Σάββατο 07.12.2024
More

    Πώς η θλίψη βλάπτει το σώμα και το μυαλό μας

    Η θλίψη, το πένθος, η βαριά στεναχώρια, μπορούν να βλάψουν τόσο το σώμα όσο και και το μυαλό, επιβεβαιώνουν τελευταίες επιστημονικές έρευνες.

    Η θλίψη μπορεί να έχει επιπτώσεις που υπερβαίνουν τη συναισθηματική επιβάρυνση ενός ανθρώπου. Ο πόνος της απώλειας και οι δυσάρεστες καταστάσεις μπορούν να έχουν δραματική επίδραση στη ζωή μας, όχι μόνο σε συναισθηματικό επίπεδο αλλά και στο σώμα μας. Και δυστυχώς η ζωή πέρα από πολλές χαρές φέρνει και πολλές λύπες και το πώς στεκόμαστε στις λύπες, πώς βγαίνουμε από αυτές, έχει μεγάλη σημασία.

    Η πραγματικότητα είναι ότι ο ανθρώπινος οργανισμός, στην πολυπλοκότητά του μπορεί να υποστεί πολλές επιπτώσεις από τον πόνο που φέρνει η στεναχώρια.

    Σε αυτές τις περιόδους που αναπόφευκτα όλοι μας έχουμε βρεθεί, βρισκόμαστε ή θα βρεθούμε, η γνώση, η επίγνωση, η επιστημονική προσέγγιση είναι βοηθοί για να ξεπεραστούν όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνα, οι δύσκολες αυτές στιγμές.

    Η επιστήμη, στην εξέλιξή της, φωτίζει καθημερινά τις αθέατες όψεις γύρω από το πώς σχετίζεται η ψυχική με τη σωματική υγεία, η διάθεσή μας και πώς αυτή αντανακλάται στο σώμα μας. Υπάρχουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία που συνδέουν τη θλίψη με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παθήσεων, από καρδιακές παθήσεις και καρκίνο μέχρι προβλήματα μνήμης, πεπτικά προβλήματα και αυτοάνοσα νοσήματα όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

    «Η “ραγισμένη καρδιά” ραγίζει όντως την καρδιά»

    Μόλις αυτό το μήνα, ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γονείς που θρηνούν διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, όπου η καρδιά χτυπά ακανόνιστα, αυξάνοντας τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου. Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Καρολίνσκα στη Σουηδία, οι οποίοι εξέτασαν στοιχεία από τους γονείς περισσότερων από 800.000 παιδιά που γεννήθηκαν μεταξύ 1973 και 2016, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι πενθούντες γονείς «μπορεί να επωφεληθούν από την αυξημένη υποστήριξη από τα μέλη της οικογένειας και τους επαγγελματίες υγείας».

    «Η “ραγισμένη καρδιά” ραγίζει όντως την καρδιά», είναι το απλό συμπέρασμα του καθηγητή Ντάνγκ Γουέι, επιδημιολόγου στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα.

    «Διαπιστώσαμε ότι τα άτομα που έχασαν ένα στενό μέλος της οικογένειας (π.χ. παιδί, σύντροφο, γονέα, αδελφό) είχαν υψηλότερο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής, καρδιακής νόσου, εμφράγματος του μυοκαρδίου (καρδιακή προσβολή), εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιακής ανεπάρκειας από εκείνους που δεν είχαν χάσει στενό μέλος της οικογένειας», δήλωσε ο καθηγητής στο Good Health.

    Ακολουθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Network Open, πέρυσι, η οποία διαπίστωνε ότι η απώλεια ενός γονέα, κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής, αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου.

    Η μελέτη, η οποία βασίστηκε σε ένα εκατομμύριο άτομα στη Σουηδία και τη Δανία, διαπίστωσε ότι το πένθος θέτει τους ανθρώπους σε 41% αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου – ο κίνδυνος ήταν υψηλότερος τους πρώτους τρεις μήνες μετά την απώλεια – και 30% αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.

    Οι επιστήμονες διαπίστωσαν τη συσχέτιση αυτή ανεξάρτητα από την αιτία του θανάτου του γονέα. Δηλαδή δεν σχετίζονταν με κάποια γενετική σύνδεση με τα καρδιακά προβλήματα του γονέα που προκαλούσε το καρδιακό πρόβλημα του απογόνου για παράδειγμα.

    Το στρες και η θλίψη

    Η εξήγηση για τη σχέση αυτή είναι ότι η θλίψη «μπορεί να εκδηλωθεί ως στρες στο σώμα, στα συστήματα οργάνων και στο ανοσοποιητικό σύστημα», λέει ο Στίβεν Άλντερ, σύμβουλος νευρολόγος στο Re:Cognition Health, μια ιδιωτική κλινική στο Λονδίνο, ο οποίος ερευνά τις επιπτώσεις του συναισθηματικού τραύματος στον εγκέφαλο.

    «Αυτό ίσως εξηγεί γιατί οι άνθρωποι αρρωσταίνουν κατά την περίοδο του πένθους», προσθέτει.

    «Τα έντονα και επώδυνα συναισθήματα που εξαπολύονται από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου – ενδεχομένως σε συνδυασμό με την έλλειψη ύπνου και υγιούς ρουτίνας – ερμηνεύονται από τον εγκέφαλο ως στρεσογόνος κατάσταση, προκαλώντας την απελευθέρωση των ορμονών του στρες- της κορτιζόλης και τηςαδρεναλίνης, πυροδοτώντας την αντίδραση της “μάχης ή της φυγής” στον οργανισμό»

    Ενώ αυτή η αντίδραση του οργανισμού έχει σχεδιαστεί για να μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από άμεσο κίνδυνο, μια χρόνια κατάσταση στρες μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή που, με τη σειρά της, μπορεί να βλάψει το ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτό μας κάνει πιο ευάλωτους σε επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις, καθώς και σε αυτοάνοσες καταστάσεις, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα εξαπολύει επίθεση στο σώμα, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται συνέπειες όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

    Ο αντίκτυπος της κορτιζόλης είναι ευρύς: «Μπορεί να διαταράξει τη φυσιολογική λειτουργία κάθε συστήματος στο σώμα, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης του σακχάρου στο αίμα, της μεταβολικής λειτουργίας και της μνήμης», λέει ο Άλντερ. «Αυτό συμβαίνει επειδή η κορτιζόλη καταστέλλει μη επείγουσες λειτουργίες, όπως η πέψη».

    Εν τω μεταξύ, η απελευθέρωση της αδρεναλίνης ωθεί το σώμα να αυξήσει τον καρδιακό και αναπνευστικό ρυθμό. Τα κύματα αδρεναλίνης πιστεύεται ότι προκαλούν καρδιακή βλάβη και θα μπορούσαν να συνδεθούν με το λεγόμενο σύνδρομο σπασμένης καρδιάς (ή καρδιομυοπάθεια takotsubo), όπου παρατηρείται ξαφνική αποδυνάμωση του μυός στην αριστερή κοιλία της καρδιάς, τον κύριο θάλαμο άντλησης. Επειδή η αριστερή κοιλία αδυνατεί να συσπαστεί, ο πυθμένας της κοιλίας διογκώνεται προς τα έξω.

    Συχνά εμφανίζεται μετά από τη θλίψη και περίπου το 90% των ασθενών είναι γυναίκες ηλικίας 50 ετών και άνω, ενώ μία στις 20 αποβιώνει. Στους επιζώντες, το σχήμα και η αντλητική ικανότητα της καρδιάς συνήθως επανέρχονται στο φυσιολογικό εντός τριών μηνών, αλλά πολλοί υποφέρουν από μακροχρόνια προβλήματα όπως πόνος, αίσθημα παλμών και δύσπνοια.

    Οι τρεις πρώτοι μήνες θλίψης οι πιο κρίσιμοι

    Η μεγαλύτερη περίοδος κινδύνου για την εμφάνιση ενός προβλήματος υγείας που σχετίζεται με τη θλίψη έρχεται κατά τους τρεις πρώτους μήνες μετά την απώλεια, ιδίως του συζύγου, λέει ο Άντλερ.

    Τον Μάιο του 2016, όταν η Λίντα Άιτσισον έχασε τον επί 16 χρόνια σύντροφό της και πατέρα των 13χρονων τότε δίδυμων κοριτσιών τους, η υγεία της πήρε ραγδαία τροπή προς το χειρότερο. Ο σύζυγος, Νιλ, δημοσιογράφος του BBC, ήταν μόλις 44 ετών όταν πέθανε από κακοήθες μελάνωμα.

    Μέσα σε μια εβδομάδα, η Λίντα, ταραγμένη από τη θλίψη, υπέφερε από πόνους. Δύο εβδομάδες μετά το θάνατό του, διαγνώστηκε με διαβήτη τύπου 2 και στη συνέχεια με κοκκύτη. Ανέπτυξε επίσης πνευμονία και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια της νύχτας με ακανόνιστους καρδιακούς παλμούς.

    «Τώρα ξέρω ότι η θλίψη μου το έκανε αυτό», λέει. «Θυμάμαι να νιώθω το σπαραγμό της θλίψης σαν να ήταν κάτι σωματικό», θυμάται η Λίντα, 54 ετών, συγγραφέας από το Γουλβερχάμπτον.

    «Δεν κοιμόμουν. Δεν έτρωγα υγιεινά. Ανέπτυξα τρομερό κοκκύτη – δύο φορές μέσα σε ένα μήνα. Αυτό μετατράπηκε σε πνευμονία και δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Ένιωθα όλο μου το σώμα να καταρρέει».

    Οι γιατροί διέγνωσαν επίσης ακανόνιστους καρδιακούς παλμούς, οι οποίοι τελικά ευτυχώς υποχώρησαν από μόνοι τους.

    Στη συνέχεια, το 2017, η τραγωδία χτύπησε ξανά, όταν ο καλύτερος φίλος της Λίντα πέθανε πολύ ξαφνικά από καρκίνο του πνεύμονα.

    Και πάλι, η σωματική υγεία της Λίντα υπέφερε. Η αρτηριακή της πίεση εκτοξεύτηκε στα ύψη, κολλούσε κάθε μικρόβιο που κυκλοφορούσε και πήρε βάρος. «Έδειχνα και ένιωθα απαίσια», λέει.

    Η σωματική άσκηση – «Φάρμακο» ενάντια στη θλίψη

    Ενώ ορισμένοι άνθρωποι επωφελούνται από τη συμβουλευτική για το πένθος, ένα άλλο, ίσως πιο εκπληκτικό εργαλείο για την αντιμετώπιση του πένθους είναι η άσκηση. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο BMC Public Health τον Ιανουάριο, στην οποία συμμετείχαν άτομα που είχαν βιώσει το θάνατο ενός γονέα σε ηλικία μεταξύ δέκα και 24 ετών, διαπίστωσε ότι η σωματική δραστηριότητα βοήθησε «στην ανακούφιση απ΄οτις επιτπώσεις της θλίψης και στη δημιουργία ανθεκτικότητας».

    «Ο κόσμος πιστεύει ότι η θλίψη είναι μόνο συναισθηματικό πράγμα, αλλά πιστεύω ότι είμαστε ένα σύνολο – το σώμα, το μυαλό και η καρδιά μας – και η θλίψη μπορεί πραγματικά να επιβαρύνει το σώμα μας», είπε η Λίντα.

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ