Παρασκευή 22.11.2024
More

    Δύο χημικές ουσίες του εγκεφάλου επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά

    Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Virginia Tech στις ΗΠΑ ανακάλυψαν πώς δύο χημικές ουσίες του εγκεφάλου, η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνικών μας συμπεριφορών. Αυτό το εύρημα προέκυψε από μια πρωτότυπη μελέτη η οποία παρείχε μια σπάνια ματιά στην εσωτερική λειτουργία του εγκεφάλου.

    Η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο ενώ ήταν ξύπνιοι, εστίασε στη μέλαινα ουσία του εγκεφάλου, μια κρίσιμη περιοχή που σχετίζεται με τον κινητικό έλεγχο και την επεξεργασία της ανταμοιβής.

    Με επικεφαλής τον υπολογιστικό νευροεπιστήμονα του Virginia Tech, Ριντ Μόνταγκιου, η διεθνής ερευνητική ομάδα αποκάλυψε έναν άγνωστο νευροχημικό μηχανισμό πίσω από την τάση να λαμβάνουμε αποφάσεις με βάση το κοινωνικό πλαίσιο. Οι ασθενείς συμμετείχαν σε ένα παιχνίδι λήψης αποφάσεων όπου έπρεπε να επιλέξουν αν θα δεχτούν ή θα απορρίψουν 20 δολάρια.

    «Μπορείτε να πείτε στους ανθρώπους τι να κάνουν σε αυτού του είδους τα παιχνίδια, ότι δηλαδή θα πρέπει να δεχτούν ακόμη και μικρές ανταμοιβές», εξήγησε ο Μόνταγκιου.

    «Όταν οι άνθρωποι ξέρουν ότι ο αντίπαλός τους είναι ένας υπολογιστής, παίζουν τέλεια, όπως και οι μαθηματικοί οικονομολόγοι κάνουν αυτό που πρέπει. Αλλά όταν ο αντίπαλος τους είναι άνθρωπος, συχνά τιμωρούν τη μικρότερη προσφορά απορρίπτοντάς την».

    Αυτή η συμπεριφορά, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, επηρεάζεται από την αλληλεπίδραση της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ντοπαμίνη φαίνεται να παρακολουθεί εάν μια προσφορά είναι καλύτερη ή χειρότερη από τις προηγούμενες, λειτουργώντας ως ένα είδος συστήματος συνεχούς αξιολόγησης. Η σεροτονίνη, από την άλλη, φαίνεται να εκτιμά την αξία κάθε προσφοράς ανεξάρτητα. Αυτή η δυναμική αλληλεπίδραση, η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη σε θέματα δικαιοσύνης, υποδηλώνει ότι αυτές οι χημικές ουσίες βοηθούν τον εγκέφαλό μας να εκτιμήσει τις κοινωνικές καταστάσεις.

    Η μελέτη ρίχνει φως στην αλληλεπίδραση της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης ενώ παράλληλα ανοίγει το δρόμο για την κατανόηση και τη θεραπεία της νόσου του Πάρκινσον. Στην εν λόγω πάθηση, η απώλεια νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη επηρεάζει περιοχές του εγκεφάλου όπως το ραβδωτό σώμα, οδηγώντας σε κινητικά και γνωστικά συμπτώματα. Η έρευνα προτείνει ότι καθώς μειώνεται η ντοπαμίνη, η δραστηριότητα της σεροτονίνης αλλάζει, υπονοώντας έναν αντισταθμιστικό μηχανισμό που θα μπορούσε να στοχευτεί με νέες θεραπείες.

    «Τα ακατέργαστα δεδομένα που συλλέγουμε από ασθενείς δεν αφορούν συγκεκριμένα την ντοπαμίνη, τη σεροτονίνη ή τη νορεπινεφρίνη – είναι ένα μείγμα αυτών», σημειώνει ο συν-συγγραφέας της μελέτης Κεν Κισίντα, αναπληρωτής καθηγητής μεταφραστικής νευροεπιστήμης και νευροχειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Wake Forest.

    «Χρησιμοποιούμε εργαλεία μηχανικής μάθησης για να επεξεργαστούμε τα ακατέργαστα δεδομένα, να κατανοήσουμε την υπογραφή και να αποκωδικοποιήσουμε τι συμβαίνει με την ντοπαμίνη και τη σεροτονίνη», πρόσθεσε.

    Αυτή η σημαντική ανακάλυψη σηματοδοτεί μια σημαντική πρόοδο στη νευροεπιστήμη, προσφέροντας μια πιο λεπτομερή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Οι επιπτώσεις αυτής της έρευνας εκτείνονται πέρα από τη νόσο του Πάρκινσον, με πιθανές εφαρμογές στην ψυχιατρική και την ευρύτερη κατανόηση των διαταραχών του εγκεφάλου.

    «Υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων στον κόσμο που υποφέρουν από ποικίλες ψυχιατρικές παθήσεις και, σε πολλές περιπτώσεις, τα φάρμακα δεν λειτουργούν πολύ καλά», εξήγησε ο Μάικλ Φρίντλαντερ, εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Βιοϊατρικής Έρευνας του πανεπιστημίου.

    «Η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και άλλοι νευροδιαβιβαστές εμπλέκονται κατά κάποιο τρόπο σε αυτές τις διαταραχές. Αυτή η προσπάθεια προσθέτει πραγματική ακρίβεια και ποσοτικοποίηση για την κατανόηση αυτών των προβλημάτων. Το μόνο πράγμα για το οποίο πιστεύω ότι μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι αυτή η μελέτη θα είναι εξαιρετικά σημαντική στο μέλλον για την ανάπτυξη νέων θεραπειών», δήλωσε.

    Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Human Behaviour».

     

     

    ΠΗΓΗ: Studyfinds

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ