Τα τεστ αντιγόνου ή rapid tests ανατρέπουν τα δεδομένα στη μάχη κατά της COVID-19
Στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αποτελούν μια στρατηγική που γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλείς. Στην Ισπανία, αποτελούν πλέον το 30% όλων των τεστ που διενεργούνται, παρόλο που μέχρι τον Σεπτέμβρη διεξάγονταν σε πολύ μικρότερο βαθμό.
– Ένα άτομο έχει προσβληθεί από την COVID-19 και περνάει από μια περίοδο επώασης τεσσάρων ή πέντε ημερών προτού να γίνει μεταδοτικό.
– Αυτό το άτομο μπορεί να κολλήσει τους άλλους για περίπου οκτώ ημέρες. Μετά από αυτό το διάστημα, το ιικό φορτίο είναι χαμηλό και η νόσος δεν μεταδίδεται πια.
– Ας φανταστούμε ότι αυτό το άτομο έχει οκτώ κοντινές επαφές και θα μολύνει τέσσερις εξ’ αυτών εάν δεν υπάρξει κάποιο μέτρο πρόληψης.
– Κάθε επαφή που θα μολυνθεί, πρόκειται να περάσει τη δική της περίοδο επώασης, η οποία θα ακολουθείται από έναν μολυσματικό κύκλο, κατά τον οποίο θα έιναι και πιθανή η μετάδοση του ιού.
– Τι συμβαίνει λοιπόν αν το άτομο που έχει προσβληθεί επισκεφθεί έναν γιατρό ή κανει ένα μοριακό τεστ; Θα πρέπει να τεθεί προληπτικά σε αυτοαπομόνωση αλλά θα χρειαστούν δύο ή τρεις ημέρες μέχρι να μάθουν αν είναι θετικοί.
– Υπάρχουν όμως άτομα που δεν τηρούν αυστηρά το μέτρο της αυτοαπομόνωσης και ίσως να μολύνουν άλλους. Με αυτό τον τρόπο κολλάει τον ιό η «Επαφή 1» (Contact 1) στο γράφημα.
– Εάν οι επαφές του πρώτου ατόμου ιχνηλατηθούν μετά από μια θετική διάγνωση, ίσως να εντοπιστούν και να τεθούν σε απομόνωση και οι οκτώ. Όμως θα υπάρχουν ακόμη πιθανότητες να κολλήσουν και άλλους.
– Τι γίνεται όμως αν διεξαχθεί ένα τεστ αντιγόνου; Μέσα σε 15 λεπτά από την επίσκεψη στο γιατρό, το άτομο θα λάβει τα θετικά αποτελέσματα, να τεθεί σε αυτοαπομόνωση και η ιχνηλάτηση επαφών θα μπορεί να ξεκινήσει άμεσα.
Η ταχύτητα των rapid tests είναι αυτή που περιορίζει τις πιθανότητες περαιτέρω μετάδοσης.
Πηγή: El País