τη στιγμή που το τέλος και ο θάνατος των δικών σου ανθρώπων θα είναι η πιο ιδιωτική στιγμή σου και ίσως από τις πιο ωραίες. Κανείς δεν μπορεί να σου πει πώς να νιώσεις. Ενώ σε όλα τα άλλα είμαστε ρευστοί και επηρεαζόμαστε και θέλουμε να μοιάσουμε και λίγο γέρνει ο ένας στον άλλον.
Βγαίνοντας στην Εθνική, μικρός, έλεγες «πάω στο Καρπενήσι» και σου φαινόταν σαν να πηγαίνεις στο Αφγανιστάν. Ειδικά στο ΚΤΕΛ ήταν τεράστια η απόσταση. Όσο μεγαλώνεις, ξαναβγαίνεις στην Εθνική και λες «πάλι ίδια είναι», σαν να μην έχει διέξοδο από πουθενά. Ακόμα και η γη σου φαίνεται μικρή. Αυτό σε κάνει να είναι μακρύς, μακρουλός, απλώνεσαι, ανήκεις σε όλα τα 300 χιλιόμετρα μέχρι εκεί, ενώ παλιά ανακάλυπτες την επόμενη στάση, το (επόμενο) περίπτερο. Γίνεσαι πλατύς, μεγάλος, πελώριος και σε νοιάζουν τα πιο ψιλά. Αποκτάς μια άλλη σχέση με τα μέρη και καταλαβαίνεις ότι ένα νόημα και ένας σκοπός είναι μια πρόοδος. Στεναχωριέσαι όταν περνάς επαρχιακές πόλεις. Λες «για τ’ όνομα του Θεού, κάντε κάτι». Κάποιος να κάνει κάτι.
Τον χειμώνα που πέρασε ταξίδευα. Έκανα ένα μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική. Στην «Οπερέττα» είδα έναν άνθρωπο που είχα να δω 30 χρόνια. Ανακάλυψα ότι ήταν συν-στρατιώτης μου από τη Μυτιλήνη. Μου λέει «τι γίνεται ρε φίλε, τι είναι αυτά που κάνεις;». «Πού ‘σαι ρε Στράτο;». «Δεν ζω εδώ, ζω στην Παταγονία εδώ και 11 χρόνια». «Θα ‘ρθω να σε βρω». Ε, πήγα, τον βρήκα. Είχα και ένα residency από το Ίδρυμα Ωνάση κι έτσι βρέθηκα στη Βραζιλία, την Αργεντινή και τη Χιλή. Ήταν απίστευτα ενδιαφέρον ταξίδι. Ταξίδεψα μέσα, έξω, δώθε, ξαναπήγα στο Ρίο, γνώρισα πάρα πολλούς ανθρώπους και γύρισα έκθαμβος από αυτούς. Πήρα μια τέτοια δόση ανθρώπων, πώς ζούνε, τι κάνουνε, μια θάλασσα ανθρώπινων ζωών. Γνώρισα την ανισότητα, την ανάγκη, τον πόλεμο να κρυφτούν. Οι άνθρωποι (εκεί) δυσκολεύονται να ζήσουν και να επιβιώσουν μαζί, σαν κοινωνία. Οι ανισότητες χαράζουν τη ζωή τους από τότε που είναι μικροί και δεν μπορούν να περάσουν στην άλλη πλευρά. Συνήθως πάμε και βλέπουμε μνημεία. Εγώ είδα χιλιάδες ανθρώπους να τριγυρνούν και να προσπαθούν, από πυροβολισμούς, από το πού θα μείνουν το βράδυ, πώς θα τα καταφέρουν, οι πιο πλούσιοι πώς θα σπαταλήσουν τα χρήματά τους, και ανάμεσα το θέμα της ασφάλειας. Νιώθεις μια δύναμη του χρήματος θεοποιημένη. Η μεταφορά των χρημάτων στο Ρίο, όπου πέτυχα μία, ήταν σαν περνά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με δεκάδες μηχανάκια ντελίβερι για κάλυψη τριγύρω. Διέκοπταν με τεράστιο θράσος, σχεδόν προκλητικό, σε κάθε δρόμο την κίνηση για να περάσουν. Και η θρησκεία σε αυτές τις χώρες παίζει τεράστιο ρόλο. Πληρώνουν 10% του μισθού τους για να πάρουν συγχωρόχαρτο και να έχουν καλύτερη μεταχείριση μετά.
Πάντα βίωνα ότι μέσα στη λύπη μου την εκλογική ίσως υπάρχει μια πατρίδα, κάπου αναμεσά μας, άλλη, ρε παιδί μου, που έχει έναν πληθυσμό μετρήσιμο, με κάποιους που έχουν την ίδια γνώμη. Ότι αυτοί που ψήφισαν έτσι δεν είναι τόσο βλάκες όλοι, ότι κάπου αυτό το σύστημα θα έπρεπε να καεί και να γίνει στάχτες και να γεννηθεί κάτι καινούργιο, ότι κάποιες άλλες κάλπες στήνονται δίπλα, αόρατες, όπου ζούμε και λογαριαζόμαστε μαζί. Κι έχουμε κάποιους που μας ληστέψανε το κράτος και κάθονται εκεί. Είναι τόσο χαμηλό το επίπεδο αυτών των ανθρώπων και της ευφυΐας τους και κλείνονται τυφλωμένοι με τα δικά τους και γίνονται άνθρωποι ανούσιοι. Να σου λένε να γίνεις υπουργός και να ντρέπεσαι. Είναι πολύ κατώτεροι οι αντιπρόσωποί μας. Σχεδόν δεν θες να τους δεις στον δρόμο. Σιχαίνομαι τόσο πολύ τους πολιτικούς, όταν μιλάνε για τη ζωή και τη φύση σαν να την αγοράσανε και να την έχουν δικιά τους.
Πριν κοιμηθώ, ταξιδεύω για να ηρεμήσω ή φτιάχνω σπίτια όπως θα τα ήθελα για να ζήσω για λίγο, συνήθως με μια θαλπωρή. Ή σκέφτομαι ότι έχω παιδιά πολλά και τα φιλάω πριν πάω για ύπνο. Το πρωί είναι η αυγή μιας μέρας, ένα μεσοστάδιο, σχεδόν μια εικόνα από εκείνες τις όμορφες, τις βυζαντινές. Κάτι περιμένεις ότι θα είναι αλλιώς, κάτι καινούριο.
Είναι πολύ ωραίο να είναι γελοίοι οι άνθρωποι. Αποκτά ο άνθρωπος παρατσούκλι από τις ενέργειές του, γίνεται θέατρο η ίδια η ζωή. Πώς θα κινηθεί, πώς θα στρίψει στη γωνία, πώς θα περπατήσει, α, έρχεται. Αυτό είναι το μεσημέρι της ζωής σου. Αποκτά νόημα ότι πήγες και αγόρασες ψωμί γιατί ήταν αυτός εκεί και γελάσατε για λίγο μαζί. Ευτυχία. Ο κόσμος είναι τόσο απλός, τόσο φανερός, τόσο διαβαστερός και το καταλαβαίνεις τόσο αργά. Ακόμα και η θλίψη και ο πόνος και τα μούτρα σ’ το γράφουνε το σημάδι. Έλα να πιάσουμε κανένα μάγουλο να το ισιώσουμε.