Ο μεγαλύτερος γλύπτης του 20ου αι. ήταν γέννημα-θρέμμα ενός αρχαϊκού κόσμου. Μέγας γητευτής των γυναικών, αλλά και της πέτρας, έδωσε στην τέχνη του πνευματικό χαρακτήρα. Γράφει ο Γιώργος Κωνσταντινίδης.
«Τίποτα δεν φυτρώνει στη σκιά των μεγάλων δέντρων». Με το σχόλιο αυτό, το νεαρό αγόρι εγκαταλείπει το ατελιέ του Ροντέν, στο οποίο είχε γίνει δεκτό μόλις πριν από ένα μήνα. Το παράξενο είναι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ιδιοσυγκρασία του δασκάλου, ότι δεν του το κράτησε μανιάτικο… Αντίθετα, το υποστήριξε και το συμβούλεψε.
O Constantin Brancusi (1876-1957), γιατί περί αυτού του νεαρού πρόκειται, γεννιέται σ’ ένα χωριουδάκι στις υπώρειες των Καρπαθίων, στη Ρουμανία. Βοσκός από τα 7 του χρόνια, μετά βαρελάς, αγγειοπλάστης, βαφέας. Δραπέτευσε απ’ τους φτωχούς γονείς του και διέτρεξε την Ευρώπη με τα πόδια, σπούδασε, ώσπου να φτάσει στο Παρίσι το 1904 και να εγκατασταθεί στο Μονπαρνάς. Δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ, παρά μόνο για κάποιες σύντομες επισκέψεις στις ΗΠΑ, την Αίγυπτο, την Ινδία… Ένα ταξίδι στη Mitteleuropa που θα απαθανατίσει ο Πίτερ Γκριναγουέι στο «Walking to Paris» του 2017.
Ως το τέλος της ζωής του, ντυνόταν με τον τρόπο των Ρουμάνων χωρικών, σέρβιρε στους φίλους του –τον Ερίκ Σατί, τον Λεζέ, τον Ματίς, τον τελωνοφύλακα Ρουσό, τον Αμαντέο Μοντιλιάνι…- την παραδοσιακή κουζίνα της γενέθλιας γης και του άρεσε να τονθορύζει φολκλορικά τραγούδια.
Οι γυναίκες είχαν σημαντική θέση στη ζωή του. Μέγας γητευτής με μαύρο βλέμμα, έντονο και διεισδυτικό, μικρόσωμος και ασθενικός, αλλά και ακαταμάχητης φυσικής παρουσίας. Κι ήξερε να παίζει το χαρτί του εξωτισμού, να εκμεταλλεύεται την παράξενη ατμόσφαιρα του ατελιέ του, την εικόνα του περιθωριακού.
Τις κυρίες αυτές τις συναντάμε διάσπαρτες, έχοντας αποτυπωμένο το μυστήριό τους μέσα στον μπρούντζο και την πέτρα ή εμπνέοντας κάποια γκουάς σε απαλά χρώματα, ενθυμήσεις αγνώστων επισκεπτριών που φωτογράφιζε επίσης. Και, μεταξύ όλων αυτών, η «Πριγκίπισσα Χ», η οποία αναφέρεται στη σχέση του με τη Μαρία Βοναπάρτη, σχέση για την οποία δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα, πέραν του ότι ήταν σύντομη, μυστική και τραυματική.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ελλειπτική μορφή των πουλιών του υιοθετήθηκε για να δώσει το αεροδυναμικό τους σχήμα στους πυραύλους.
Γέννημα-θρέμμα ενός αρχαϊκού κόσμου, για τον οποίο η μαγεία κανοναρχεί τη ζωή, όπως και η πολυχιλιετής παράδοση του σκαλίσματος του ξύλου, ο Μπρανκούζι έχει το χάρισμα να κάνει το υλικό του «να ομολογεί την κοσμική ουσία της ύλης».
Είναι ο κοινωνός των μεγάλων μύθων της φύσης, της Μητέρας-Γης, εκείνους που ψιθυρίζουν τις νύχτες του χειμώνα ως τα χαράματα, εκείνους που η φαντασία του θα αφηγηθεί και πάλι. Νιώθει την παρουσία του θέματος του γλυπτού μέσα από το υλικό του: προϋπάρχει και οφείλει να την αποκαλύψει. Είναι η αίσθηση ότι μια ψυχή κρύβεται μέσα στην πέτρα. Περιέργως, κι ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν της αυτής αντίληψης.
Για τον Μπρανκούζι, το χέρι στοχάζεται και ακολουθεί την πραγματικότητα που είναι κρυμμένη στην ύλη. Ξέρει ότι η εξωτερική όψη μιας φυσικής οντότητας είναι η «πραγματικότητά» της, αλλά ότι η εγγενής φύση της είναι η «αλήθεια» της. «Είναι αδύνατο για κάποιον να εκφράσει το πραγματικό μιμούμενος την επιφάνεια των πραγμάτων», έχει πει.
Ως συνέπεια, απαρνείται τις στατικές συνθέσεις και στρέφεται στην έλλειψη, την καμπύλη, τα οβάλ σχήματα, την παραβολή. Κάνοντάς το, τους χαρίζει ένα δυναμισμό αντάξιο της εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι η ελλειπτική μορφή των πουλιών του υιοθετήθηκε για να δώσει το αεροδυναμικό τους σχήμα στους πυραύλους.
Στην ισορροπία των όγκων της κλασικής γλυπτικής αντιτάσσει την ισορροπία δυνάμεων. Δίνει έτσι στην τέχνη του πνευματικό χαρακτήρα, σε πλήρη αντίθεση με την αφαίρεση. Επιχειρεί να εξαλείψει κάθε προσωπική έκφραση ή αίσθημα απέναντι στο μοντέλο του, ώστε να αναδείξει μια φόρμα στοιχειώδη, παγκόσμια και διαχρονική, ενός αισθητισμού σχεδόν ηδονοθηρικού
Tο εργαστήρι του είναι ένα έργο τέχνης καθεαυτό. Εκεί έκανε τις εκθέσεις του, εκεί έζησε ολόκληρη τη ζωή του. Το να μετακινηθεί ένα έργο από τη θέση του ήταν ιεροσυλία: χάλαγε την υπάρχουσα αρμονία.
Συμμετέχει στις διαδηλώσεις των Ντανταϊστών, συναντά τον Πικάμπια και το Τζαρά και, από το 1921, συνδέεται με τον Κοκτώ, τον Ντυσάν και τον Μαν Ρέι.
Απ’ όλα τα θέματα με τα οποία θα καταπιαστεί, λίγα τον αριθμό, η σειρά «Πουλιά στο διάστημα» είναι εκείνη που φανερώνει καλύτερα τη σχέση του με τον κόσμο, όπως και τις αναζητήσεις του. Αυτό που θέλει να συλλάβει είναι η ουσία του πετάγματος, η οποία συμβολίζει την πνευματική ανάταση. Τον ορισμό της ευτυχίας. Ο Γκαστόν Μπασελάρ έλεγε γι’ αυτά: «Το σώμα τους είναι καμωμένο από τον αέρα που τα περιβάλλει, η ζωή τους από την κίνηση που τα παρασύρει».
Για τον Μπρανκούζι, τον μεγαλύτερο γλύπτη του 20ου αι., το εργαστήρι του είναι ένα έργο τέχνης καθεαυτό. Εκεί έκανε τις εκθέσεις του, εκεί έζησε ολόκληρη τη ζωή του. Το να μετακινηθεί ένα έργο από τη θέση του ήταν ιεροσυλία: χάλαγε την υπάρχουσα αρμονία. Με τη διαθήκη του, το χάρισε μαζί με το περιεχόμενό του στη Γαλλική Δημοκρατία, υπό τον όρο να μην αλλάξουν τίποτα. Το αναπαρέστησαν ακέραιο και στην ολότητά του στην εσπλανάντ μπροστά απ’ το Μπομπούρ.
Και στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς όπου αναπαύεται, μπορούμε επίσης να δούμε το περίφημο «Φιλί» του να στέκει στοργικά πάνω από τον τάφο της Tania Rachevskaia, τη Ρωσίδα φοιτήτρια και φίλη που έδωσε τέλος στη ζωή της από τον έρωτά της για κείνον.