Αν περπατάς στο κέντρο της πόλης προσπαθώντας να κάνεις τις δουλειές σου, για να αγοράσεις κάτι ή έστω γιατί θέλεις απλώς να κάνεις μία βόλτα, δύσκολα θα βρεις παγκάκι να κάτσεις ή χώρους να πάρεις μία ανάσα κάτω από μια σκιά τώρα το καλοκαίρι ή ένα στέγαστρο τον χειμώνα.
Κι αν θέλεις να κάνεις ένα μίνι διάλλειμα, να φας το κολατσιό σου ή να διαβάσεις κάτι μέχρι να ξαναμπείς στο τρέξιμο του βιοπορισμού, απλώς δεν έχεις καμία δυνατότητα.
Προφανώς υπάρχουν και κάποια πάρκα, έστω και με μία αίσθηση υποβάθμισης ή και ωραίες καφετέριες, δεν λέμε. Αλλά, δεν υπάρχει δημόσιος χώρος που να επιτρέπει να μετέχεις στη ζωή της πόλης χωρίς να νιώθεις ότι είσαι στην άκρη, ή χωρίς να χρειάζεται να πληρώσεις.
Κι αυτό είναι περισσότερο μία συνολική αίσθηση. Περπατάς και νιώθεις ότι απειλείσαι από την κυκλοφοριακή κίνηση, ότι πρέπει να είσαι σε εγρήγορση, ότι πρέπει να τελειώσεις γρήγορα με τις διευθετήσεις και να γυρίσεις σπίτι σου, ότι δεν σε καλοδέχεται η πόλη σου.
Έτσι είναι πολλές ελληνικές πόλεις. Σε ένα μετέωρο ανάμεσα στην ανάγκη έργων αλλά και σε διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες στις οποίες πρέπει να προσθέσουμε πια και τα δεδομένα που δημιούργησε η πανδημία και ο εγκλεισμός.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ