Άτομα που ταυτοποιούνται ως ύποπτα κρούσματα του κορωνοϊού πρέπει να ελέγχονται στα σύνορα και να λαμβάνουν την ιατρική περίθαλψη που χρειάζονται, είτε στη χώρα αναχώρησης είτε στη χώρα άφιξης.
Αυτό το μέτρο, αντί του γενικευμένου κλεισίματος των συνόρων και των απαγορεύσεων πτήσεων, προκρίνει η Κομισιόν για τη διαχείριση της νέας πραγματικότητας στη ζώνη του Σένγκεν για την περίοδο έξαρσης της πανδημίας.
Σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες προς τα κράτη-μέλη που παρουσίασαν σήμερα το πρωί, σε τηλεδιάσκεψη που είχαν με τους υπουργούς Υγείας και Εσωτερικών των κρατών-μελών η επίτροπος Υγείας Στέλλα Κυριακίδου και η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων Ίλβα Γιόχανσον. Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της Επιτροπής, «δεν πρέπει να απαγορεύεται η είσοδος σε ανθρώπους που νοσούν, πρέπει να τους δίνεται πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη».
Στην ακραία περίπτωση που θα χρειαστεί κλείσιμο των συνόρων, σύμφωνα με τις οδηγίες της Επιτροπής, «πρέπει να οργανώνεται με τρόπο που αποφεύγει τη δημιουργία μεγάλων συγκεντρώσεων (π.χ. ουρών), που συνεπάγονται κίνδυνο εξάπλωσης του ιού». Τα κράτη-μέλη, σημειώνεται, πρέπει να συντονίσουν τις ενέργειές τους ώστε οι υγειονομικοί έλεγχοι να λαμβάνουν χώρα μόνο μία φορά (είτε στην αναχώρηση είτε στην άφιξη).
«Όλοι οι συνοριακοί έλεγχοι», αναφέρουν επίσης οι οδηγίες, «πρέπει να εφαρμόζονται με τρόπο αναλογικό […] Τα κράτη-μέλη πρέπει πάντα να κάνουν δεκτούς τους πολίτες και τους διαμένοντες σε αυτά, και να διευκολύνουν τη μετακίνηση άλλων πολιτών της Ε.Ε. και διαμενόντων σε αυτήν που επιστρέφουν σπίτι τους. Μπορούν ωστόσο να πάρουν μέτρα όπως την επιβολή μίας περιόδου απομόνωσης, αν επιβάλλουν τα ίδια μέτρα κα στους δικούς τους πολίτες».
Οι οδηγίες εστιάζουν επίσης στη μεταφορά αγαθών, ειδικά διατροφικών προμηθειών και και ιατρικού εξοπλισμού. Τα μέτρα ελέγχου, σημειώνεται, «δεν πρέπει να προκαλέσουν σημαντική διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας, ζωτικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος και των εθνικών οικονομιών και της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά». Τέλος, αναφέρεται ότι πρέπει να διασφαλιστεί η «ασφαλής μετακίνηση» των εργαζόμενων στον τομέα των μεταφορών και ότι δεν πρέπει να επιβληθούν «επιπρόσθετες πιστοποιήσεις σε προϊόντα που κυκλοφορούν εντός της ενιαίας αγοράς της Ε.Ε.».